Αλέξανδρος Χουλιαράς |
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας*
Συνήθως στη βιβλιοπαρουσίαση ή βιβλιοκριτική αναφέρεται κάποιος σε ένα βιβλίο. Ο Αλέξανδρος Χουλιαράς με ρυθμό πολυβόλου εξέδωσε μέσα στο έτος τρία βιβλία, ένα ποιητικό, «ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ», και δύο πεζά, «ΦΥΤΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ - άγρια και ήμερα» και «ΖΩΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ - άγρια και ήμερα».
Ο Αλέξανδρος Χουλιαράς είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, με κύρια αντικείμενά του την παλιά ζωή της πατρίδας του Ευρυτανίας, την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή στα χρόνια της χειρωνακτικής περιόδου, την φύση της πατρίδας του με την πανίδα, τη χλωρίδα, και τα φυσικά φαινόμενα, που έζησε ως παιδί και μελέτησε ως ενήλικας.
Ο Χουλιαράς παρακολούθησε με πόνο καρδιάς όλη την κοσμογονική αλλαγή που συντελέσθηκε τις τελευταίες ιδίως δεκαετίες στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Έζησε στο πετσί του αυτές τις αλλαγές, τις μελέτησε, και έχει όλη την επάρκεια και ως ειδικός επιστήμονας, αλλά κυρίως ως «εμπειρογνώμονας ζωής», να τις καταγράψει και να προτείνει λύσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη ως αντίποδα στην ερημοποίηση της υπαίθρου και στην μετάλλαξη της κοινωνικής ζωής.
Γράφει ασταμάτητα, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί στον τύπο, δημοσιεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γράφει για το νοικοκυριό του Ευρυτάνα, γράφει Ευρυτανικές ιστορίες, γράφει για το κεφαλοχώρι Κρίκελλο, τη γενέτειρά του, γράφει για τις στράτες, τα βουνά, τα ποτάμια, τα λαγκάδια, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά. Γράφει για τα παραμύθια και τους θρύλους, για τα έθιμα. Γράφει για τις εργασίες των παλιών Ευρυτάνων, για τα σπίτια τους, τις στάνες τους, τα φαγητά τους, για το ψωμί τους, για τις δυσκολίες τους, για τα φαρμάκια τους και τις χαρές τους. Γράφει για τα παπούτσια τους, τα ρούχα τους, τα εργαλεία τους. Συλλέγει εργαλεία για να φτιάξει λαογραφικό μουσείο.
Αλέξανδρος Χουλιαράς |
Γράφει για όλα όσα θυμάται από τότε που ήταν βουκολόπαιδο, γαυριάς, μέχρι τώρα που αντικρίζει στο βάθος, το ηλιοβασίλεμα της ζωής. Όμως δε γράφει μόνο αυτά. Γράφει για την κοινωνία, τον ενδιαφέρει η πολιτικοκοινωνική εικόνα, η ζωή των ανθρώπων, η Ελληνική κακοδαιμονία, τα πώς και τα γιατί της. Ψάχνει την αλήθεια μόνος του, με τα δικά του μέσα, με τις δικές του προσλαμβάνουσες, αποδιώχνοντας κάθε δογματισμό και κάθε δοτό στερεότυπο. Αναλύει, συμπεραίνει, ή αδυνατεί να συμπεράνει, πατεί στέρεα ή αναθεωρεί, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται.
Διαβάζει ασταμάτητα, δεν τον ενδιαφέρουν οι δημόσιες σχέσεις, δεν καταναλώνει το χρόνο του σε ανούσια πάρε - δώσε. Αδυνατεί να παραστήσει το νάνο και τζουτζέ ανάμεσα στους νάνους, έτσι αντιδραστικά και οι διάφοροι θεσμικοί νάνοι κάνουν πως «αγνοούν» το πνευματικό του ανάστημα.
Έχει στην πνευματική του φαρέτρα τα όπλα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της εκκλησιαστικής παιδείας, αλλά και της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το γράψιμό του θέλγει με τα περίτεχνα λεκτικά πλουμίδια, την ευωδιά και το χρώμα του γλωσσικού του λειμώνα, αλλά και με τις ολοζώντανες περιγραφές. Ο Χουλιαράς είναι ένας μαγγανευτής του λόγου, και έτσι είναι σε όλα του τα βιβλία.
Γράφει και ποιήματα. Έχει γράψει αρκετές ποιητικές συλλογές («Στίχοι», «Τα τραγούδια των παιδιών μου», «Τρίηχα», «Σημεία φυγής» «Απόμυθοι», «Ποιητικά»), με τελευταία εκδοθείσα τα «Νυχτερινά».
"Νυχτερινά" (ποίηση)
Σε ένα σημείωμά του προς εμένα, σε συζήτηση για την ποίηση, με αφορμή τα «ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ», γράφει: «Είναι σχεδόν όλα μεταμεσονύχτια δημιουργήματα. Εγώ έλυσα την πολιορκία των ομοιοκαταληξιών και των συμβατικών μέτρων και συ κατέβασες τον πήχη των υπερρεαλιστικών σου ακροβασιών. Έτσι κάπου αχνοσμίξαμε από πλευράς μορφής και περιεχομένου».
Τα ποιήματα είναι μικρά, τηλεγραφικά, σχεδόν αφοριστικά. Με λόγο λιτό, κοφτό, με περιεχόμενο πολύ ψαγμένο και φιλοσοφημένο. Απήλαυσα πραγματικά την ψυχρή τους λάμψη και διέκρινα ολοκάθαρα την αστραπιαία έκρηξη της δημιουργικής σκέψης. Μπήκα στον πειρασμό να τα μετρήσω, είναι 344 ποιήματα.
Ο ποιητής γράφει για τη νύχτα και τα πλάσματά της, χαροπούλια, γρύλους, φαντάσματα, νεράιδες, δαίμονες, αλλά και τον ίδιο ως μέλος του σκοτεινού της κόσμου. Γράφει για τις εποχές που εναλλάσσονται, για τα όνειρα, για τις ελπίδες, μάταιες, φρούδες, ή βάσιμες, για το φεγγάρι, για τις ολονύκτιες αγωνίες, και το παυσίλυπο αλκοόλ. Μέσα απ’ τα τελεσιγραφικά ποιήματά του περνά όλος του ο βίος, από τότε που βοσκάκι φύλαγε τα ζώα τους στα λιβάδια του Κρίκελλου, μέχρι τώρα που ώριμος πια κάνει τον απολογισμό του. Η ποιητική της γλώσσας ξεκινά πάντα απ’ την απτή πραγματικότητα. Κατοπτεύει τη ζωή μέσα από ένα ιδιόχειρο φιλοσοφικό πρίσμα. Μας κάνει κοινωνούς στις σκέψεις του, στον υπαρξιακό του αγώνα και στην υπαρξιακή του αγωνία.
Η γοητεία της ποίησης, που ο καθένας την εισπράττει και την μεταβολίζει με τα δικά του μέτρα, με τα δικά του κριτήρια. Τα ποιήματα του Χουλιαρά στην πλειοψηφία τους έχουν στόχο, χωρίς να σε οδηγούν υποχρεωτικά και στο συμπέρασμα, είναι βαθιά χωρίς να χάνεσαι στη μετάφραση, είναι δύσκολα χωρίς να παραληρούν, ούτε να παριστάνουν τον τρελό ιερέα μαντείου, είναι απρόβλεπτα αλλά με μπούσουλα, είναι διδακτικά χωρίς να παριστάνουν το δάσκαλο, και είναι ωραία χωρίς να είναι ωραιοπαθή.
"Φυτά του Βουνού: άγρια και ήμερα"
Στο δεύτερο βιβλίο του «ΦΥΤΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ - άγρια και ήμερα», ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την «προσωπικότητα» 130 φυτών και δέντρων, όπως την γνώρισε ο ίδιος, εκ πείρας, ως δραστήριος εργάτης της φύσης, στις διάφορες φάσεις της ζωής του.
Ο συγγραφέας αναφέρεται στα φυτά με σεβασμό και αγάπη, ως εάν είναι άτομα, ή πρόσωπα. Κίνητρό του η αγάπη για το φυσικό περιβάλλον, και στόχος του η μετάδοση της γνώσης του ιδίως στους νεότερους, για να έχουν μια κάπως πιο καθαρή εικόνα των ειδών, που έθρεψαν, εξυπηρέτησαν, φιλοξένησαν στον ίσκιο τους γενιές και γενιές, ομορφαίνοντας τη ζωή τους. Ο Χουλιαράς ξέρει, όπως ήξεραν και οι ινδιάνοι, ότι δεν κληρονομούμε απλά τη γη από τους προγόνους μας, αλλά ότι τη δανειζόμαστε από τα παιδιά μας. Ο συγγραφέας είναι ο πρώτος μεγάλος εθνοβοτανολόγος, και οικολόγος, πριν την ανακάλυψη της εθνοβοτανικής και της οικολογίας.
Πιάνει τα φυτά ένα - ένα, από τα αιωνόβια δέντρα, ως το πιο ταπεινό χορτάρι, τα εξετάζει, τα αναλύει, τα ονοματίζει με την μοναδική επίσημη επιστημονική ονομασία του, και με τις πάμπολλες λαϊκές, στην Ευρυτανία και στις άλλες ελλαδικές περιοχές. Τα εξομολογεί διά της αγάπης. Κι αυτά που ξέρουν πως τα αγαπά, του ξανοίγονται, του λένε τα μυστικά τους.
Άγρια δέντρα και θάμνοι, αγκάθια, αγριόχορτα, αγριολούλουδα, μυριστικά, αγριολάχανα, βολβοί, βοτάνια, ήμερα δέντρα, σιτηρά και όσπρια, λαχανοκηπικά, αρωματικά, σαλατικά, ανθοκηπικά, κλπ, όλα μπροστά σας. Τα ντύνει με θρύλους και ιστορίες, πραγματικές ή φανταστικές, τα συνοδεύει με πλήθος χρηστικών πληροφοριών (βλέπεις πλάτανο και βάτο / τρέχει και νερό από κάτω), τα τραγουδά με τα δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν οι πρόγονοι (της αγάπης το βοτάνι / κάθε τόπος δεν το κάνει / κάθε γης δεν το πετάει / μον των λιβαδιών ο τόπος / και της έμορφης ο κόρφος).
Απ’ τον έλατο, το εθνικοτοπικό δέντρο της Ευρυτανίας, τον πρίγκιπα των βουνών και των λόγγων, των λαγκαδιών και των φαράγγων, το «κατατεθέν σήμα στο πρωτόκολλο του θεού», όπως λέει ο ίδιος, ως το Γαληνικό, ου μην αλλά και Ζαμπέτειο χαμομηλάκι, (τα νιάτα θέλουν έρωτα, κι ο γέροι χαμομήλι), ένα κι ένα για μας τους… κάπως «ώριμους». Αλήθεια, γνωρίζετε τι είναι τα ρέτσια, τα λατσούδια και οι μπάτσες του έλατου; Μήπως τα ελάτινα στάλια; Γνωρίζετε ότι στο βαρύ χειμώνα ο έλατος δεν ανθίζει, δεν καρπίζει και δε βγάζει ρέτσια; Γνωρίζετε ότι ο έλατος αναπτύσσεται στα 900 ως 1700 μέτρα, υπό την σκιάν άλλων ελάτων, γι’ αυτό όταν καίγεται ένα δάσος ελάτης, είναι δύσκολο να αναδασωθεί, είτε τεχνητά, είτε φυσικά;
Γνωρίζετε τη σχέση του έλατου με τη γεωργία και τη μελισσοκομία; Γνωρίζετε τη διαφορά του μοναχικού από τον μοναχό έλατο; Εκεί που φυτρώνει ο τελευταίος, κανένα άλλο δέντρο δεν φυτρώνει γιατί δεν αντέχει τη δίψα των λιοπυριών και τη μανία των βοριάδων. Κι αυτόν, που φύτρωσε και ζει εκεί πάνω, τον φύτεψε και τον φροντίζει ο καλός θεός των στρατοκόπων και των τσοπάνηδων. Μαγεία.
"Ζώα του Βουνού: άγρια και ήμερα"
Στο τρίτο υπό εξέταση βιβλίο του Αλέξανδρου Χουλιαρά, «ΖΩΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ - άγρια και ήμερα», ο συγγραφέας παρουσιάζει το πορτραίτο 90 ζώων, που συγκατοικούν μαζί με τον άνθρωπο από τις απαρχές της ύπαρξης, στην βιοκοινότητα της Ευρυτανίας και στον πλανήτη Γη.
Ο συγγραφέας δεν ξεχωρίζει την ανθρώπεια βιοκοινότητα από τις άλλες βιοκοινότητες επί της Γης, ιδιαίτερα αυτή των ζώων, ως προς τα δικαιώματα. «Ο βάρβαρος βιομηχανικός τρόπος παραγωγής, που θυσίασε σχεδόν όλη την άγρια πανίδα και εκφύλισε την εξημερωμένη, υποβαθμίζοντας κερδοσκοπικά τις συνθήκες ζωής τους», δεν τον βρίσκει σύμφωνο, αφού ο ίδιος «πάντα ήθελε να ζει και να συγκατοικεί ειρηνικά με τα ζώα που τον περιβάλανε στο κοινό τους σπίτι». Πάντα δε «ξεγλιστρούσε σε μια αντιφατική και ανταγωνιστική στάση απέναντί τους».
Μια ρεαλιστική συζήτηση για το πού μπαίνει το στοπ στα δικαιώματα των ζώων, λαμβανομένων των σημερινών αναγκών του ανθρώπου, δεν έχει τέλος, δεν καταλήγει εύκολα σε συμπεράσματα. Η προϋπόθεση, η αρχή πάντως για μια λογική και πολιτισμένη αντιμετώπιση του θέματος είναι η γνώση, η γνωριμία με αυτά τα ζώα, η ενσυναίσθηση που απορρέει από αυτή τη γνωριμία. Βιβλία σαν αυτά του Χουλιαρά είναι ευαγγέλια γι’ αυτόν το στόχο. Έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία. Κάποτε, πριν καμιά τριανταριά χρόνια, η τοπική ιστορία, η τοπική λαογραφία, η γλώσσα, κλπ, διδάσκονταν στη μέση εκπαίδευση. Τα μαθητόπαιδα έκαναν επιτόπια έρευνα και εργασίες με τη βοήθεια των καθηγητών. Πολλά στοιχεία του κατά τόπους πολιτισμού είχαν διασωθεί από αυτές τις εργασίες.
Η σχέση του Χουλιαρά με τα ζώα είναι αυτή που είχαν οι ξωμάχοι της Ευρυτανίας, αλλά και όλης της Ελλάδας, στην αγροβουκολική περίοδο. Θα τη χαρακτήριζα αγαπητική, ακόμα και για τα άγρια ζώα - θηρευτές, ακόμα και για τα κυνήγια. Ο ίδιος ως παιδί ορεσίβιο με πλούσιες εμπειρίες γράφει κι εδώ μετά λόγου γνώσεως. Δε μπορείς να είσαι πειστικός αν δεν τα έχεις ζήσει.
Θυμάμαι πως κατάλαβα τι εστί λύκος, -αφού στη Λήμνο δεν είχαμε τέτοια ζώα- μόνο όταν στο στρατό ένας νοσοκόμος, παιδί τσομπαναραίων στην Ήπειρο, εξιστορούσε συμβάντα με το κοπάδι τους, και έβλεπα το φόβο και τρόμο στο βλέμμα του, όταν μιλούσε για τους λύκους. Μέχρι τότε νόμιζα ότι οι λύκοι είναι σαν κάτι ταλαίπωρους γηρασμένους και ψωριασμένους, στο ζωολογικό κήπο της Νέας Φιλαδέλφειας. Όταν ήμουν παιδί στη Λήμνο, είχαμε ένα τράγο, καμάρι της οικογένειας. Μια μέρα τυλίχθηκε το σκοινί που τον έδενε στο λαιμό του και τον βρήκαμε απαγχονισμένο. Ακόμα θυμάμαι το κλάμα και τον κοπετό της μάνας μου και το πένθος της οικογένειας.
Στο βιβλίο παρελαύνει η πιο πολύχρωμη και ετερόκλητη ζωική κομπανία. Από τα αναμενόμενα, για όσους έχουν διαβάσει βιβλία του Χουλιαρά, λύκος, αλεπού, μουλάρι, γαϊδούρι, αγελάδα, πρόβατο, σκύλος, πέστροφα, χέλι, κότσυφας, μέχρι βίδρα και κουνούπι, αετός και γαρδέλι, ασβός και νυχτερίδα, κάργια και πασχαλίτσα, μέλισσα και γιδοβύζας. Και πάει λέγοντας. Όλα είναι δικά μας. Όπως στο αθώο μυαλό ενός παιδιού. Και οι φωτογραφίες τους, παρά το ασπρόμαυρο χρώμα, ευκρινέστατες. Και το κέφι του Χουλιαρά, όταν καταγίνεται με αυτά τα θέματα, μεγάλο. Ο οίστρος ξεχειλίζει το βιβλίο. Φαίνεται ότι το χαίρεται με τα χίλια.
Αλέξανδρος Χουλιαράς |
Ο πλούτος, η αισθητική, η σαγήνη, η παραμυθία, της γενέθλιας γης τον έχει εσαεί κατακυριευμένο, είναι ένας ανίατος «βουκολόπαις», μέχρι σήμερα. Κατέχει πέραν της δεξιοτεχνίας, τους μυστικούς κώδικες για τους κρυφούς διαδρόμους ενός λίαν ελκυστικού λυρικού κόσμου.
Αλέξανδρε Χουλιαρά, αδελφικέ μου φίλε, και εις άλλα με υγεία.
Έρρωσο.
Σταύρος Τραγάρας*, 20.12.2022.
*Βιογραφικό του συντάκτη του άρθρου Σταύρου Τραγάρα βλ. εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου