Η Μεγ. Μαντίνεια, ημιορεινό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου |
Οι μελετητές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής συνήθως επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κτίσματα εντυπωσιακά, τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώροι κατοικίας ή άμυνας των πληθυσμών (π.χ. πύργοι, πυργόσπιτα) ή ως χώροι λατρείας (π.χ. εκκλησίες, μοναστήρια) και αγνοούν ταπεινότερα κτίσματα (π.χ. μαντριά, αποθήκες, ξωκλήσια, σταφιδόσπιτα κ.ά.), τα οποία θεωρούνται υποδεέστερα ή μη αντιπροσωπευτικά. Συχνά όμως σε αυτά τα δευτερεύοντα κτίσματα, τα οποία ήταν απαραίτητα στις αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες αφού εξυπηρετούσαν καθημερινές λειτουργικές ανάγκες, διατηρήθηκαν με αυθεντικότητα πανάρχαια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί σε παρόμοια κτίσματα τεχνικές ή κατασκευαστικές συνήθειες ανάλογες με εκείνες αρχαίων ακόμα και προϊστορικών κτισμάτων.
Σε αυτήν την κατηγορία των ταπεινών, αλλά όχι ασήμαντων, κτισμάτων ανήκουν και τα συκόσπιτα της Μαντίνειας, χωριού της Έξω Μάνης. Τα συκόσπιτα αυτά τα ονόμαζαν και συκοκαλύβες ή απλά καλύβες ή και μαντριά, επειδή σε ορισμένα από αυτά το χειμώνα ξεχείμαζαν βοσκοί με τα κοπάδια τους, που κατέβαιναν από τα ορεινά χωριά του Ταϋγέτου: Αλτομιρά, Γαϊτσές, Πηγάδια κλπ.