Διαμάντω Κωνσταντιλάκη-Μπιμπούδη
«Στον χείμαρρο του χρόνου», σελ. 112.
Εκδ. Μιχάλη Σιδέρη, Ιούλιος 2018.
Ένα όμορφο βιβλίο έπεσε στα χέρια μου
πρόσφατα, γραμμένο από την κ. Διαμάντω Κωνσταντιλάκη-Μπιμπούδη, η οποία μεγάλωσε
και ζει στον Άγιο Δημήτριο Λήμνου αλλά έχει απώτερη καταγωγή από τη
μικρασιατική κωμόπολη Ρεΐζντερε. Στο βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε σε συνεργασία με
τον Μορφωτικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο «Άγιος Δημήτριος», περιγράφει με απλό και
κατανοητό λόγο την ιστορία και την καθημερινότητα των κατοίκων της
μικρασιατικής πατρίδας, έτσι όπως τα άκουσε και τα κατέγραψε από την γιαγιά
της, την Γιασεμή Μαυράκη-Ελιά (1907-1997), η οποία στα εφηβικά της χρόνια έζησε
το δράμα της προσφυγιάς.
Το Ρεΐζντερε [1]
Το Ρεΐζντερε βρισκόταν στο νότιο τμήμα της χερσόνησου
της Ερυθραίας κοντά στα Αλάτσατα, σε απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων από τις ακτές
του Αιγαίου, απέναντι από τη Χίο. Ήταν μια μεγάλη κωμόπολη, αμιγώς ελληνική ως
το 1922. Το 1911 είχε 4.795 Έλληνες κατοίκους και εκκλησιαστικά ανήκε στην
μητρόπολη Κρήνης (Τσεσμέ). Βρισκόταν
πάνω στον αμαξιτό δρόμο που κατασκευάστηκε το 1894 και συνέδεε τη Σμύρνη
με τον Τσεσμέ. Παλαιότερα η περιοχή ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου ρεΐζη
(καπετάνιου), το οποίο διέσχιζε ένας χείμαρρος (ντερέ), ο Reisdere (ο χείμαρρος
του ρεΐζη). Από το χείμαρρο προήλθε η ονομασία της πόλης που χτίστηκε στις
όχθες του. Ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται αγρότες από τη Νάξο στα 1740 περίπου.
Αργότερα προστέθηκαν κι άλλοι Ρωμιοί από την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ιδίως
μετά το 1826 που καταργήθηκαν τα φέουδα στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Το Ρεϊζντερε στη χερσόνησο της Ερυθραίας.
Στην ακμή του το Ρεΐζντερε είχε δική του
δημογεροντία και μαζί με το επίνειό του, το Κερμεάλεσι, συνιστούσαν κοινότητα,
η οποία ανήκε στο ναχιγιέ (δήμο) των Αλάτσατων. Το 1908 ήταν ξεχωριστός δήμος,
όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της Σμύρνης:
«Δήμαρχος
Ρεΐζ Δερέ εξελέγη ο εκ των προκρίτων του χωρίου εκείνου κ. Δημήτριος Σωτηράκης»
(εφ. «Αμάλθεια», 15/3/1908).
Το ίδιο έτος συμμετείχε με δύο
αντιπροσώπους-εκλέκτορες στην εκλογή Έλληνα βουλευτή από το βιλαέτι της Σμύρνης
για το Οθωμανικό κοινοβούλιο:
«Γενομένων
εν Ρεΐζ Δερέ της επαρχίας Κρήνης εκλογών εξελέγησαν εκλέκτορες παμψηφεί οι
ομογενείς κ.κ. Ιωάννης Γ. Βουδούρης ιατρός και Σπυρίδων Σωτηράκης» (εφ.
«Αμάλθεια», 20/9/1908).
Οι Ρεϊσδεριανοί ήταν φιλομαθείς. Το 1908 ίδρυσαν
την Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «Πρόοδος», η οποία δημιούργησε βιβλιοθήκη και οι
εκδηλώσεις της δημοσιεύονταν στις εφημερίδες της Σμύρνης:
«Εκ Ρεΐζ
Δερέ γράφουσιν ημίν από ημερ. 15 τρέχοντος. Την 30ην Μαρτίου εγένετο ενταύθα
μεγαλοπρεπής τελετή επί τη ιδρύσει φιλεκπαιδευτικού σωματείου, πρωτοστατούντος
του μητροπολίτου Κρήνης κ. Θεοκλήτου. Τον πανηγυρικόν εξεφώνησεν ο έγκριτος της
κωμοπόλεως ιατρός κ. Ιωάν. Γ. Βουδούρης. Μετά το πέρας της τελετής
προσηνέχθησαν τοις παρεστώσιν αναψυκτικά ποτά» (εφ. «Αμάλθεια», 21/4/1908).
«Τη 2α
Νοεμβρίου ετελέσθη εν τη κωμοπόλει Ρεΐζ Δερέ, της επαρχίας Κρήνης, μετά την
θείαν λειτουργίαν, η πρώτη επέτειος εορτή του αρτισυστάτου Φιλεκπαιδευτικού
Σωματείου η «Πρόοδος». Η αίθουσα του συλλόγου είχε διακοσμηθεί επί τούτω
καταλλήλως. Μετά την συνήθη τελετήν εξεφώνησε τον πανηγυρικόν της ημέρας ο κ.
Ιωάννης Γ. Βουδούρης ιατρός, εξάρας δια μικρών τον ιερόν της Αδελφότητος
σκοπόν, υπέρ της πραγματοποιήσεως του οποίου ειργάσθη ευσυνειδήτως και αόκνως
το υπό την προεδρείαν του Διοικητικόν Συμβούλιον (εφ. «Αμάλθεια», 17/11/1908).
Στην κωμόπολη λειτουργούσαν δύο τετρατάξια
δημοτικά. Το 1911 στο αρρεναγωγείο φοιτούσαν 110 μαθητές και στο παρθεναγωγείο
90 μαθήτριες ενώ το 1921 φοιτούσαν 274 και 218 παιδιά αντίστοιχα. Υπήρχαν
συνολικά 18 ναοί και υπηρετούσαν επτά ιερείς. Ο κεντρικός ναός, που ήταν
αφιερωμένος στον Άγ. Δημήτριο, είχε χτιστεί το 1834. Ήταν μεγαλοπρεπής με τρεις
εισόδους στην πρόσοψη, είχε καμπαναριό με ρολόι ύψους 25 μέτρων και μαρμαρόγλυπτο
τέμπλο, έργο του Ιωάννη Χαλεπά από την Τήνο, πατέρα του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά,
με σκαλιστές εικόνες φιλοτεχνημένες από τον Καλύμνιο γλύπτη Σακελάριο Μαγκλή. Είχε
αναδείξει φημισμένους ψάλτες, οι οποίοι έψελναν σε χωριά της μητρόπολης Κρήνης
(Τσεσμέ) και αλλού. Κοντά στην πόλη υπήρχε η γυναικεία μονή του Αγίου Νικολάου.
Είχε ιδρυθεί το 1862 και σ’ αυτή φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, η
οποία είχε μεταφερθεί από τη Χίο το 1822 μετά την καταστροφή του νησιού. Το
1922 η εικόνα διασώθηκε με περιπετειώδη τρόπο και μεταφέρθηκε στην Ιεράπετρα
της Κρήτης, όπου εγκαταστάθηκαν αρκετοί
Ρεϊσδεριανοί και έκτισαν ναό προς τιμή της.
Οι κάτοικοι του Ρεΐζντερε καλλιεργούσαν
ελιές, αμπέλια, μαύρη σταφίδα και καπνά. Στο επίνειο Κερμεάλεσι διατηρούσαν
τράτες, ψαροκάικα κι εμπορικά καΐκια που εκτελούσαν μεταφορές από και προς τη
Χίο. Θεωρούνταν παλικαράδες κι άριστοι χειριστές των όπλων. Ήταν γλεντζέδες,
χόρευαν κι έπαιζαν αυτοσχέδια όργανα, όπως χάλκινα ταψιά, τουμπελέκια πήλινα με
προβιά κ.ά.
Η προσφυγιά και η νέα πατρίδα στη Λήμνο
Στις πρώτες 40 σελίδες του βιβλίου της η
συγγραφέας αναφέρεται στη ζωή της γιαγιάς Γιασεμής και στα δραματικά γεγονότα
της διπλής προσφυγιάς που έζησε με την οικογένειά της. Αρχικά προσωρινά, στο
λεγόμενο «πρώτο διωγμό» (1914-1919) στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, τον
οποίο επέβαλαν οι Γερμανοί και υλοποίησαν οι Τούρκοι σύμμαχοί τους για τους
θεωρούμενους εχθρικούς πληθυσμούς των παραλιών της Μικρασίας. Ακολούθησε η ελπιδοφόρα
επάνοδος στην πόλη, στο διάστημα 1919-1922 που ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε
στο βιλαέτι της Σμύρνης, η οποία όμως κατέληξε στην αιματηρή έξοδο του
Σεπτεμβρίου του ’22.
Η περιγραφή των περιπετειών της οικογένειας
της Γιασεμής, μέχρι να εγκατασταθούν και να στεριώσουν στη Λήμνο, μαζί με ένα μικρό
αριθμό συμπατριωτών τους, αποτελεί ένα ακόμα κομμάτι από το μεγάλο δράμα της
προσφυγιάς των Μικρασιατών. Μέσω της εξιστόρησης των βιωμάτων της 15χρονης τότε
γιαγιάς της συγγραφέα, γνωρίζουμε το δράμα της προσφυγιάς: τη βίαιη εγκατάλειψη
της πατρίδας τους, τον αγώνα για την προσωπική τους επιβίωση, την αγωνία για
την τύχη των δικών τους ανθρώπων που ξέμειναν πίσω, την πάλη να βρουν ένα
καινούργιο τόπο να στήσουν από την αρχή το σπιτικό τους και να αναστήσουν όσο
γίνεται την παλιά τους κοινωνία.
Το χτίσιμο του ναού στη Λήμνο [από το βιβλίο] |
Για 550 περίπου Ρεϊσδεριανούς, ανάμεσά τους
και για την οικογένεια της Γιασεμής, καινούργια πατρίδα έγινε η Λήμνος. Εκεί τους
παραχωρήθηκε το χωριό Λέρα, στο οποίο ως το 1923 ζούσαν Τούρκοι που έφυγαν με
την ανταλλαγή των πληθυσμών που πρόβλεπε η Συνθήκη της Λοζάνης. Το μετονόμασαν
σε Άγιο Δημήτριο, σε ανάμνηση του πολιούχου της παλιάς πατρίδας, και βάλθηκαν
να στεριώσουν στο νέο τόπο κουβαλώντας τις αναμνήσεις και διατηρώντας τις
συνήθειες, τα τραγούδια, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Σήμερα το χωριό έχει
800 περίπου κατοίκους. Η οικονομία του βασίζεται κυρίως στην αμπελοκαλλιέργεια,
λειτουργούν μικρές επιχειρήσεις εμπορίου και μεταποίησης και υπάρχει έντονη
πολιτιστική και αθλητική δραστηριότητα.
Ο Άγ. Δημήτριος Λήμνου στο χάρτη του τ. Δήμου Ατσικής στον οποίο ανήκε ως το 2010 |
Η ζωή στο Ρεΐζντερε
Στο δεύτερο και βασικό μέρος του βιβλίου [σελ. 41-112] η συγγραφέας
καταπιάνεται με μια νοσταλγική καταγραφή της καθημερινής ζωής στη χαμένη πατρίδα,
μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς Γιασεμής. Η συγγραφέας καταφέρνει να μας
μεταφέρει πίσω στον τόπο και στο χρόνο και να αποδώσει με πιστότητα τη ζωή των
απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Παρά το ό,τι είναι η πρώτη συγγραφική της
προσπάθεια αυτό δεν φαίνεται καθόλου. Τα κείμενό της είναι ρητό και ρυτό,
δηλαδή σαφές και ρέον. Επιλέγει να δομήσει τη λαογραφική της περιγραφή σε
ενιαύσιο κύκλο, ξεκινώντας και κλείνοντας με τα έθιμα του εορταστικού
δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ως τίτλους των δώδεκα
κεφαλαίων του βιβλίου χρησιμοποιεί φράσεις παραδοσιακές ή παροιμιώδεις, οι
οποίες χαρακτηρίζουν αλλά και αποκαλύπτουν τη δομή του έργου μήνα με μήνα:
Γύρω γύρω
του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού.
Ο Φλεβάρης
και αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Μάρτης,
γδάρτης και πασουλοκαύτης.
Έστησε ο
έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη.
Στων αμαρτωλών
τη χώρα το Μάη μήνα βρέχει.
Αρχές του
θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Ο Αϊ-Λιάς
κόβει σταφύλια και η Άγια Μαρίνα σύκα.
Αύγουστε
καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο.
Του Σταυρού
σταύρωνε και σπέρνε.
Οκτώβρης,
δεν έσπειρες; Οκτώ σακιά δεν μάζεψες.
Ούτε
τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στον κάμπο.
Γύρω γύρω
του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού.
Όπως αποκαλύπτουν οι τίτλοι, κάθε κεφάλαιο
περιλαμβάνει τα έθιμα του αντίστοιχου μήνα του έτους. Αλλά εκτός από τα
θρησκευτικά-εορταστικά ήθη και τις αγροτικές συνήθειες που αντιστοιχούν στον
κάθε μήνα, με έξυπνο τρόπο η συγγραφέας εντάσσει στα διάφορα κεφάλαια τα
οικογενειακά έθιμα και τις παραδόσεις που απλώνονται σε όλο το έτος. Έτσι
καταφέρνει στις 70 περίπου σελίδες που καλύπτει αυτή η ενότητα να καταγράψει
τραγούδια, κάλαντα, νανουρίσματα, μοιρολόγια, προλήψεις, συνταγές, γιατροσόφια
και ένα παραμύθι.
Το Ρεΐζντερε [φωτ. από το βιβλίο] |
Πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται όλο
το χρόνο αλλά θεωρώ πως η περίοδος των εορτών είναι η καλύτερη για να το
ξεφυλλίσει κανείς. Αποπνέει νοσταλγία και αγάπη για έναν τόπο και για μια βιωτή
που χάθηκε. Διασώζει μνήμες, διακινεί συναισθήματα αλλά κυρίως αποτυπώνει την
ομορφιά των ανθρώπων της παλιάς εποχής, που ασφαλώς είχαν προβλήματα αλλά είχαν
δημιουργήσει μια αλληλέγγυα κοινωνία, η οποία εύρισκε λύσεις ώστε να ξεπερνούν
τις αναποδιές και να προχωρούν μπροστά. Όπως λέει με το τετράστιχο-ευχή που
κλείνει το βιβλίο της η συγγραφέας:
Καθάρια να
’ναι η ζωή - σαν το νερό που τρέχει
γιατί ό,τι
αφήσεις πίσω σου - περήφανα θα στέκει
Η συγγραφέας [από το βιογραφικό της στο
βιβλίο]
Η Διαμάντω Κωνσταντιλάκη-Μπιμπούδη είναι
απόγονος δεύτερης γενιάς Μικρασιατών προσφύγων από τη μεριά της μητέρας της. Είναι
παντρεμένη, μητέρα δύο παιδιών, εργαζόμενη και μόνιμη κάτοικος Αγίου Δημητρίου
Λήμνου. Μεγάλωσε στην αγκαλιά της Μικρασιάτισσας γιαγιάς της και γαλουχήθηκε
από τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τις ιστορίες των Μικρασιατών. Το
βιβλίο, που αποτελεί την πρώτη συγγραφική της απόπειρα, είναι βασισμένο στην
καταγραφή στοιχείων που έκανε πριν από είκοσι πέντε χρόνια από τη γιαγιά της.
Θοδωρής Μπελίτσος, 30/11/2018
[1] Πηγές για τα ιστορικά στοιχεία
Κοντογιάννης
Μ. Παντελής, «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας»,
Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1921, σελ. 311-314.
Μαθιουδάκη-Δραγασάκη Μαρία, «Μνήμες Μικρασίας», Ιεράπετρα Κρήτης
2001.
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Άγιος Δημήτριος», στο «ΛΗΜΝΟΣ Β΄: Ιστορική & Πολιτιστική
Κληρονομιά», εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010, σελ. 239-241.
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Μικροϊστορικά της Λήμνου
από εφημερίδες της Σμύρνης», στο «Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους» ΙΗ΄ (2016), σσ.
221-235.
Σουλακέλλης Αντ.
Θεοφάνης, «Δημώδη άσματα Ρεϊς-Ντερέ
τραγουδισμένα από την οικογένεια Σωτηρίου
Μαυράκη», εκδ. ΚΑΛΜΕ, 2002.
-ο-ο-ο-
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λήμνο
από τον Μορφωτικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο
"Άγιος Δημήτριος" (24/7/2019)
Ένα βιβλίο για το Ρεΐσντερε
Το Ρεΐζντερε ήταν μια κωμόπολη που βρισκόταν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, κοντά στα Αλάτσατα, σε απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων από τις ακτές του Αιγαίου, απέναντι από τη Χίο. Ήταν αμιγώς ελληνική πόλη και ανήκε εκκλησιαστικά στην μητρόπολη Κρήνης -Τσεσμέ. Από έναν χείμαρρο (ντερέ) που διέσχιζε το τσιφλίκι ενός Τούρκου ρεΐζη (καπετάνιου) προήλθε το τοπωνύμιο Reisdere, από το οποίο προέκυψε η ονομασία του χωριού που δημιουργήθηκε εκεί στα 1740 περίπου, όταν εγκαταστάθηκαν αγρότες από τη Νάξο. Το μικρό χωριό σταδιακά αναπτύχθηκε σε ακμαία κωμόπολη καθώς στους αρχικούς οικιστές προστέθηκαν κατα τον 19ο αιώνα Ρωμιοί κυρίως από την Πελοπόννησο και την Κρήτη, για να φτάσει το 1912 τους 4.800 περίπου κατοίκους.
Το Ρεΐζντερε είχε δική του δημογεροντία και μαζί με το επίνειό του, το Κερμεάλεσι, συνιστούσαν κοινότητα, η οποία ανήκε στο ναχιγιέ (δήμο) των Αλάτσατων. Το 1908 είχε εξελιχτεί σε ξεχωριστό δήμο, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Αμάλθεια της Σμύρνης, με δήμαρχο τον Δημήτριο Σωτηράκη. Το ίδιο έτος συμμετείχε με δύο εκλέκτορες στην εκλογή Έλληνα βουλευτή από το βιλαέτι της Σμύρνης για το Οθωμανικό κοινοβούλιο, τον ιατρό Ιωάννη Βουδούρη και τον πρόκριτο Σπυρίδωνα Σωτηράκη.
Οι Ρεϊσδεριανοί ήταν φιλομαθείς. Είχαν ιδρύσει την Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «Πρόοδος», η οποία δημιούργησε βιβλιοθήκη, διοργάνωνε διαλέξεις και άλλες εκδηλώσεις και αποτελούσε κύτταρο πολιτισμού. Λειτουργούσαν δυο σχολεία, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο και υπήρχαν πολλές εκκλησιές και εξωκλήσια. Ενοριακός ναός ήταν ο Άγ. Δημήτριος που είχε χτιστεί το 1834 και ήταν μεγαλοπρεπής, με καμπαναριό και μαρμαρόγλυπτο τέμπλο, έργο του Ιωάννη Χαλεπά. Φημισμένοι ήταν οι ψάλτες της πόλης, και ονομαστή η γυναικεία μονή του Αγίου Νικολάου, με την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, η οποία κατά την καταστροφή διασώθηκε με περιπετειώδη τρόπο και μεταφέρθηκε στην Ιεράπετρα της Κρήτης.
Οι κάτοικοι του Ρεΐζντερε καλλιεργούσαν ελιές, αμπέλια, μαύρη σταφίδα και καπνά. Στο επίνειο Κερμεάλεσι διατηρούσαν τράτες, ψαροκάικα κι εμπορικά καΐκια που εκτελούσαν μεταφορές από και προς τη Χίο. Θεωρούνταν παλικαράδες και γλεντζέδες. Χόρευαν κι έπαιζαν μουσική με αυτοσχέδια όργανα, όπως χάλκινα ταψιά, τουμπελέκια πήλινα με προβιά κ.ά.
Η συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο της από την απώλεια της μικρασιατικής πατρίδας, από τον ξεριζωμό, και μέσα σε 112 μόλις σελίδες καταφέρνει να μεταφέρει τον πόνο των προγόνων της αλλά και την πίστη τους και το πείσμα τους να σταθούν όρθιοι στη νέα πατρίδα. Στην προσπάθειά τους αυτή ασφαλές καταφύγιο υπήρξε για τους απλούς ανθρώπους, σαν την γιαγιά της, η διατήρηση των παραδόσεων και των εθίμων και η μετάδοσή τους στις νέες γενιές, ώστε να υπάρξει η συνέχεια.
Στις πρώτες 40 σελίδες του βιβλίου η συγγραφέας αναφέρεται στη ζωή της γιαγιάς Γιασεμής και στα δραματικά γεγονότα της διπλής προσφυγιάς που έζησε με την οικογένειά της. Αρχικά προσωρινά, στο λεγόμενο «πρώτο διωγμό» στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, τον οποίο επέβαλαν οι Γερμανοί και υλοποίησαν οι Τούρκοι σύμμαχοί τους για τους θεωρούμενους εχθρικούς πληθυσμούς των παραλιών της Μικρασίας. Ακολούθησε η ελπιδοφόρα επάνοδος στην πόλη, στο διάστημα 1919-1922 που ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο βιλαέτι της Σμύρνης, η οποία όμως κατέληξε στην αιματηρή έξοδο του Σεπτεμβρίου του ’22.
Η περιγραφή των περιπετειών της οικογένειας της Γιασεμής, μέχρι να εγκατασταθούν και να στεριώσουν στη Λήμνο, μαζί με ένα μικρό αριθμό συμπατριωτών τους, αποτελεί ένα ακόμα κομμάτι από τον μεγάλο μικρασιατικό ξεριζωμό. Μέσω της εξιστόρησης των βιωμάτων της 15χρονης τότε γιαγιάς της συγγραφέα, γνωρίζουμε το δράμα της προσφυγιάς: τη βίαιη εγκατάλειψη της πατρίδας τους, τον αγώνα για την προσωπική τους επιβίωση, την αγωνία για την τύχη των δικών τους ανθρώπων που ξέμειναν πίσω, την πάλη να βρουν ένα καινούργιο τόπο να στήσουν από την αρχή το σπιτικό τους και να αναστήσουν όσο γίνεται την παλιά τους κοινωνία.
Για 550 περίπου Ρεϊσδεριανούς, ανάμεσά τους και για την οικογένεια της Γιασεμής, καινούργια πατρίδα έγινε η Λήμνος. Ονόμασαν τον τόπο που τους παραχωρήθηκε Άγιο Δημήτριο, σε ανάμνηση του πολιούχου της παλιάς πατρίδας, και βάλθηκαν να στεριώσουν εδώ κουβαλώντας τις αναμνήσεις και διατηρώντας τις συνήθειες, τα τραγούδια, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Σήμερα με τους 800 περίπου κατοίκους του είναι από τα πιο δυναμικά χωριά του νησιού.
Στο δεύτερο και βασικό μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας καταπιάνεται με μια νοσταλγική καταγραφή της καθημερινής ζωής στη χαμένη πατρίδα, μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς Γιασεμής. Με γλαφυρό και σαφή λόγο, καταφέρνει να μας μεταφέρει πίσω στον τόπο και στο χρόνο και να αποδώσει με πιστότητα τη ζωή των απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Είναι η πρώτη συγγραφική της προσπάθεια, μα αυτό δεν φαίνεται καθόλου. Το κείμενό της είναι ρητό και ρυτό, δηλαδή σαφές και ρέον. Διατυπώνει και αναπτύσσει με σαφήνεια τα θέματά της με λιτό λόγο, χωρίς περιττούς βερμπαλισμούς, μα και χωρίς εκπτώσεις. Παράλληλα ο λόγος της είναι ευκρινής, καθαρός και εύληπτος για τον απλό αναγνώστη, στον οποίο άλλωστε απευθύνεται. Επιλέγει να δομήσει τη λαογραφική της περιγραφή σε ενιαύσιο κύκλο, ξεκινώντας και κλείνοντας με τα έθιμα του εορταστικού δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ως τίτλους των δώδεκα κεφαλαίων του βιβλίου χρησιμοποιεί φράσεις παραδοσιακές ή παροιμιώδεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν αλλά και αποκαλύπτουν τη δομή του έργου μήνα με μήνα:
"Γύρω γύρω του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού.
Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Μάρτης, γδάρτης και πασουλοκαύτης.
Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη."
Συνεχίζει έτσι, ώσπου ξαναφτάνει:
"Γύρω γύρω του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού."
Όπως αποκαλύπτουν οι τίτλοι, κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνει τα έθιμα του αντίστοιχου μήνα του έτους. Αλλά εκτός από τα θρησκευτικά-εορταστικά ήθη και τις αγροτικές συνήθειες που αντιστοιχούν στον κάθε μήνα, με έξυπνο τρόπο η συγγραφέας εντάσσει στα διάφορα κεφάλαια τα οικογενειακά έθιμα και τις παραδόσεις που απλώνονται σε όλο το έτος. Έτσι καταφέρνει στις 70 περίπου σελίδες που καλύπτει αυτή η ενότητα να καταγράψει τραγούδια, κάλαντα, νανουρίσματα, μοιρολόγια, προλήψεις, συνταγές, γιατροσόφια και ένα παραμύθι.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποπνέει νοσταλγία και αγάπη για έναν τόπο και για μια βιωτή που χάθηκε. Διασώζει μνήμες, διακινεί συναισθήματα αλλά κυρίως αποτυπώνει την ομορφιά των ανθρώπων της παλιάς εποχής, που ασφαλώς είχαν προβλήματα αλλά είχαν δημιουργήσει μια αλληλέγγυα κοινωνία, η οποία εύρισκε λύσεις ώστε να ξεπερνούν τις αναποδιές και να προχωρούν μπροστά. Όπως λέει με το τετράστιχο-ευχή που κλείνει το βιβλίο της η συγγραφέας:
Καθάρια να ’ναι η ζωή - σαν το νερό που τρέχει
γιατί ό,τι αφήσεις πίσω σου - περήφανα θα στέκει
Θ. Μπελίτσος.
Γυμνάσιο Μύρινας, Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019
Από την παρουσίαση στη Μύρινα (24-7-2019) Ιουλία Λυγδά, Γιώργος Μανδρανής, Αλεξάνδρα Ματσούκα Διαμάντω Κωνσταντιλάκη-Μπιμπούδη, Νίτσα Δώρα, Θ. Μπελίτσος |
Όμορφο κι ανθρώπινο! Οι Έλληνες της Ιωνίας έφεραν πολιτισμό στην κυρίως Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή