-Παρακαλώ; ρώτησε μια συμπαθητική γυναικεία φωνή, μάλλον ηλικιωμένης κυρίας.
-Καλησπέρα, για την αγγελία σας παίρνω, απάντησα αμήχανα, χωρίς να ξέρω τι να πω.
Είχα καλέσει πιο πολύ από περιέργεια παρά για να απαντήσω. Μου αρέσει να χαζεύω τις μικρές αγγελίες, όχι όσες αφορούν ακίνητα, αυτοκίνητα και τα παρόμοια, αλλά τις κάπως ιδιόρρυθμες. Είναι μια μορφή διασκέδασης κι αυτή, κάτι σαν άσκηση του μυαλού. Αντί να λύνω σταυρόλεξα ή σουντόκου, εντοπίζω παράξενες ανακοινώσεις και προσπαθώ να αναπαραστήσω το περιβάλλον που τις γέννησε. Κάπως έτσι, στην κατηγορία «Απολεσθέντα», εντόπισα την πιο αινιγματική αγγελία που είχα συναντήσει ποτέ:
«Χάθηκε ο Άγιος Βασίλης. Ο ευρών θα αμειφθεί, τηλ. 697…»
Ήταν δημοσιευμένη στο τελευταίο φύλλο του έτους, με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου, της Εφημερίδας των Αγγελιών. Δηλαδή, σύμφωνα με την αγγελία, παραμονή της πρωτοχρονιάς είχε χαθεί ο Άγιος Βασίλης. Την διάβασα ξανά με απορία και προσπάθησα να καταλάβω τι ακριβώς είχε χαθεί. Κάποιο ζωάκι, σκύλος ή γάτος που τον φώναζαν Αγιοβασίλη; Κάποιο παιχνίδι ίσως; Ένας φουσκωτός ή ένα κουκλάκι Άη Βασίλης ή μήπως ένας από αυτούς που κρεμούν στα μπαλκόνια να ανεβαίνει μια σκάλα; Κοίταξα προσεκτικά μήπως η αγγελία είχε κακοτυπωθεί και συνεχιζόταν σε επόμενη γραμμή αλλά τίποτε. Τότε αποφάσισα να τηλεφωνήσω.
-Λοιπόν, τον βρήκατε; Με ρώτησε η ηλικιωμένη φωνή, διακόπτοντας τη σκέψη μου.
-Κοιτάξτε, εγώ δεν…, ξερόβηξα.
-Για τον Άη Βασίλη, δεν καλέσατε; Επέμεινε η συμπαθητική κυρία.
-Ναι. Όμως, τι ακριβώς χάσατε, κάποιο παιχνίδι «Αγιοβασίλη»; Αποφάσισα να ρωτήσω.
-Όχι, κύριε! Ξαφνικά η φωνή πήρε αυστηρό ύφος. Το γράφουμε ξεκάθαρα «Χάθηκε ο Άγιος Βασίλης!». Και τον αναζητάμε. Τελικά, τον έχετε βρει ή σπαταλάτε την ώρα μου;
-Ποιον να έχω βρει, τον ίδιο τον Άγιο Βασίλη; Όχι βέβαια! απάντησα κάπως ειρωνικά.
-Πολύ ωραία, λοιπόν! Η φωνή ξαναπήρε το συμπαθητικό χρώμα της. Ελάτε να πάρετε την αμοιβή σας. Οπωσδήποτε απόψε, ακριβώς στις οκτώ, στην οδό Λ... αριθμός 23.
Έκλεισε απότομα την γραμμή και γω απόμεινα να κοιτώ το ακουστικό με απορία. Μέχρι το βράδυ δεν είχα αποφασίσει αν θα πήγαινα ή όχι. Τελικά, επικράτησε η περιέργεια που είχα να ξεδιαλύνω αυτή την παράξενη ιστορία και λίγο πριν από τις οκτώ βρισκόμουν στην οδό Λ… 23. Βρήκα μια πέτρινη μονοκατοικία, με βαριά ξύλινη πόρτα. Κουδούνι δεν υπήρχε ούτε ρόπτρο για να χτυπήσω. Κι ενώ απορούσα πώς θα μπω, στις οκτώ ακριβώς ένας κούκος, που βγήκε από ένα ξύλινο ρολόι, άρχισε να μετρά τις ώρες και η πόρτα άνοιξε.
Με υποδέχθηκε μια χαμογελαστή κυρία με γνώριμη φυσιογνωμία, την οποία κάπου την είχα ξαναδεί αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πού. Μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω στον μισοσκότεινο διάδρομο. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν μισάνοιχτες πόρτες που οδηγούσαν σε διάφορα δωμάτια. Από μέσα ακούγονταν παράξενοι ήχοι. Θα ορκιζόμουν πως άκουσα βελάσματα κατσικιών, ένα νιαούρισμα γάτας, γρυλίσματα γουρουνιών, παιδικές φωνούλες, μια φλογέρα κι άλλους περιέργους ήχους.
-Πού βρίσκομαι; Ψιθύρισα.
-Στο Σπίτι των Χαμένων Παραμυθιών, απάντησε με χαμόγελο η ηλικιωμένη κυρία, που φαίνεται πως είχε πολύ καλή ακοή και άκουσε το ψιθύρισμά μου. Σε κάθε δωμάτιο υπάρχει ένα παραμύθι, συνέχισε. Μόλις περάσαμε τα Εφτά Κατσικάκια, εκεί είναι ο Παπουτσωμένος Γάτος, πιο πέρα τα Τρία Γουρουνάκια, οι Εφτά Νάνοι με τη Χιονάτη και απέναντι ο Μαγεμένος Πρίγκιπας-Βάτραχος. Στα επάνω διαμερίσματα έχουμε την Ωραία Κοιμωμένη, τον Κοντορεβιθούλη, την Σταχτοπούτα, τον Μαγικό Αυλό, το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, την Τοσοδούλα, τη Ραπουνζέλ, τον Πινόκιο και άλλα πολλά. Στο πιο ζεστό δωμάτιο κοιμάται ο Βασιλιάς που είναι γυμνός. Στην αποθήκη της αυλής είναι ο Τζακ με τη φασολιά του και στη λιμνούλα του κήπου η Μικρή Γοργόνα.
-Και σεις ποια είστε;
-Είμαι η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας, απάντησε χαμογελώντας.
-Ορίστε; Απόρησα καθώς συνειδητοποίησα από πού μου ήταν γνώριμη η συμπαθητική φυσιογνωμία της ηλικιωμένης κυρίας.
-Σε λίγο θα τα καταλάβετε όλα, κάντε λίγο υπομονή.
Περάσαμε κι άλλους διαδρόμους, διασχίσαμε μια μεγάλη κάμαρα, ανεβήκαμε δυο σκάλες και καταλήξαμε στη σοφίτα. Εκεί βρήκαμε δυο ελαφάκια με λυπημένο βλέμμα, που κάθονταν ήσυχα δίπλα σε ένα έλκηθρο κοντά στο τζάκι και μασουλούσαν μήλα.
-Σας τον έφερα! Με παρουσίασε με χαρά η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας στα ελαφάκια κι εκείνα χοροπήδησαν ενθουσιασμένα χτυπώντας τα κουδουνάκια που κρέμονταν στο λαιμό τους.
-Τι εννοείτε; Απόρησα.
-Μα, ακόμα δεν καταλάβατε; Στο σπίτι έχουμε συγκεντρώσει όλα τα παραμύθια του κόσμου αλλά χάθηκε ο Άγιος Βασίλης. Το έλκηθρο ήρθε μόνο του. Ποιος θα μοιράσει τα παραμύθια στα παιδιά; Γι’ αυτό βάλαμε την αγγελία.
-Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι ο Άγιος Βασίλης.
-Αυτό διορθώνεται εύκολα, αρκεί να βάλετε τη στολή, απάντησε με καλοσύνη, ενώ με βοηθούσε να φορέσω το πανωφόρι του άγιου και να φορτωθώ το σάκο, κάτι που έκανα χωρίς αντίρρηση.
-Ο σάκος είναι άδειος, ψέλλισα. Δεν έχει παιχνίδια. Τι θα μοιράσω στα παιδιά;
-Τα παιδιά δεν θέλουν παιχνίδια, μου απάντησε ήρεμα, έχουν μπόλικα. Δεν έχεις δει πως παρατούν αμέσως το δώρο αλλά συνεχίζουν να παίζουν με το κουτί. Αγάπη θέλουν. Να τους αφιερώσεις χρόνο θέλουν. Να κάτσεις δίπλα τους θέλουν και να τους πεις ένα παραμύθι. Να νιώσουν ζεστασιά και να τους δώσεις την ευκαιρία να ονειρευτούν. Αυτό θέλουν. Από τότε που φάνηκε ο Santa Claus με τα τεράστια, πολύχρωμα, καλοτυλιγμένα πακέτα, ο ταπεινός Άη Βασίλης εξαφανίστηκε. Μαζί του χάθηκαν τα παραμύθια, χάθηκαν και τα όνειρα
-Αχ ήρθε, μπράβο! Φώναξε η εγγονή της με το γνωστό κόκκινο σκουφί που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο. Άρχισε να χτυπά παλαμάκια από τη χαρά της. Πάω γρήγορα να ετοιμαστώ, είπε κι εξαφανίστηκε.
-Να πάει πού; Απόρησα.
Η γιαγιά έπνιξε έναν αναστεναγμό και συνέχισε.
-Πριν λοιπόν λησμονηθούμε για πάντα, μαζευτήκαμε όλα τα παραμύθια σε αυτό το σπίτι. Και κάθε πρωτοχρονιά ψάχνουμε έναν Άη Βασίλη για να μας μοιράσει στα παιδιά. Απόψε όλα τα παιδιά θα ονειρευτούν τον Άη Βασίλη. Η δική σου δουλειά είναι να διαλέξεις ένα παραμύθι για το καθένα και να του κάνεις παρέα στο όνειρό του.
Καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα κι ετοιμαζόμουν να ανεβώ στο έλκηθρο, κάτι θυμήθηκα.
-Συγγνώμη, στην αγγελία γράφατε «Ο ευρών θα αμειφθεί». Το εννοούσατε πραγματικά πως υπάρχει αμοιβή ή απλά το βάλατε για να ενδιαφερθεί κάποιος;
-Φυσικά και το εννοούσαμε αγαπητέ μου Άη Βασίλη, απάντησε με χαμόγελο η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Θα λάβετε την μεγαλύτερη αμοιβή που μπορεί να απολαύσει κανείς σε αυτόν τον κόσμο. Την αγάπη των παιδιών.
Θοδωρής Μπελίτσος, Ν. Σμύρνη
Πλέοντας προς την Πρωτοχρονιά του 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου