Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
Ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της
βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
Καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Γ. Σεφέρης,
«ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937»
Έστριψα στον πεζόδρομο.
Πεταμένα φυλλάδια στο έδαφος, χαμένες ελπίδες μιας κοινωνίας που της έχουν
στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο, αγωνιούσαν για ένα μου βλέμμα.
«Να περπατάς!», μου
σύστησε ο γιατρός μου από τότε που βγήκα στη σύνταξη. «Ο καναπές θα σε
σκοτώσει», συμπλήρωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Ξεκίνησα, λοιπόν, κι
εγώ το περπάτημα για να κρατάω το σώμα σε φόρμα και το μυαλό σε εγρήγορση.
Για να μη βαριέμαι, δεν
ακολουθώ συγκεκριμένη διαδρομή. Έχω την τύχη να κατοικώ στα σύνορα Νέας
Σμύρνης, Δάφνης, Νέου Κόσμου και Μπραχαμίου, οπότε σε έναν περίπατο μιας ώρας
μπορώ να βρεθώ σε τέσσερις διαφορετικούς δήμους. Με έκπληξη διαπίστωσα πως,
παρόλο ότι ζω στην ίδια περιοχή από τότε που γεννήθηκα, υπάρχουν σοκάκια από τα
οποία δεν είχα περάσει ποτέ. Αυτό με εξιτάρει και επιδιώκω να ανακαλύπτω νέες γωνιές,
όμορφες ή άσχημες αδιάφορο, απλά άγνωστες.
Από τις καθημερινές βόλτες
μου στους δρόμους έχω μάθει πολλά και διάφορα: πότε υπάρχει λαϊκή, πότε
μαζεύουν τα σκουπίδια, πού υπάρχουν παιδικές χαρές και παρκάκια, σε ποιες
πλατείες μαζεύονται το σούρουπο οι γείτονες και τα λένε, πού υπάρχουν
ποδηλατόδρομοι και ράμπες για καροτσάκια, ποιος δήμος νοιάζεται περισσότερο για
την καθαριότητα, τον καλλωπισμό και τη φροντίδα της πόλης και άλλα
αξιοπερίεργα.
Υπάρχουν βέβαια και
ορισμένα πράγματα που είναι σχεδόν ίδια. Π.χ. το φθινόπωρο τα πεζοδρόμια είναι
σκεπασμένα με κιτρινισμένα φύλλα, το Δεκέμβρη με σκουληκιασμένες ελιές, την
άνοιξη με σάπια νεράντζια και ολοχρονίς με ακαθαρσίες σκύλων και παρκαρισμένα
αυτοκίνητα. Οπότε αναγκάζομαι να ανεβοκατεβαίνω στο πεζοδρόμιο, να σκύβω για να
γλιτώσω το πρόσωπο και την κόμη μου από τα κλαριά των ακλάδευτων δέντρων
και φυσικά να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, ώστε να μην λερώσω τα παπούτσια μου
ή, στη χειρότερη περίπτωση, να μην φάω καμιά γλίστρα και καταλήξω στο ΚΑΤ,
οπότε θα αποδειχτεί λάθος η συμβουλή του γιατρού μου: «Να περπατάς· ο καναπές
θα σε σκοτώσει», αφού θα έχω σακατευτεί βαδίζοντας.
Δεν παραπονιέμαι όμως.
«Κάθε εμπόδιο για καλό», όπως έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου. Οι συνεχείς
δυσκολίες αναγκάζουν το μυαλό μου να βρίσκεται διαρκώς σε επαγρύπνηση·
καλλιεργείται η αντίληψη και καθυστερεί να με αναζητήσει η άνοια και το
αλτσχάιμερ. Θα πρότεινα μάλιστα να δημιουργηθούν σε κάθε συνοικία διαδρομές για
τους πεζούς, σταδιακά αυξανόμενης δυσκολίας, και όποιος βαδιστής τερματίζει τη
μία, να αλλάζει επίπεδο. Θα μπορούσε να γίνει και ριάλιτι, με σπόνσορα κάποιο
σουπερμάρκετ, και ο τελικός νικητής να επιβραβεύεται με μια δωροεπιταγή, ας
πούμε. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, που λένε.
Αν και δεν είχα
εκμυστηρευτεί αυτή την ιδέα σε κανέναν, μια έκπληξη με περίμενε τις τελευταίες
ημέρες. Λες και οι τοπικοί άρχοντες είχαν διαβάσει τη σκέψη μου, φρόντισαν να αυξήσουν
το επίπεδο δυσκολίας της πίστας που βαδίζω καθημερινά. Οι κολώνες της ΔΕΗ
γέμισαν χαρτονένιες αφίσες, ώστε να γυμνάζω τη μέση μου γέρνοντας για να τις
αποφύγω, ενώ τα πεζοδρόμια έχουν στρωθεί με πολύχρωμα, γυαλιστερά φυλλάδια με
γελαστά πρόσωπα και ελπιδοφόρα μηνύματα, καθιστώντας πιο επικίνδυνη τη
διαδρομή, αφού χαζεύοντάς τα κινδυνεύω από τα αυτοκίνητα.
Χαριτωμένα κορίτσια,
καλοχτενισμένες κυρίες, κουστουμαρισμένοι γαμπροί με θεληματικά πηγούνια και
ύφος παντογνώστη υπόσχονται: νέα πνοή, αλλαγή στην πόλη μας, πράξεις όχι λόγια,
όραμα για το μέλλον, δυναμισμό και προοπτική και άλλα παρόμοια ελπιδοφόρα. «Πολλά
κεράσια, μικρό καλάθι», έλεγε η σοφή μητέρα μου. Φέικ φωτό, φέικ βιογραφικά,
φέικ και οι υποσχέσεις, λέω εγώ.
Τσαλακωμένα χαμόγελα βρίσκονται
παντού και με ικετεύουν να τα επιλέξω, για το δικό μου καλό φυσικά: στα ρείθρα
των πεζοδρομίων, στα βρώμικα σκαλοπάτια των υπογείων, στα παρμπρίζ των
αυτοκινήτων, στα γραμματοκιβώτια, κολλημένα σε τοίχους και σε τζαμαρίες, σε
πόρτες και σε κολωνάκια. Κραυγές ικεσίας και αγωνίας σε όλες τις αποχρώσεις του
ουράνιου τόξου. Είμαι ο «φίλτατος συμπολίτης», ο «εκλεκτός φίλος», ο «αγαπητός
γείτονας», ο «σεβαστός συνδημότης». Κάποτε ήμουν τα «περήφανα νιάτα», τώρα
είμαι τα «τιμημένα γηρατειά», όσο κι αν δεν θέλω να το αποδεχτώ.
Στο δήμο που ψηφίζω υπολόγισα
πως ζητούν την ψήφο μου 370 περίπου άτομα. Φίλοι, γνωστοί, γείτονες,
συμμαθητές, παλιοί συνάδελφοι αγωνιούν, κρεμασμένοι στα μανταλάκια. Τριακόσια
εβδομήντα πολύχρωμα προσκλητήρια ζητούν την προσοχή μου· τριακόσιες εβδομήντα
φωνές ζητούν να τις ακούσω. Τριακόσια εβδομήντα όνειρα σκορπισμένα στους
δρόμους της πόλης, τσαλακωμένα από τα αυτοκίνητα, βρεγμένα, κατουρημένα, λασπωμένα.
Τσαλαπατημένα όνειρα, φρούδες ελπίδες που οι περισσότερες θα σβήσουν την
Κυριακή το βράδυ.
Αναρωτιέμαι σε πόσα από
αυτά τα όνειρα υπάρχω κι εγώ, ως ελάχιστη έστω ανταμοιβή του ενδιαφέροντος που
μου ζητάνε να δείξω. Πόσα περιλαμβάνουν κι εμένα στα σχέδιά τους. Και πόσα
είναι μόνο όνειρα για μια καρέκλα, για μια έμμισθη θέση, για μια κομματική προαγωγή.
Και καλά όσοι
γνωριζόμαστε, ξέρω τι καπνό φουμάρουν· με πολλούς έχουμε μοιραστεί τις ίδιες
αγωνίες, τα ίδια όνειρα, τους ίδιους αγώνες, τις ίδιες απογοητεύσεις. Τους
συναντώ στη λαϊκή, στο καφενείο, στο σουπερμάρκετ, στο γήπεδο. Είναι οι καθημερινές
μου καλημέρες. Γνωρίζω σε ποιους από αυτούς μπορώ να στηριχτώ και ποιους πρέπει
να αποφεύγω.
Με τους υπόλοιπους τι
γίνεται; Με εκείνους που εμφανίζονται στη λαϊκή μόνο κάθε τέσσερα χρόνια, όχι
για να ψωνίσουν αλλά για να πουλήσουν ελπίδα και να ζητιανέψουν ψήφους· που
ξέρουν το μετρό μόνο από τις αφίσες· που δεν στριμώχτηκαν ποτέ στο λεωφορείο·
που δεν μέτρησαν ποτέ τα ψιλά στην τσέπη για να δουν αν τους φτάνουν για το
ψωμί και το γάλα της εβδομάδας· που δεν αναγκάστηκαν ποτέ να αρνηθούν στο εγγονάκι
τους το παγωτό· που δεν…
Με εκείνους, λέω, που
τσαλαπάτησαν τα δικά μου όνειρα, τι γίνεται; Εκείνους που με μια υπογραφή τους,
σε «ένα μόνο άρθρο» που δεν το είχαν διαβάσει κιόλας, έκλεψαν τις οικονομίες
μιας ζωής και τις χάρισαν στους Σκρουτζ του πλανήτη, σε τοκογλύφους που δεν
ξέρουν τι έχουν, δεν ξέρουν τι να τα κάνουν και δεν έχουν ανάγκη τις δικές μου
οικονομίες.
Εκείνους, λέω, που πάλι χαμογελάνε αναίσχυντα σε πανό, σε αφίσες, σε οθόνες και υπόσχονται ξανά.
Εκείνους, λέω, που πάλι χαμογελάνε αναίσχυντα σε πανό, σε αφίσες, σε οθόνες και υπόσχονται ξανά.
«Ουαί υμίν». Μη μου χαλάτε
τη διάθεση στον απογευματινό μου περίπατο. Έχω μνήμη ακόμα.
Έστριψα στον πεζόδρομο.
Τσαλαπατημένα φυλλάδια στο έδαφος, χαμένες ελπίδες μιας κοινωνίας που της έχουν στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο, ικέτευαν για ένα μου βλέμμα.
Τσαλαπατημένα φυλλάδια στο έδαφος, χαμένες ελπίδες μιας κοινωνίας που της έχουν στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο, ικέτευαν για ένα μου βλέμμα.
Συμμερίζονται άραγε τα
δικά μου τσαλαπατημένα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο, για μια δικαιότερη
κοινωνία;
Συμμερίζονται τη θλίψη μου πως πάλεψα «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη», όπως έγραψε κάποτε ο ποιητής;
Συμμερίζονται τη θλίψη μου πως πάλεψα «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη», όπως έγραψε κάποτε ο ποιητής;
Έκλεισα τα μάτια και συνέχισα
να βαδίζω σιωπηλός, ενώ ο Otis Redding σιγοσφύριζε στ’ αυτί μου:
I'm sittin’
on the dock of the bay, wastin’ time
Looks like
nothin’s gonna change
Everything
seems to stay the same
Θ. Μπελίτσος, 22/5/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου