Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Η εκδρομή που πήγε Πολυτεχνείο

του Μπάμπη Κουρεμέτη*

Ομιλία στην εκδήλωση 
για την επέτειο του Πολυτεχνείου
Δευτέρα, 19/11/2018
Αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου Ελευσίνας


Μπάμπης Κουρεμέτης
Εν αρχή ήν η εκδρομή. Και δεν μιλάμε για τίποτα σπουδαίο, για λίγες μέρες και αν θα το καταφέρναμε, αν θα συμφωνούσε η Διεύθυνση, αν θα βρίσκαμε καθηγητές να αναλάβουν να μας συνοδεύσουν και τόσα άλλα αν. Δεν ήταν στα χρόνια μας καθιερωμένες οι πολυήμερες εκδρομές. Αποφασίσαμε να το προσπαθήσουμε. Με ποιά διαδικασία αναλάβαμε εμείς οι τρείς δεν θυμάμαι. Καταλαβαίνω για ποιό λόγο οι συμμαθητές διάλεξαν τον Μανώλη, ήταν, με διαφορά, ο καλύτερος μαθητής της τάξης και όταν θες να παρακαλέσεις τη διεύθυνση του Σχολείου για κάτι, καλό είναι το αίτημα να το παρουσιάσει ο καλύτερος μαθητής. Ο Θανάσης και εγώ δεν ανήκαμε στην αφρόκρεμα του σχολείου. Αλλά, τέλος πάντων, αυτό αποφάσισαν οι συμμαθητές και εμείς οι τρείς αναλάβαμε την υπόθεση “εκδρομή της Έκτης Τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας της χρονιάς 1973-1974”.



Η δική μας χρονιά, μαζί με την αμέσως προηγούμενη, του 72-73 ήταν οι τάξεις που έζησαν όλη την γυμνασιακή περίοδο μέσα στην χούντα. Ήμασταν μικρά παιδιά που γίναμε έφηβοι και μας σημάδεψαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής. Γιατί ζήσαμε τα μικρά έως και τεράστια προβλήματα που δημιούργησε αυτή η βίαιη αλλαγή στις οικογένειές μας, τους συγγενείς μας, την γειτονιά μας, την πόλη μας. Αμέσως με την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος 22 συμπολίτες μας οδηγούνται στην εξορία. Ανάμεσά τους η έγκυος Μαρία Μπουρλότου, ο μετέπειτα Δήμαρχος Μιχάλης Λεβέντης, ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Μίμης Θεοδώρου, όλη η ηγεσία του Εργατικού Κέντρου, Σταύρος Γκούμας, Χρήστος Σπυρόπουλος, ο Μήτσος Λατσούνης, εξάδελφος του πατέρα μου, όπως και ο ήρωας αξιωματικός του Ναυτικού Γαβρήλος Μανιάς ο οποίος, μαζί με άλλους αξιωματικούς μετά την ήττα το 1941 αρνήθηκαν να παραδώσουν τον Στόλο στους κατακτητές, όπως προέβλεπε η συμφωνία της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, και οδήγησαν τα πλοία στην Μέση Ανατολή. Δεν μπορούσαμε να είμαστε αδιάφοροι γιατί στην μικρή Ελευσίνα εκείνης της εποχής κάποιος από τους εξόριστους θα ήταν συγγενής ή οικογενειακός φίλος ή γείτονας, άρα δικός σου άνθρωπος. Ήταν ο βιβλιοπώλης μας, ο Γιώργος Μοναχολιάς, πατέρας του συμμαθητή μας Ανδρέα. Ήταν ο κρεοπώλης της γειτονιάς, ο κυρ- Γιώργος ο Σακελλαρίου. Ήταν ο τζαμάς της γειτονιάς ο Γιακουμής Ροδίτης. Από την Μάνδρα ο πρώην Δήμαρχος Μελέτης Στάθης και ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Νίκος Κόλλιας. Όλοι τους ήταν δικοί μας άνθρωποι άσχετα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός. Δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται από την Υπηρεσία τους ανάμεσά τους ο δάσκαλος μου στην έκτη Δημοτικού και Διευθυντής του 9ου Δημοτικού Σχολείου Παπαγαρυφάλλου. Άλλοι Δημόσιοι υπάλληλοι απομακρύνονται σε δυσπρόσιτες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές ζώντας, και αυτοί, μια άλλου είδους εξορία. Συμπολίτης πηγαίνει στο περίπτερο όπου γίνεται ο εξής διάλογος: “Το ΦΩΣ θέλεις Κωστάκη;” λέει ο περιπτεράς αστειευόμενος με τις ποδοσφαιρικές προτιμήσεις του Κωστάκη. “Όχι την ΑΥΓΗ” λέει ο Κωστάκης θεωρώντας ότι το αστείο του θα γίνει κατανοητό. Αλλά η χούντα είχε απαγορεύσει και τα αστεία. Πέρνα από το Στρατοδικείο και την φυλακή Κωστάκη να μάθεις να μην κάνεις αστεία.
Μία από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις, όχι μόνο στα όρια της Ελευσίνας αλλά για όλη την Ελλάδα έγινε στο Γυμνάσιό μας. Ο Νίκος Κυριαζέλος και ο Χρήστος Σίδερης, μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη, μπαίνουν νύχτα στο Σχολείο, μία από τις πρώτες ημέρες αν όχι τις πρώτες ώρες της δικτατορίας και γράφουν στους πίνακες των τάξεων συνθήματα κατά της Φρειδερίκης και κατά της χούντας. Ο Κυριαζέλος συλλαμβάνεται, τρώει άγριο ξύλο αλλά αντέχει και δεν αποκαλύπτει τον σύντροφό του. Η ασφάλεια προχώρησε σε συλλήψεις όσων Λαμπράκηδων δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Συλλαμβάνεται και ο Χρήστος Σίδερης ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη για να μην ταλαιπωρούνται άλλοι αδίκως. Οδηγούνται στο Στρατοδικείο όπου καταδικάζονται και καταλήγουν στις φυλακές. Το γεγονός, που πιθανότατα είναι η πρώτη αντιχουντική πράξη πανελλαδικά, χρειάστηκε χρόνια για να γίνει γνωστό και δεν έχει ακόμα καταγραφεί από την ιστορία της περιόδου.


Ήταν αδύνατο να μην έχεις στο περιβάλλον σου κάποιον που λίγο ή πολύ ήταν θύμα της χούντας. Όλοι, άλλωστε, ήμασταν θύματα δεδομένου ότι το στρατιωτικό καθεστώς επέβαλε βίαιη αλλαγή της καθημερινότητας και του τρόπου ζωής όλων και όχι μόνο των εξορίστων ή των αριστερών, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια για τον καθένα. Τρόμος και σιωπή επικρατεί παντού. Η βία, η αυθαιρεσία, ο λόγος του χωροφύλακα επικρατεί και μέσα στα σχολεία. Ξηλώνεται η σπουδαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανούτσου του 1964. Οι πρώτες χρονιές της χούντας βρίσκουν τις τάξεις των 70 και 80 μαθητών, χωρίς βιβλία, κυρίως της Ιστορίας και των Ελληνικών, μέχρι να γραφτούν τα καινούργια με “ελληνοχριστιανικό” περιεχόμενο. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να παραλαμβάνουμε βιβλία, στα οποία η πρώτη δουλειά μας ήταν, με την επίβλεψη των καθηγητών, να σκίζουμε κεφάλαια ολόκληρα τα οποία δεν είχαν το σωστό “εθνικό” περιεχόμενο. Καινούργια μαθήματα, με εθνικοπατριωτικό περιεχόμενο, προστίθενται, μεταξύ των οποίων η “Αγωγή του Πολίτη”. Τα σχολεία έχουν απογυμνωθεί από δημοκρατικούς καθηγητές και στις τάξεις είναι εμφανής η αγωνιώδης προσπάθεια να μην ξεφύγει καμιά συζήτηση από τον “σωστό δρόμο”. Από την εφεδρεία ανακαλείται η Γυμνασιάρχης Ελένη Βουραζέλη, σύζυγος του χουντικού ακαδημαϊκού Μαρινάτου, για να συγγράψει την Ιστορία της Βυζαντινής περιόδου της Ε' Γυμνασίου και να αναλάβει το Γυμνάσιο της Ελευσίνας. Γνωστή και ως κουκουβάγια γιατί μας επέβαλε να κρεμάσουμε στο πέτο μας κάτι κακοφτιαγμένα μεταλλικά σήματα με την κουκουβάγια τα οποία έπρεπε να φοράμε και εκτός σχολείου για να μας αναγνωρίζουν και να μας επιβλέπουν οι αρχές. Η παρέμβαση στην προσωπικότητα του μαθητή φτάνει μέχρι τα πιο απλά πράγματα, αδιανόητα για την σημερινή εποχή. Ο έλεγχος του μήκους του μαλλιού και της φαβορίτας είναι καθημερινός. Οι “μακρυμάλληδες”, δηλαδή όσοι έχουν μαλλί μακρύτερο των δύο εκατοστών, αποβάλλονται για δύο ημέρες και γίνονται δεκτοί πίσω στο σχολείο μόνο αν ελεγχθούν και βρεθούν ευπρεπώς κεκαρμένοι. Τα κορίτσια ελέγχονται για το μήκος της μπλε ποδιάς και εάν δεν είναι το πρέπον, το στρίφωμα ξηλώνεται. Μαθητές αποβάλλονται επειδή δεν δείχνουν τον δέοντα σεβασμό σε καθηγητές εκτός σχολείου. Ένας καθηγητής Νταλέκος δεν μου έδινε το ενδεικτικό της τρίτης Γυμνασίου γιατί φορούσα παντελόνι καμπάνα, αφού προηγουμένως μου είπε ότι είμαι ντυμένος σαν αλήτης. Πήγα σπίτι, άλλαξα παντελόνι και γύρισα. Τότε ανακάλυψε ότι ήμουν αξύριστος και με ξαναέστειλε σπίτι. Τελικά το ενδεικτικό το πήρε ο πατέρας μου. Τέτοιες αυθαίρετες συμπεριφορές ήταν η καθημερινότητα του σχολείου, όχι η εξαίρεση.

Σε αυτό το κλίμα αναλάβαμε να συγκεντρώσουμε λεφτά για την εκδρομή. Ξεκινήσαμε με μια κινηματογραφική προβολή η οποία πήγε πάρα πολύ καλά. Παίχτηκε η ταινία “Κατσαριδάκι αγάπη μου”. Είχαμε σχεδιάσει να παίξουμε μία άλλη ταινία, καλλιτεχνική, αλλά κάτι δεν πήγε καλά με την εταιρεία διανομής και τελικά παίξαμε αυτή την γνωστή κωμωδία. Μεγάλη επιτυχία. Βγάλαμε τα πρώτα λεφτά.

Αλλά δεν ήταν μόνο το σχολείο που διαμόρφωνε την ζωή μας. Στις τελευταίες τάξεις πια ήμασταν αρκετά μεγάλοι για να εισπράττουμε τα μηνύματα της κοινωνίας αλλά και να ζούμε μέσα σ' αυτήν, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο ο καθένας με τον τρόπο του. Γιατί η νεολαία δεν είναι μονοδιάστατη και δεν εκφράζεται ομοιόμορφα. Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ να την αντιμετωπίζουμε με γενικεύσεις και αφορισμούς. Προφανώς και δεν ήμασταν όλοι ίδιοι και προφανώς δεν είχαμε όλοι τις ίδιες απόψεις. Διαμορφώναμε τις προσωπικότητές μας επηρεασμένοι και από τις οικογενειακές μας παραδόσεις, τα ερεθίσματα που ο καθένας είχε αλλά και από την κοσμοαντίληψη που ο καθένας οικοδομούσε. Δεν θέλω να δώσω μια ψεύτικη εικόνα καθολικής αντίστασης αλλά, αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος και απληροφόρητος. Μαθαίναμε τα νέα για τον αναβρασμό που επικρατούσε στα Πανεπιστήμια από τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και τους γνωστούς. Ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά, είχαμε ένα επιπλέον κανάλι πληροφόρησης που ήταν τα Φροντιστήρια της Αθήνας στα οποία πηγαίναμε για να προετοιμαστούμε για τις εισαγωγικές στην τριτοβάθμια. Ουσιαστικά ζούσαμε μέσα στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Η Κάνιγγος, η Ακαδημίας, η Πανεπιστημίου ήταν γεμάτες φροντιστήρια αλλά και γεμάτες φοιτητές με τους οποίους ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή. Αλλά και τα στέκια μας ήταν ίδια. Το ταβερνάκι “Δούρειος Ίππος” στα Εξάρχεια, η καφετέρια “CIAO-CIAO” στην 3ης Σεπτεμβρίου, το “Κεντρικόν”, στην Πανεπιστημίου. Μια τρίχα να έπεφτε στα Πανεπιστήμια το μαθαίναμε αμέσως. Όπως επίσης είχαμε στα χέρια μας όλες τις προκηρύξεις και τις ανακοινώσεις που κυκλοφορούσαν από τις αντιστασιακές οργανώσεις και τους φοιτητικούς συλλόγους. Μάθαμε να ακούμε την Φωνή της αλήθειας, τον σταθμό του ΚΚΕ που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, την Ντόιτσε Βέλε από την Γερμανία, την Ελληνική Εκπομπή του BBC που μας μετέδιδαν τις απαγορευμένες ειδήσεις από την Ελλάδα αλλά και όλα τα νέα από τις κινήσεις που έκαναν οι έλληνες αντιστασιακοί στο εξωτερικό.

Μην φανταστείτε όμως ότι ήμασταν τίποτα μονοκόμματοι αγωνιστές με κρυμμένες προκηρύξεις στην φόδρα του μπουφάν και μολότοφ στην κωλότσεπη, προσηλωμένοι στην αντίσταση. Ήμασταν κανονικοί έφηβοι που ζούσαμε όλες τις μοναδικές χαρές που δίνει αυτή η ηλικία. Τα αγόρια κάναμε τις γνωστές αγορίστικες χαζομάρες και χοντράδες για να εντυπωσιάσουμε τα κορίτσια. Δίναμε μεγάλο αγώνα για να έχουμε έστω και μισό πόντο “μακρύ μαλλί” και τρία χιλιοστά μακρύτερη φαβορίτα. Κάποιοι πιο χαζοί απ' όλους τους άλλους αρχίσαμε το κάπνισμα για να αποδείξουμε ότι μεγαλώσαμε. Μετρούσαμε την καμπάνα στα παντελόνια να είναι πάνω από 21 πόντους και είχαμε αποκτήσει καβάτζες στο Μοναστηράκι για να προμηθευόμαστε γνήσια τζην Λη. Τα φιλάρεσκα κορίτσια, ντυμένες με τις ακριβές ποδιές Τσεκλένης από το ΜΙΝΙΟΝ, η τις ραμμένες από την μοδίστρα της γειτονιάς με τους τεράστιους γιακάδες, έδιναν αγώνα για να κλέψουν δύο πόντους πάνω από το γόνατο από το μήκος της ποδιάς και έφερναν στο Σχολείο στολισμένα με ζωγραφιές, καρδούλες και λουλουδάκια, τεράστια πολυσέλιδα λευκώματα στα οποία ανταλλάσσαμε κλεμμένα φιλοσοφικά αποφθέγματα και όρκους για αιώνια φιλία και αγάπη. Και ερωτευόμασταν. Με αυτούς τους εφηβικούς έρωτες που συνήθως τελειώνουν γρήγορα αλλά δεν πεθαίνουν ποτέ. Ήταν η περίοδος των πάρτι με την φωνή του Ανταμό και του Αλ Μπάνο, με τις κιθάρες του Σαντάνα και του Χέντριξ, με το βερμούτ και το Μαρτίνι Μπιάνκο, με τα παθιασμένα μπλουζ στο μισοσκόταδο. Καμιά φορά ανοίγαμε και κάποιο βιβλίο.

Είχαμε κάποιο χαρτζιλίκι στην τσέπη αφού, τα αγόρια τουλάχιστον, τα καλοκαίρια δουλεύαμε στα εργοστάσια της περιοχής ή στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ζούσαμε μια κανονική ζωή που είχε απ' όλα. Μπορεί το ένα βράδυ να ξενυχτούσαμε για να ακούσουμε από το ράδιο την Φωνή της αλήθειας και το άλλο βράδυ να ξενυχτούσαμε για να ακούσουμε από τον Σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης της Νέας Μάκρης την μετάδοση του αγώνα μποξ Κάσιους Κλέι-Τζο Φρέιζερ. Μπορεί το ένα βράδυ να κλεινόμαστε στα πιο κρυφά δωματιάκια για να ακούσουμε Θεοδωράκη και το επόμενο βράδυ να κλεινόμαστε στην ίδια κάμαρα για να ακούσουμε το Άμπεϋ Ρόουντ των Μπήτλς. Μπορεί το ένα βράδυ να χωνόμασταν σε μια συνέλευση στη Νομική και την άλλη μέρα να πηγαίναμε σε έναν αγώνα του Πανελευσινιακού. Μία από τις διαδρομές που είχαμε εντάξει στην διασκέδασή μας ήταν οι μπουάτ. Εκεί είχαμε γνωρίσει τα αστέρια του νέου κύματος που είχε ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 60. Κώστας Χατζής, Λάκης Παπάς, Μιχάλης Βιολάρης, Πόπη Αστεριάδη, Γιώργος Ζωγράφος. Ωραία τραγούδια, πολύ ζεστοί χώροι με 40-50 καθίσματα-πάγκους όπου ο ένας καθόταν κολλητά στον άλλον και φτηνά. Επιπλέον, το πρόγραμμα τελείωνε νωρίς και προλαβαίναμε στην Κουμουνδούρου το τελευταίο λεωφορείο στις 1 τη νύχτα, το λεγόμενο και “υπηρεσιακό” επειδή περνούσε μέσα από το Χαϊδάρι και τον Ασπρόπυργο.

Περνούν έξι μαύρα χρόνια και έρχεται η στιγμή που αποφασίζει ο Παπαδόπουλος να προχωρήσει στην ελεγχόμενη από τον ίδιο φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Ιούλιο του 1973 καταργεί την βασιλεία, αυτοανακηρύσσεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας με επταετή θητεία και λίγο μετά διορίζει Πρωθυπουργό τον παλαιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη με εντολή να προετοιμάσει τη χώρα για εκλογές στις οποίες θα έπαιρναν μέρος όσα κόμματα θα ενέκρινε το στρατιωτικό καθεστώς. Ανάμεσα στα άλλα που συμβαίνουν χαλαρώνει και η λογοκρισία. Βλέπουμε για πρώτη φορά την ταινία “Πισίνα” με τον Αλέν Ντελόν και την Ρόμι Σνάιντερ, με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, την οποία η λογοκρισία είχε απαγορεύσει επειδή υπήρχε μία σκηνή με την πρωταγωνίστρια γυμνόστηθη. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παίρνει άδεια να ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας “Ο Θίασος”. Και, για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια, αίρεται η απαγόρευση για 40 τραγούδια του Θεοδωράκη από αυτά που είχαν κυκλοφορήσει πριν το 67, τα ερωτικά και λιγότερο πολιτικά.

Με το που χαλάρωσε η λογοκρισία άνθισε η Πλάκα. Ο Μαρκόπουλος βγαίνει για πρώτη φορά στο κοινό. Έρχεται ο Ξυλούρης. Επιστρέφει ο Σαββόπουλος. Και, καταφθάνει ο Αντώνης Καλογιάννης από το Παρίσι. Ο Καλογιάννης είχε ξεκινήσει με τον Θεοδωράκη πριν την χούντα με μια περιοδεία στην Σοβιετική Ένωση. Ακολούθησε τον Μίκη στο εξωτερικό και κάνουν μαζί πάνω από 500 συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Μόλις χαλάρωσε η λογοκρισία έρχεται στην Πλάκα και τραγουδάει αποκλειστικά Θεοδωράκη. Και τα επιτρεπόμενα αλλά και τα απαγορευμένα τραγούδια.. Μεγάλη επιτυχία και βέβαια, τα παιδιά από της Ελευσίνα πού τα χάνεις πού τα βρίσκεις στον Καλογιάννη.

Και ξαναερχόμαστε στην εκδρομή. Κάποιος είχε την ιδέα: “Δεν κάνουμε μια συναυλία με τον Καλογιάννη να μαζέψουμε λεφτά για την εκδρομή;” Φάνηκε καλή η ιδέα. Πάμε στο καμαρίνι του και του το προτείνουμε. Ενθουσιάστηκε. Για πρώτη φορά θα ακουστούν τα τραγούδια του Μίκη σε ανοικτή συναυλία μετά από έξι χρόνια απαγόρευσης. Συμφωνούμε αμέσως. Η συναυλία αυτή θα είχε και συμβολικό χαρακτήρα γιατί ο Θεοδωράκης είχε ξεκινήσει το 1961 από την Ελευσίνα τις συναυλίες του εκτός Αθήνας. Θα ξεκινούσε και πάλι από την Ελευσίνα. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο ο Μίκης από το Παρίσι έκανε την δήλωση “Έχω έγκυρο διαβατήριο και οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αποφασίσω να πάρω το αεροπλάνο”, πράγμα που αιωρείτο στην ατμόσφαιρα και άφηνε την πιθανότητα να εμφανιστεί και ο ίδιος στην συναυλία. Κανείς δεν το έλεγε αλλά κάποιοι το σκεφτόμασταν. Αφού συμφωνήσαμε δώσαμε και μια προκαταβολή από τα λεφτά που είχαμε συγκεντρώσει με την ταινία. Ποσά δεν θυμάμαι, συγχωρήστε με, αλλά μην ξεχνάτε ότι έχουν περάσει 45 χρόνια και είναι η πρώτη φορά που προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε όσες μνήμες είναι ακόμα ζωντανές. Φτιάξαμε μια λίστα των τραγουδιών που θα παίζονταν στην συναυλία και ο Θανάσης ανέλαβε να την υποβάλει, ως διοργανωτής-μάνατζερ, στην Λογοκρισία. Η λίστα περιλάμβανε όλα τα απελευθερωμένα τραγούδια του Μίκη αλλά και πολλά από τα απαγορευμένα με παραποιημένους τίτλους. Ας πούμε το “Ένα το χελιδόνι”, λέει στον στίχο “Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή”. Γράφαμε στην λίστα “Άνοιξη ακριβή” - Δημοτικόν, αγνώστου συνθέτου, και άλλα τέτοια. Μια μέρα μας έφερε ο Θανάσης την άδεια με υπογραφή Σπύρος Ζουρνατζής, Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ. Ξέραμε τι συνέβαινε όπως και εκείνοι ήξεραν αλλά ήταν το κλίμα σχετικά ανεκτικό και η χούντα ήθελε μια ελεγχόμενη χαλάρωση.

Και ενώ ήταν όλα έτοιμα και έμενε μόνο να ορίσουμε την ημερομηνία της συναυλίας, γίνεται το Πολυτεχνείο. Τα είχαμε πάρει και εμείς οι “μικροί” τα μηνύματα, υπήρχε αναστάτωση σε σχέση με τις φοιτητικές εκλογές που ετοιμάζονταν να γίνουν, είχαν προηγηθεί οι δύο καταλήψεις της Νομικής, υπήρχαν συνεχόμενες συνελεύσεις και ξαφνικά, μια Τετάρτη βλέπουμε μια πορεία να κατεβαίνει από την Σόλωνος και να κατευθύνεται προς το Πολυτεχνείο. Τα φροντιστήρια άδειασαν όπως έγινε και την επόμενη και την Παρασκευή. Την οποία Παρασκευή ήταν ορισμένος να γίνει ο Έρανος του Ερυθρού Σταυρού. Προφανώς με εντολή άνωθεν μας ανακοινώνεται ότι στον Έρανο δεν θα πάει η Έκτη τάξη αλλά η Πέμπτη. Ο σκοπός ήταν ολοφάνερος, να μην την κοπανήσουμε και πάμε στο Πολυτεχνείο. Μετά από μια πρόχειρη συνέλευση αποφασίζουμε να κάνουμε “αποχή”. Ούτε την λέξη δεν γνωρίζαμε τότε αλλά αυτό έγινε. Πηδήξαμε τα κάγκελα και φύγαμε. Πολλοί. Μια μεγάλη ομάδα με το λεωφορείο πήγαμε στο Πολυτεχνείο, ομαδικά. Φτάσαμε στην είσοδο, δηλώσαμε ποιοι είμαστε και μπήκαμε μέσα. Σε λίγο ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα ότι στον χώρο του Πολυτεχνείου έχουν μπει μαθητές από το Γυμνάσιο της Ελευσίνας. Με δέος αλλά και ενθουσιασμό συμμετέχουμε στα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, γινόμαστε και εμείς μέρος τους. Συμμαθήτριες κάθονται σε πάγκους και γράφουν συνθήματα σε λευκά χαρτιά τα οποία άλλοι συμμαθητές ρίχνουν μέσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα και λεωφορεία. Άλλοι σταματούσαν τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ και έγραφαν πάνω στις επιφάνειές τους συνθήματα για να μεταφερθούν μέσω των δρομολογίων σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Άλλοι έφτιαχναν πανό και άλλοι με καθρέφτες προσπαθούσαν να τυφλώσουν τις κάμερες που ήταν στημένες στο απέναντι ξενοδοχείο. Σε μια στιγμή τα μεγάφωνα κάλεσαν όλους τους μαθητές που ήμασταν στον χώρο να συγκεντρωθούμε στο αμφιθέατρο Γκίνη. Πήγαμε. Υπήρχαν μαθητές από δέκα περίπου Γυμνάσια της Αττικής. Μας μίλησαν δύο κορίτσια. Πιθανολογώ, με βάση τις μορφές που γνωρίσαμε αργότερα ότι ήταν η Ιωάννα Καρυστιάνη και η Νάντια Βαλαβάνη. Αφού μας μίλησαν για τους σκοπούς της εξέγερσης και την ανάγκη να κινητοποιηθεί όλος ο λαός και να ξεπεραστούν τα φοιτητικά όρια, στο τέλος μας είπαν να ορίσουμε έναν εκπρόσωπο από κάθε σχολείο. Ένας συμμαθητής με έσπρωξε από τα πάνω σκαλιά του αμφιθέατρου λέγοντας “εσύ να πας”. Πήγα. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν την επόμενη μέρα να ξεσηκώσουμε όλα τα σχολεία. Αλλά δεν υπήρξε επόμενη μέρα.
Άλλοι συμμαθητές έμειναν μέχρι αργά, άλλοι έφυγαν και ξαναγύρισαν, άλλοι έμειναν απ' έξω για ώρες. Μεγάλο μέρος της Έκτης Τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας της χρονιάς 1973-1974 βρέθηκε στο Πολυτεχνείο έστω για κάποιες ώρες. Δεν τολμάω να αναφερθώ ονομαστικά γιατί δεν εμπιστεύομαι την μνήμη μου πια και φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να υπηρετήσω την ιστορική ακρίβεια. Αυτό πρέπει να γίνει αντικείμενο μιας σοβαρής ιστορικής έρευνας. Αργά το βράδυ της Παρασκευής από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να βγουν από τον χώρο του Πολυτεχνείου οι ανήλικοι και οι μαθητές. Μας έβγαλαν, σχεδόν υποχρεωτικά, από την πόρτα της Μπουμπουλίνας προς την πλευρά του Μουσείου. Έξω η Αστυνομία είχε αρχίσει την επίθεση στο συγκεντρωμένο πλήθος με σκοπό να διαλυθεί η συγκέντρωση ώστε να γίνει ανεμπόδιστα η επιχείρηση για την εκκένωση. Μας περίμεναν αστυνομικές δυνάμεις και παρακρατικοί με πολιτικά που μας βάρεσαν άγρια με γκλομπ και στειλιάρια. Σκορπιστήκαμε στα γύρω στενά, υπήρχε κυνηγητό, δακρυγόνα και πετροπόλεμος που κράτησε ώρες. Φωτιές και οδομαχίες σε όλους τους γύρω δρόμους. Τραυματίες παντού. Ξέραμε από νωρίς το απόγευμα ότι υπήρχαν νεκροί. Σιγά-σιγά μας απομάκρυναν και δεν βλέπαμε πια τι γίνεται στο Πολυτεχνείο. Πολύ αργά, Σάββατο πια, έφτασα στην Ελευσίνα χωρίς να ξέρω τι έχει γίνει. Ο σταθμός είχε σιγήσει. Το πρωί πήγαμε σχολείο. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν και το Σάββατο. Μπήκε στην τάξη μας η φυσικός Κατερίνα Σαπναδέλη αναστατωμένη και, δακρυσμένη, αναφέρθηκε στα γεγονότα. Μας έδωσε μια περιγραφή της Πύλης του Πολυτεχνείου και της εικόνας που είχε το κέντρο της Αθήνας το πρωί και μας είπε ανοικτά ότι υπάρχουν νεκροί. Μάθημα δεν έγινε, ασφαλίτες ήρθαν στο σχολείο και αργότερα βγήκε ο υπογυμνασιάρχης Στρίγκας και μας είπε να φύγουμε γιατί επιβλήθηκε πάλι στρατιωτικός νόμος και ότι από το ραδιόφωνο θα μαθαίναμε πότε θα συνεχιστούν τα μαθήματα.

Και με την εκδρομή τι γίνεται;
Αφού πέρασαν οι πρώτες ημέρες της λύπης, της οργής και της αγανάκτησης και αφού άρχισε η ζωή να ανακτά τα γνωστά σκληρά χουντικά χαρακτηριστικά, προέκυψε το ερώτημα, τι γίνεται με την συναυλία; Πού είναι ο Καλογιάννης; Πήγαμε στην μπουάτ, τον βρήκαμε εκεί, χωρίς να παίζει βέβαια. Μας είπε, “Παιδιά εγώ δεν έχω πάρει λεφτά από την προκαταβολή, τα έχω δώσει όλα στην ορχήστρα για τις πρόβες, επιστροφή δεν μπορεί να υπάρξει αλλά ας περιμένουμε και αν μαλακώσουν τα πράγματα θα την κάνουμε την συναυλία αργότερα”.
Ποια πράγματα να μαλακώσουν όμως; Καινούργια γενιά εξορίστων ξαναγέμισε την Γυάρο. Όσοι φοιτητές δεν φυλακίστηκαν, επέστρεψαν στους στρατώνες αφού διακόπηκε για άλλη μια φορά η αναβολή τους. Ο Καλογιάννης ξαναέφυγε για το Παρίσι. Η νέα χούντα του Ιωαννίδη ετοιμαζόταν για την εγκληματική προδοσία της Κύπρου. Ενημερώσαμε τους συμμαθητές για το πρόβλημα. Κάποιοι γκρίνιαξαν και άφησαν υπονοούμενα ότι είχαμε κάνει κακή διαχείριση. Ίσως και να εννοούσαν, χωρίς να τολμούν να το εκφράσουν ανοιχτά ότι τα είχαμε φάει τα λεφτά. Σε μια τέτοια συζήτηση ο Μανώλης το ξέκοψε σε έντονο ύφος: “Όσα λεφτά λείπουν θα τα βάλουμε εμείς από την τσέπη μας”.

Πέρασαν πάνω από δύο μήνες, κοντεύουμε στα τέλη του Ιανουαρίου του 1974. Ένα βράδυ γυρίζω σπίτι από το φροντιστήριο. Όλοι ξύπνιοι, πράγμα που δεν συνέβαινε ποτέ αφού ο πατέρας μου ξυπνούσε στις 4 το πρωί για την δουλειά του. “Ήρθε κάποιος από την Ασφάλεια και είπε αύριο να μην πας σχολείο και να πας στα γραφεία τους. Συμβαίνει κάτι που δεν ξέρουμε;”, ρώτησε ο πατέρας μου. “Όχι μπαμπά, δεν συμβαίνει κάτι που δεν ξέρετε”. Όλων μας το μυαλό πήγε στο Πολυτεχνείο. Οι γονείς μου είχαν πάντα μια ανησυχία αλλά ποτέ δεν με απέτρεψαν να κάνω αυτό που ήθελα. Όλοι ήξεραν ότι στην Ασφάλεια έπεφτε ξύλο αν και λεγόταν, εκείνη την εποχή, ότι στην Ελευσίνα έπεφταν κάτι “ψιλές”, το άγριο ξύλο έπεφτε στο στρατόπεδο των ΛΟΚ στον Ασπρόπυργο. Προετοιμαστήκαμε για τα χειρότερα. Κανείς στο σπίτι δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.
Πάντως, ξύλο δεν έφαγα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να με δείρουν άλλωστε αφού όσες ερωτήσεις μου έκαναν τις απάντησα όλες. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν για το Πολυτεχνείο. Όλες οι ερωτήσεις αφορούσαν τα λεφτά της εκδρομής. “Πού συναντιόσασταν με τον Καλογιάννη;” Στην μπουάτ. “Ποιος άλλος ήταν μαζί του;” Η ορχήστρα. “Τα ονόματα της ορχήστρας;” Μάκης, Τάκης, Λάκης ας πούμε. “Πότε του δώσατε τα λεφτά;” Ένα βράδυ δεν θυμάμαι ακριβώς ποιο. “Ποιος άλλος ήταν μαζί του όταν του δώσατε τα λεφτά;" Η ορχήστρα. Έβγαινε ο ένας έμπαινε ο άλλος, ξανά οι ίδιες ερωτήσεις. Σε μια στιγμή μπήκε ένας πιο άγριος που με έβρισε “μαλακισμένο κωλόπαιδο” αλλά χέρι δεν σήκωσε. Βαρέθηκαν και πριν το μεσημέρι με άφησαν ελεύθερο. Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου φόρεσε το κουστούμι και την γραβάτα και ήρθε στο Σχολείο. Η Γυμνασιάρχης Γκίνη του είπε, “Εγώ δεν ξέρω τίποτα κύριε Κουρεμέτη, ρωτήστε τον κ. Στρίγκα”. Αυτό δεν ήταν καλό μήνυμα γιατί ο Στρίγκας ήταν ο άνθρωπος της Ασφάλειας στο σχολείο. “Τώραααα; Δεν γίνεται τίποτα. Τι να σου κάνω άνθρωπέ μου, αυτοί μάζεψαν λεφτά για τους κομμουνιστάς. Ό,τι αποφασίσει ο Σύλλογος των καθηγητών”. Αυτή ήταν η απάντηση του κ. Υπογυμνασιάρχη.

Ο μπαμπάς μου δούλευε σε μία επιχείρηση που διατηρούσε και διατηρεί μεγάλη πολιτική οικογένεια στην περιοχή μας, ισχυρή οικογένεια ανεξαρτήτως εποχής. (Στα παιδικά μου χρόνια έχω παίξει στις λάσπες και τα χώματα με μετέπειτα Πρωθυπουργό, εκείνος φορούσε λουστρίνια κι εγώ πάνινες ελβιέλες). Μόλις τέλειωσε η συζήτηση με τον Στρίγκα, πήρε το λεωφορείο και πήγε στα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης. “Κυρ-Αλέκο ο γιος μου έχει πρόβλημα”. Του εξήγησε. Το αφεντικό σήκωσε το τηλέφωνο και μίλησε με κάποιον τον οποίο αποκάλεσε “Υπουργέ μου”. Ο άλλος δεν το ήξερε το θέμα, μίλησαν για λίγα λεπτά. Κλείνει το τηλέφωνο ο κυρ-Αλέκος και λέει στον πατέρα μου, “Εντάξει Νικήτα, θα τους ρίξουν τρεις μέρες αποβολή και τέλος. Έληξε το θέμα”.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, αξημέρωτα, το αφεντικό πήρε την Μερσεντές με τον οδηγό και ανέβηκε στην Οινόη όπου ήταν το εργοτάξιο της Επιχείρησης. “Νικήτα, είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα. Τους κατηγορούν ότι ανήκουν σε παράνομη οργάνωση και ότι χρηματοδότησαν τους κομμουνιστές με λεφτά του σχολείου. Αν δεν ήταν ανήλικοι θα τους πήγαιναν στρατοδικείο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα”.

Όντως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και, όντως, το γλιτώσαμε το Στρατοδικείο. Ακολούθησε η συνεδρίαση του Συλλόγου των καθηγητών με την παρουσία της Ασφάλειας. Έγινε ψηφοφορία, ας την πούμε έτσι, γιατί τίποτα δεν έγινε σύμφωνα με τους τύπους, ούτε καταγράφηκε επίσημα στα βιβλία του Σχολείου η υπόθεση. Όπως μάθαμε πολύ αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, το σύνολο των καθηγητών ήταν υπέρ της οριστικής αποβολής και των τριών μας από το Γυμνάσιο της Ελευσίνας εκτός από μία καθηγήτρια.
Αυτή η μία “δική” μας ήταν η καθηγήτρια Φυσικής, η σχεδόν συνομήλική μας Καίτη Σαπναδέλη. Να είναι πάντα καλά. Η Καίτη είναι η απόδειξη ότι ακέραιοι άνθρωποι με αρχές πάντα θα υπάρχουν, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες.

Στις 2 Φεβρουαρίου του 1974, τρεις μαθητές της Έκτης τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας, ο Μανώλης Μανουδάκης, ο Θανάσης Μπενετάτος και ο Μπάμπης Κουρεμέτης φύγαμε για τα νέα μας σχολεία.

Με την ευκαιρία αυτής της εκδήλωσης κάνω έκκληση στις αρχές της πόλης και της περιφέρειας να κάνουν ό,τι πρέπει για να γραφτεί η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Ήδη οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να δώσουν μαρτυρίες για την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφύλιου έχουν χαθεί. Σε λίγο θα έχει χαθεί και η γενιά της Δικτατορίας.

Θέλω να ευχαριστήσω τον Δήμο που βοήθησε και με τις τρεις υποστάσεις του να θυμηθούμε αυτά τα γεγονότα. Να ευχαριστήσω επίσης τον Γιάννη Φιλίππου που είχε την ιδέα και την ακούραστη επιμονή να γίνει αυτή η εκδήλωση. Να ευχαριστήσω όσους δούλεψαν μαζί με τον Γιάννη για την επιτυχία αυτής της εκδήλωσης. Ευχαριστώ πολύ την αγαπημένη μας Καίτη Σαπναδέλη για τη στάση που κράτησε τότε και για την αγάπη που μας δείχνει μέχρι και σήμερα, να είναι πάντα καλά.

Σας ευχαριστούμε πολύ όλους που μας τιμήσατε και μην ξεχνάτε, όπως έχει πει ο Πάμπλο Πικάσο. “Η νεότητα δεν έχει ηλικία”.

*Ο Μπάμπης Κουρεμέτης, πρώην εργαζόμενος στο Δήμο Ελευσίνας, 
είναι αρθρογράφος-δημοσιογράφος.



2 σχόλια:

  1. Σε ευχαριστώ πολύ Θοδωρή που φιλοξένησες στην όμορφη γωνιά σου το χρονικό της χούντας και του Πολυτεχνείου όπως το έζησε ένας έφηβος. Να είσαι πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ωραίο κείμενο! Ευχαριστούμε πολύ Θοδωρή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή