Ποιος θα μιλήσει για τις απλές γυναίκες;
που χαϊδεύουν τα κεφαλάκια των παιδιών τους
αποβραδίς, πριν να τα βάλουνε για ύπνο
κι ολημερίς ιδρώνουν σε άχαρες δουλειές.
Στο γυρισμό για το σπίτι, σταματάνε στις βιτρίνες
μετρώντας στα παιδικά ρουχαλάκια το νούμερο με το μάτι,
ακουμπισμένες από την κούραση στο τζάμι της βιτρίνας.
.
Στα κρύα του χειμώνα χαίρονται για λίγο το χιόνι
σαν όλες τις μικρές χαρές της ζωής
κ’ ύστερα το σκουπίζουν μακριά καθώς ξέρουν πως,
η πολύ χαρά είν' αμαρτία που τρέφει βάσανα και φθόνο.
.
Περπατάνε κρατώντας γύρω τους τα κλωσόπουλα
λέγοντας συνεχώς ευχές και ξεματιάσματα
λαχταρώντας να τα κρατήσουν για πάντα κοντά τους,
ακόμη κι όταν μείνουν μόνες ανάμεσα σε φωτογραφίες
που μ' αυτές γεμίζουν κάθε γωνιά του σπιτιού.
.
Κάνουν την πέτρα και το σουβά να λέγεται σπίτι
γεμίζοντάς το μνήμες γλυκές από μυρωδιές κι αγάπη
με τα δύο χέρια τους μονάχα,
που ’ναι πάντα υγρά, σταλάζοντας ζωή,
ποτίζοντας μια γλάστρα, ταΐζοντας κουτάβια και γάτες,
χαϊδεύοντας έναν βασιλικό, μαγειρεύοντας, πλένοντας πιάτα,
κάνοντας πράγματα βαρετά που δεν θαρρούν χαμένο χρόνο.
.
Δεν έχουν σχέδια δικά τους, δεν λαχταράν εκπλήξεις
μόνο προσεύχονται ψιθυριστά για τα ονείρατα των άλλων.
(Θ|Β)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου