Στο Ακρογιάλι Αβίας του δήμου Δυτ. Μάνης υπάρχει ο ναός της Αναλήψεως, η Ανάληψη όπως τον λένε οι ντόπιοι, που κτίστηκε το 1926 με πρωτοβουλία των κατοίκων του νέου τότε οικισμού. Με αφορμή τον εορτασμό του καθολικού του, ας γνωρίσουμε τον μικρό οικισμό.
Το Ακρογιάλι αποτελεί παράκτιο οικισμό της κοινότητας Αβίας από το 1920. Η περιοχή αποτελούσε ανέκαθεν χώρο οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων του μεσόγειου χωριού Μεγάλη Μαντίνεια, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, συκιές, αμπέλια, περιβόλια) και αγροικίες (συκοκαλύβες). Κατέβαιναν με τα ζώα τους για να ξεβροχιάσουν (ξεπικρίσουν) τα λούπινα στη θάλασσα, να μαλακώσουν το λινάρι, τα βούρλα και τα ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν με καΐκια. Παλιά όταν πήγαιναν εκεί, έλεγαν πάμε «στο Κοπάνο» ή «στους Κοπάνους». Διότι, μεταξύ άλλων, έρχονταν για να μαλακώσουν και να πλύνουν τις κουρελούδες και τα χοντρά υφαντά τους, τα οποία κοπανούσαν με ξύλινους κόπανους ώσπου να καθαρίσουν και μετά τα άπλωναν στα βότσαλα να στεγνώσουν. Από το κοπάνισμα των υφαντών με τους «κοπάνους» προέκυψε η παλιά ονομασία της περιοχής.
Το Ακρογιάλι το 2004. Η Ανάληψη διακρίνεται δεξιά στο τέρμα της ακτής
πριν από τα πεύκα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα κάτοικοι της Μεγ. Μαντίνειας που είχαν ιδιοκτησίες στο Κοπάνο, άρχισαν να χτίζουν σπίτια και να εγκαθίστανται μόνιμα εκεί. Πρώτος οικιστής θωρείται ο Ιωάννης Ρηγανόπουλος, τον οποίο σκότωσαν πειρατές, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να μην τολμήσουν να εγκατασταθούν άλλοι. Παλιότερες θεωρούνται οι οικίες της Σταυρούλας Χαρίλ. Καπετανάκη (αργότερα Γερανέα), του Στυλιανού Ι. Τυρέα (αργότερα Κοκκινέα), του Σωκράτη Δ. Σκιά και των αδερφών Γεωργίου, Ανδρέα και Ιωάννη υιών Αριστείδη Γεωργουλέα. Σήμερα ανήκουν σε απογόνους τους. Σταδιακά συγκροτήθηκε οικισμός που αναγνωρίστηκε επίσημα το 1920 με την ονομασία Κόπανον (36 κάτ.) και το 1940 διορθώθηκε σε Κόπανοι (131 κ.). Το 1962, έπειτα από πρωτοβουλία των κατοίκων και κυρίως του Παναγιώτη Γ. Μανέα, ο οικισμός μετονομάστηκε σε Ακρογιάλιον.
Ακρογιάλι (ο πληθυσμός στις απογραφές)
1920 |
36 κάτ. |
1928 |
68 |
1940 |
131 |
1951 |
100 |
1961 |
87 [67+20]* |
1971 |
79 |
1981 |
94 [88+6]* |
1991 |
123 |
2001 |
189 [156]* |
2011 |
139 |
*Το 1961 και το 1981 καταγράφηκαν ως διεσπαρμένοι [εκτός οικισμού] οι κάτοικοι του αγροτικού συνοικισμού Κουτιβαίικα. Το 2001 εκτός από τον πραγματικό πληθυσμό (189 παρόντες κάτοικοι) καταγράφηκε χωριστά κι ο μόνιμος [156 κάτ.].
Για δεκαετίες το Ακρογιάλι ήταν ένα τυπικό ψαροχώρι με 80 ως 120 κατοίκους περίπου, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του πληθυσμού σύμφωνα με τις απογραφές (βλ. τον σχετικό πίνακα). Υπήρχαν πολλά ψαροκάικα και πολλές γυναίκες ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική των κοφινέλων ψαρέματος, όχι μόνο για τους ψαράδες της οικογένειας αλλά και για βιοπορισμό. Το τοπικό εμπόριο εξυπηρετούσαν μικρά καφεπαντοπωλεία, όπως του Σωκράτη Σκιά , του Στέλιου Γεωργουλέα, του Νίκου Γεωργουλέα κ.ά. Οι ιδιοκτήτες τους αναλάμβαναν τη συγκέντρωση των σύκων από τους παραγωγούς της περιοχής, τα οποία στη συνέχεια προωθούσαν σε εμπόρους της Καλαμάτας με ναυλωμένα εμπορικά πλοιάρια, τις λεγόμενες μαούνες. Ως την δεκ. ’60 που δεν υπήρχε οδική, χερσαία συγκοινωνία, μια τοπική βενζίνα, των Γεωργουλέων, έκανε τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με την Καλαμάτα. Για την εξυπηρέτηση των ψαράδων και των σκαφών γενικότερα, στην ακτή έφτιαχναν ξύλινες αποβάθρες, τους λεγόμενους πόντηδες, τους οποίους συνήθως ξήλωναν το χειμώνα, διότι οι δυνατοί νοτιάδες τους κατέστρεφαν.
Το Ακρογιάλι την δεκ. ’80 ή ’90, πριν ανακαινιστεί η Ανάληψη που διακρίνεται στην ακτή δεξιά.
Από τις αρχές της δεκ. ’70, ο εξηλεκτρισμός, η τηλεφωνική σύνδεση και η διάνοιξη καλύτερου δρόμου, προοδευτικά άλλαξαν την όψη του οικισμού, ο οποίος σταδιακά εξελίχθηκε σε θερινό παραθεριστικό θέρετρο, με ταβερνάκια, καφέ κι ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε συνδυασμό με την γειτονική αμμώδη παραλία της Σάνταβας.
Ακρογιάλι 1950. Η Περσεφόνη Στυλ. Γεωργουλέα (μετέπειτα σύζ. Παναγιώτη Κουκέα). Ο παλιός ναός της Ανάληψης διακρίνεται στο βάθος δεξιά μετά τα δύο πρώτα σπίτια.
Ο ναός της Ανάληψης
Οι Κοπανιώτες αποτελούσαν ανέκαθεν διακριτή ομάδα της κοινότητας Αβίας αλλά ανήκαν στην ίδια ενορία. Από το Κοπάνο καταγόταν ο επί δεκαετίες εφημέριος της Αβίας, παπά-Πότης Ι. Γεωργουλέας (1905-81) και η γραμματέας της κοινότητας Μαρία Π. Σκιά. Με την επίσημη ίδρυση του παράλιου οικισμού οι πρώτοι οικιστές φρόντισαν να ανεγείρουν το ναό της Ανάληψης, καθώς ως τότε στην περιοχή υπήρχαν μόνο κάποια μικρά ιδιωτικά εξωκλήσια σε αγρούς, όπως η Αγία Ειρήνη κι ένα σπηλαιώδες ναΐδριο, ο λεγόμενος Χάρος, «εις ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ», που εορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου.
Η Ανάληψη ανεγέρθηκε το 1926 με πρωτοβουλία του Ανδρέα Αρ. Γεωργουλέα σε οικόπεδο που δώρισε ο Αθανάσιος Π. Κοκκινέας. Ανακαινίστηκε κι επενδύθηκε με πέτρα το 2002. Η σχετική επιγραφή αναφέρει:
Πιο παλιά στο καθολικό του ναού της Ανάληψης γινόταν μικρό πανηγυράκι. Μετά τη λειτουργία προσφερόταν ένα κέρασμα στην μεγάλη αυλή της όμορης οικίας Πατσέα, την οποία διέθετε πρόθυμα για την εορτή του ναού η συγκεκριμένη οικογένεια. Αργότερα την πρωτοβουλία ανέλαβε ο τοπικός πολιτιστικός όμιλος, αλλά πλέον το έθιμο έχει ατονήσει και το πανηγύρι έχει μεταφερθεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο ναός λειτουργιέται, επίσης, περιστασιακά κάποιες Κυριακές του έτους, από τον εφημέριο της ενορίας Μεγ. Μαντίνειας Αβίας, στην οποία ανήκει.
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος, 10/6/2021
Πέμπτη της Αναλήψεως
Πηγές:
Σταύρος Γ. Καπετανάκης, «Οι Μαντίνειες της Μάνης» Αθήνα 1996.
Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος, «Εν Αβία», Ν. Σμύρνη 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου