Childhood's End (1) |
Στεκόμουν αμήχανος αντίκρυ στο πατρικό μου. Νόμισα πως
είχα στρίψει σε λάθος σοκάκι κι έκανα να γυρίσω πίσω στον κεντρικό δρόμο.
Είκοσι μήνες τυφεκιοφόρος σε τάγμα προφυλακής, χωμένος στα ορύγματα στα σύνορα
-«οι πρώτοι νεκροί, αν γίνει το μπαμ» λέγανε οι παλιοσειρές. Είκοσι μήνες ήταν
αρκετοί για να ξεχάσω το πατρικό μου σπίτι, άραγε;
Κι όμως η αρχική εντύπωση ήταν σωστή. Αυτό δεν ήταν το
σπίτι των παιδικών μου χρόνων.
Έλειπε η αμυγδαλιά!
-ο-ο-ο-
Όλοι κοιμόντουσαν. Μόνο ο Αρτέμης με έναν φακό προσπαθούσε
κάτι να διαβάσει. Εικοσιπεντάχρονος εξ αναβολής, σπουδαγμένος, μεγαλύτερος από
όλους εμάς τους εικοσάρηδες. Τον χαιρέτησα σιωπηρά με ένα χαμόγελο. Περπάτησα
άλλη μια φορά το θάλαμο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κοίταξα την ξυλόσομπα. Ήθελε ξύλα. Η
καλάθα δίπλα ήταν άδεια.
«Φτου να πάρει!», βλαστήμησα.
Φόρεσα τις αρβύλες, έβαλα το βαρύ τζάκετ, πήρα το σακί
και βγήκα έξω. Το παγερό αγιάζι με χτύπησε στα μούτρα, με ξύπνησε για τα καλά.
Γέμισα στα γρήγορα το σακί με τα παλιόξυλα που μας έφερνε ο προμηθευτής, ένας
απατεώνας που κονομούσε από το νταραβέρι με το στρατόπεδο. Λάδωνε το μάγειρα να
φτιάχνει χάλια φαγητό ώστε να το πετάμε στις βαρέλες. Κάθε απόγευμα ερχόταν και
τις φόρτωνε σε ένα βανάκι, ενώ δεκάδες αρουραίοι έτρεχαν πανικόβλητοι να
εξαφανιστούν. Με τα αποφάγια τάιζε τα γουρούνια που έτρεφε. Μια φορά την
εβδομάδα έσφαζε και έφερνε φρέσκο χοιρινό κρέας στη μονάδα. Ο σιτιστής,
μιλημένος, του πλήρωνε τα τρία-τέσσερα. Δηλαδή στα τρία κιλά χρέωνε τέσσερα και
τη διαφορά την μοιράζονταν. Απολυόταν σε ένα μήνα και μου είχε μιλήσει.
-Φαίνεσαι ξύπνιος, μου είπε. Θες να γίνεις σιτιστής; Θα
περάσεις κοτσάνι, θα βγάλεις και φράγκα.
Είδε που δίσταζα και μου έσκασε το μυστικό:
-Μη φοβάσαι, κι ο διοικητής βγάζει. Όλοι βγάζουν. Μην
ακούς τι λένε το πρωί στην αναφορά και την Παρασκευή στην Ε.Η.Δ.[2]
για το έθνος και την πατρίδα. Κουραφέξαλα! Μόνο για την πάρτη τους νοιάζονται.
-Δεν κάνω εγώ για τέτοια, του το ξέκοψα.
-Εσύ θα χάσεις, βλάκα! Ξανασκέψου το, επέμενε.
Δεν είχα να σκεφτώ τίποτε. Και να ’μαι τώρα θαλαμοφύλακας
γερμανικό νούμερο, δύο με τέσσερις το ξημέρωμα.
Τα χέρια μου ξύλιασαν από την παγωνιά μέχρι να βάλω καμιά
δεκαριά ξύλα στο σακί. Μπήκα στο θάλαμο. Έβαλα δύο χοντρά στην σόμπα. Συνήλθα
κάπως. Τράβηξα για το κρεβάτι μου. Ο Αρτέμης είχε αποκοιμηθεί με το φακό
αναμμένο. Τον έσβησα και τον ακούμπησα προσεκτικά δίπλα στο μαξιλάρι του, μη
τυχόν και τον σπάσει στον ύπνο του. Ο Αρτέμης ξεχώριζε. Προσπαθούσε να
παραμείνει ανεπηρέαστος από την στρατιωτική καφρίλα που μας πότιζαν ολημέρα.
-Ο φαντάρος δεν πεινάει, δεν διψάει, δεν νυστάζει,
στραβάδιααα!, έσκουζε συνέχεια ο επιλοχίας κι εμείς τρέχαμε, το χειμώνα στο
χιόνι, το καλοκαίρι στο λιοπύρι.
Πέφταμε με τη μούρη στο χώμα, στα αγκάθια, στη λάσπη, στα
σκατά. Γινόμαστε ζώα, ώσπου να λυπηθούμε για το χάλι μας, να σιχαθούμε τον
εαυτό μας, να βλέπουμε έτσι και τον εχθρό, σαν ζώο, να μη τον λυπόμαστε.
Αποκεφαλίζαμε αχυρένια σκιάχτρα, ξεκοιλιάζαμε σακιά με άμμο, κραυγάζαμε σαν
άγριοι, χάναμε την ανθρωπιά μας, αποχαιρετούσαμε τη νεανική μας αθωότητα, μέρα
με τη μέρα.
-Ο επιλοχίας κάνει καλή δουλειά, μας διαβεβαίωσε ο
διοικητής στην επιθεώρηση. Εκείνος -όρθια σανίδα δίπλα του- καμάρωνε σα γύφτικο
σκεπάρνι. Και πήρε θάρρος να συνεχίσει πιο σκληρά, μέχρι να μας κάνει
αγριάνθρωπους.
-Τρέξε γκάβακα! Νέους, πάρε πέντε ρε, γαμώ το σταυρό σου
που λουφάρεις, ακόμα δεν βγήκες από τ’ αβγό σου!
Μόνο ο Αρτέμης, με τα βιβλία και με τα περιοδικά του,
κρατούσε επαφή με την κανονική ζωή. Οι υπόλοιποι, κάτω από το στρώμα μας,
κρύβαμε αθλητικές φυλλάδες και τσοντοπεριοδικά. Του ζήτησα μια μέρα κάτι από
αυτά που διάβαζε. Μου έδωσε το “Αντί”. Πέρασα ένα διαφορετικό απόγευμα, αν και
πολλά άρθρα δεν μπόρεσα να τα καταλάβω. Μιαν άλλη φορά μου έδωσε τον “Πολίτη”.
Αυτό κι αν ήταν δύσκολο. Δεν κατάλαβα λέξη. Τα αγόραζε από το πρακτορείο τύπου
της μικρής κωμόπολης, που βγαίναμε έξοδο κάθε βδομάδα. Δανειζόταν και βιβλία
από την τοπική βιβλιοθήκη, όλα συγγραφέων με περίεργα ονόματα: Καντ,
Χάιντεγκερ, Μπέκετ, Γκράμσι κι από Έλληνες: Πουλαντζάς, Καστοριάδης. Τα έκρυβε
σε απίθανες κρυψώνες, διότι το άνοιγμα του στρατού στην κοινωνία που διακήρυττε
ο -και υπουργός Εθνικής Αμύνης- Ανδρέας Παπανδρέου, δεν είχε γίνει αποδεκτό από
το διοικητή του τάγματος προφυλακής που υπηρετούσαμε.
-Ρε Αρτέμη, έλεος! του είπα ένα βράδυ. Στα άγρια
μεσάνυχτα πώς μπορείς και διαβάζεις τέτοια βιβλία;
-Ταξιδεύει το μυαλό, φίλε μου, στο νόημα της ζωής,
απαντούσε με μια σιγουριά που με αφόπλιζε.
-Κάτι πιο λαϊκό, για το πόπολο, δεν έχεις; τόλμησα να
ρωτήσω μια νύχτα.
Χαμογέλασε.
-Όταν πάρω έξοδο, θα σου βρω κάτι, μη νοιάζεσαι, αφού θες
να παραμείνεις άνθρωπος. Αποχαιρέτα, πάντως, τη ζωή που ήξερες, με
προειδοποίησε, αλλά δεν του έδωσα πολλή σημασία.
Από τους πενήντα που ήμασταν στο θάλαμο, μόνον ένας
προσπαθούσε να βρει το νόημα της ζωής.
«Πώς να σωθεί ο κόσμος από έναν μόνο;» αναρωτήθηκα.
Θυμήθηκα μια γελοιογραφία που είχα δει παλιότερα, δεν θυμάμαι τίνος ήταν. Σε
μια σειρά ανθρώπων που κινούνταν σε πορεία προς την ίδια κατεύθυνση, ένας
περπατούσε αντίθετα και κάποιος του φώναζε: «άθλιε τρομοκράτη!»
«Μπορεί να σωθεί ο κόσμος από έναν μόνο;» Αδύνατον. Θα
τον αγνοήσουν, θα τον λοιδορήσουν, θα τον πουν γραφικό, θα τον χλευάσουν, θα
τον πολεμήσουν και τελικά θα τον σταυρώσουν. Έχει ξαναγίνει, άλλωστε. Και
ύστερα θα τον κάνουν βιβλίο, άγαλμα, εικόνα, τραγούδι. Θα διοργανώνουν φιέστες
στη μνήμη του. Θα μαζεύονται οι τοπικές αρχές· μεγαλόσχημοι λόγιοι θα τον
αποκαλούν πρωτοπόρο, ασυμβίβαστο, αδικαίωτο επαναστάτη και διάφορα τέτοια. Θα
τυπώνουν αφίσες και προσκλήσεις με το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, και κάτω-κάτω
δεν θα παραλείπουν να γράψουν: «Θα επακολουθήσει δεξίωση».
Φαντάστηκα μια τεράστια αφίσα με το σκίτσο του Αρτέμη σε
μια μεγάλη σάλα κι εμάς τα στραβάδια από κάτω, γύρω από τον μπουφέ, να
καμαρώνουμε μπουκωμένοι:
«Υπηρετήσαμε μαζί, στην ίδια διμοιρία!».
Ο σιτιστής, επί της υποδοχής, να σερβίρει καναπεδάκια στο
πλήθος και ο προμηθευτής να περιμένει να τελειώσει η δεξίωση για να πάρει τα
αποφάγια.
Το αθόρυβο ξυπνητήρι άρχισε να αναβοσβήνει: τέσσερις παρά
δέκα. Ήταν η ώρα να ξυπνήσω την επόμενη σκοπιά και τον δεκανέα αλλαγής.
Σηκώθηκα ξυπόλητος κι άρχισα να τους σκουντάω. Ένας, ένας, σιωπηλοί, με
μηχανικές κινήσεις φορούσαν τα άρβυλα, τη χλαίνη, το κράνος και στήνονταν στην
εξώπορτα. Γρανάζια υπάκουα. Ήρθε ο δεκανέας αλλαγής, τους μέτρησε και βγήκαν
έξω. Άφησαν την πόρτα ανοιχτή.
«Κωλόπαιδα», μουρμούρισα κι έτρεξα να την κλείσω πριν την
βροντήξει ο αέρας. Είχε πάει τέσσερις, ξύπνησα τον αντικαταστάτη μου, έβγαλα τα
άρβυλα και χώθηκα στις κουβέρτες. Ο δεκανέας γύρισε με τους σκοπούς που
τέλειωνε η βάρδια τους, το περίφημο «γερμανικό». Έβαλαν ένα κούτσουρο στην
σόμπα και τράβηξαν σιωπηλοί για τα κρεβάτια τους.
«Στρατιωτάκια, ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα», μου ήρθε στο
μυαλό το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά γύρω από τη γέρικη αμυγδαλιά καθώς τα
μάτια μου κλείνανε από τη νύστα.
-ο-ο-ο-
Σαν ξύπνησα στεκόμουν αμήχανος αντίκρυ στο πατρικό μου.
Αρχικά νόμισα πως είχα στρίψει σε λάθος σοκάκι κι έκανα λίγο πίσω. Είκοσι
μήνες τυφεκιοφόρος -«οι πρώτοι νεκροί, αν γίνει το μπαμ» λέγανε οι
παλιοσειρές. Είκοσι μήνες ήταν αρκετοί για να ξεχάσω το πατρικό μου σπίτι,
άραγε;
Παρουσιάστε! Εφ’
όπλου λόγχη! Παρά πόδα! Διατάξτε! Αποψίλωση, βολές, σχοινάκια, ναρκοθετήσεις,
λύσε-δέσε το Μ-1, έμαθα όλα όσα έπρεπε να ξέρει ένας αποφασισμένος δολοφόνος:
«Σκότωσε, πριν σε σκοτώσουν!».
Όσο κι αν προσπάθησε ο Αρτέμης με τα βιβλία του, τελικά η
ανάμνηση που με κράτησε άνθρωπο ήταν το πατρικό μου σπίτι. Η αυλή με τη μικρή
σκάλα που ανέβαινε ως την κεραμιδί πόρτα· οι γλάστρες με τον βασιλικό στο πρεβάζι· τα δυο παράθυρα στον θαλασσί τοίχο,
χρωματισμένα κεραμιδί κι αυτά, που άνοιγαν στον κόσμο την κάμαρα των γονιών και
τη δικιά μου.
Μα κυρίως η αγαπημένη αμυγδαλιά, ακριβώς έξω από το
παράθυρό μου: χιονισμένη από άνθη το χειμώνα, καταπράσινη την άνοιξη, γεμάτη
μύγδαλα το καλοκαίρι. Είκοσι μήνες ονειρευόμουν το πρωινό ξύπνημα από τα
δεκάδες σπουργίτια που τιτίβιζαν στους κλώνους της. Ονειρευόμουν το μεσημεριανό
τραπέζι κάτω από τον ίσκιο της· το λίκνισμα στην αιώρα που είχε κρεμάσει ο
πατέρας από το πιο δυνατό κλαδί της· τα χλωρά τσάγαλα που μάζευα για το γλυκό
που έφτιαχνε η μάνα· τα μύγδαλα που έσπαζα στο πεζούλι για την αμυγδαλόπιτα.
Ονειρευόμουν…
Ήταν το καθημερινό παιχνίδι μου, η διασκέδασή μου στα
χρόνια της ανεμελιάς. Είχα πιάσει τζιτζίκια σκαρφαλωμένος στα κλαδιά της. Είχα
σκαλίσει κομμάτια από το ξύλο της για να φτιάξω κουκλάκια, ζωάκια, παιχνίδια.
Είχα χαράξει στον κορμό της την πρώτη μου καρδιά με ένα βελάκι και δυο
γράμματα, ανάμνηση του πρώτου έρωτα, εφηβικού και ανολοκλήρωτου.
Κάτω από τον ίσκιο της αποχαιρέτησα τη μάνα πριν φύγω.
Κάτω από τον ίσκιο της περίμενα να με υποδεχτεί τώρα που γύριζα ύστερα από
είκοσι μήνες. Με αυτήν την λαχτάρα έστριψα από τον κεντρικό δρόμο του χωριού προς
το σοκάκι του σπιτιού μας. «Έστριψα λάθος», σκέφθηκα και έκανα να γυρίσω στον
κεντρικό δρόμο αλλά τα κεραμιδί παράθυρα, ο θαλασσί τοίχος, η μάνα που πρόσμενε
στην εξώθυρα με έπεισαν πως είχα στρίψει σωστά.
Κι όμως η αρχική εντύπωση ήταν σωστή. Αυτό δεν ήταν το
σπίτι των παιδικών μου χρόνων.
Έλειπε η αμυγδαλιά!
Στάθηκα αμήχανος. Βούρκωσα.
Θυμήθηκα τον Αρτέμη.
«Αποχαιρέτα, πάντως, τη ζωή που ήξερες…»
Η παιδική μου ηλικία, κομμένη από τη ρίζα, βαριανάσαινε
πεσμένη στο χώμα.
-ο-ο-ο-
[1] Πηγή: Childhood's End.
[2] Ε.Η.Δ.: «Εθνική
Ηθική Διαπαιδαγώγηση»
Θοδωρής Μπελίτσος
[Πορταριά Πηλίου, Ιούνιος 2017]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου