Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…


Ο γέρο-Ντήρος άφησε το μολύβι, έτριψε τα κατακόκκινα από την κούραση μάτια του και σήκωσε το κεφάλι από το χαρτομάνι που σκέπαζε σχεδόν όλο το τραπέζι. Όλο το βράδυ καταχωρούσε ποσά στο χοντρό βιβλίο εσόδων-εξόδων.

«Τέλεια, όλα τέλεια», ψιθύρισε κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα μονίμως σουφρωμένα χείλια του. «Τέλεια, τέλεια», ψιθύρισε ξανά κι άρχισε να τακτοποιεί σε στοίβες αποδείξεις, τιμολόγια, χρεωστικά, λογαριασμούς, συμφωνητικά, δάνεια. Αφού τα κλείδωσε προσεκτικά στο ερμάριο, άναψε ένα πούρο, έβαλε ένα ποτό, κι αραχτός στην αναπαυτική πολυθρόνα του άρχισε να υπολογίζει τα κέρδη της σεζόν.

«Τέλεια, τέλεια», σκέφτηκε ενώ βυθιζόταν σε λήθαργο.

Ο Αλέξης Ντήρος είχε το μοναδικό λιοτρίβι στην περιφέρεια κι ό,τι αποφάσιζε ήταν νόμος για τον αγράμματο κοσμάκη. Αυτός καθόριζε την απόδοση του καρπού· αυτός την τιμή που είχε το λάδι· αυτός τον τοκισμό των ποσών που δανείζονταν όσοι είχαν ανάγκη, με την ελπίδα να ξεχρεώσουν στη λαδία. Μια λαδία που ερχόταν κάθε δεύτερη χρονιά, μιας και οι ελιές έχουν το χούι τη μια χρονιά να παράγουν καρπό και την άλλη να ξεκουράζονται. Μια λαδία που κατά κανόνα δεν αρκούσε για να ξεχρεώσουν όσοι χρωστούσαν.

Άβγαλτο 16χρονο μειράκιο ήμουν αλλά καλός στα γράμματα, όταν ο μπάρμπα-Αλέξης με πήρε βοηθό. Το λιομάζωμα ξεκινούσε από του Αγιοφιλίππου και ανάλογα με τη σοδειά βαστούσε ως της Υπαπαντής. Αχάραγο κινούσε ο κόσμος για τα λαχίδια. Ήλιο με ήλιο δούλευαν, με ένα διάλειμμα για φαγητό. Ήταν ακόμα η χειρονακτική εποχή. Με εργαλεία πρωτόγονα: τέμπλες, κατσόνια, λιόπανα, πριόνια, πάλευαν να ραβδίσουν τα κλαριά, να ξεφυλλίσουν, να τσουβαλιάσουν τον πολύτιμο καρπό, να φορτώσουν τα ασήκωτα σακιά στο μουλάρι και να τα κουβαλήσουν στο λιοτρίβι του Ντήρου. Η δουλειά μου ήταν να ζυγίζω τα σακιά και να σημειώνω στο τεφτέρι τον καρπό κάθε παραγωγού, πριν τον ρίξουν οι εργάτες στα λιθάρια, και μετά να ζυγίζω και να καταγράφω το λάδι. Δουλειά προσεχτική και υπεύθυνη που την έκανα φιλότιμα. Αφενός σχεδόν όλοι ήταν γνωστοί ή συγγενείς, ήξερα πόσο σκληρά δούλευαν και σεβόμουν τον κόπο τους, αφετέρου μακάριζα την τύχη μου που δούλευα εκεί, αντί να στρώνω ελιές στους όχτους και στις αρμακιές, μες την παγωνιά και την υγρασία.

Ο γέρο-Ντήρος ήταν παμπόνηρος και αεικίνητος. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πηγαινοερχόταν και έλεγχε τους πάντες και τα πάντα. Δεν εμπιστευόταν κανένα, ούτε τον «καραβοκύρη», όπως αποκαλούσε τον αρχιεργάτη που επιστατούσε τη δουλειά. Σε μένα φερόταν σχετικά ήπια· ήταν αυστηρός, έβαζε καμιά φωνή όταν είχε τα νεύρα του, αλλά σε λογικά πλαίσια. Τους εργάτες, όμως, τους είχε σαν δούλους. Με το παραμικρό έβριζε και τους κοπανούσε με τη μαγκούρα του. Εκείνοι σκύβανε το κεφάλι, γιατί είχαν ανάγκη το μεροκάματο. Ακόμα χειρότερος ήταν με τους φαμελίτες που φέρνανε τη σοδειά τους στο εργοστάσιο. Τους έκλεβε φανερά. Λίγα βότσαλα κρυμμένα στην πλάστιγγα αύξαναν το βάρος του καρπού, που σήμαινε πως μεγάλωνε και το δικαίωμα που τους κρατούσε για την έκθλιψη. Στην άλλη πλάστιγγα που ζύγιζε το λάδι, η τάρα ήταν πάντα πρόσβαρη και το καθαρό λάδι λειψό. Κι όταν διαμαρτύρονταν, τους ειρωνευόταν και τους απειλούσε:

«Πες με ψεύτη, ρε! Για τόλμα, μπορείς; Στα κιτάπια μου σε έχω».

«Ας όψεται η ανάγκη», μουρμούριζαν κι έσκυβαν το κεφάλι. 

Εγώ, ακόμα άπειρος, αφελής και εύπιστος, νόμιζα πως όλα ήταν εντάξει και τσακωνόμουν με όσους γκρίνιαζαν για το ζύγι. Ζύγιζα προσεχτικά και σημείωνα με ακρίβεια στο τεφτέρι: στη μια στήλη «Έλαιον μικτόν, οκάδες…» και στην άλλη «Έλαιον καθαρόν, οκάδες…», αφού αφαιρούσα την τάρα. Αλλά η απάτη ήταν στημένη από πριν. Ένας ξάδερφος μού άνοιξε τα μάτια:

«Κοίτα, δεν μιλάμε, γιατί μας έχει στο χέρι αλλά δεν είμαστε χαζοί. Ζύγισε το δοχείο άδειο και θα καταλάβεις», μου είπε. Όντως, στο ζύγι το βρήκα ελαφρύτερο από όσο αφαιρούσα. Κρυφά και με φόβο το έκανα αλλά ο πανταχού παρών Ντήρος το πήρε είδηση.

«Μην το ξανακάνεις αυτό», είπε κοφτά, «γιατί θα πάρεις δρόμο».

Το ίδιο βράδυ, την ώρα που κλείναμε, με πλησίασε πιο ήρεμος: «Μικρέ, άκου μια πατρική συμβουλή. Δεν κλέβει το ζύγι, το μολύβι κλέβει. Μην ακούς τους χωριάτες. Αυτοί και διπλάσιο λάδι να τους δώσεις, πάλι θα γκρινιάξουν. Νομίζουν πως τα βρήκα όλα έτοιμα. Δάνεια ξεπληρώνω· ό,τι βλέπεις γύρω σου, υποθηκευμένο είναι, στην τράπεζα».

«Ιδρώνει να ξεχρεώσει ο γέρο-τσιγκούνης κι επειδή ο δικός του ιδρώτας δεν φτάνει, ξεζουμίζει τον κοσμάκη», είπα μέσα μου. Η αλήθεια ήταν πως ο Ντήρος έκλεβε και στο ζύγι και στο μολύβι. Κάθε βράδυ άνοιγε τον χοντρό τόμο που είχε κλειδωμένο στο ερμάριο, υπολόγιζε και κατέγραφε έσοδα, έξοδα, δανεικά, τοκοχρεολύσια και κανόνιζε ποιον θα έγδερνε την επόμενη μέρα. Γέμιζε τον μπεζαχτά του με λίρες κι αυγάταινε την περιουσία του αγοράζοντας κοψοχρονιά τα λαχίδια όσων αδυνατούσαν να τον ξεπληρώσουν. Τρεις χειμώνες δούλεψα κοντά του, μέχρι που τέλειωσα το γυμνάσιο κι έφυγα για την πόλη προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Τρεις χειμώνες πάσχιζε να με κάνει τσιράκι του, να του φέρνω πληροφορίες, ποιος πονάει, ποιος έχει ανάγκη ώστε να τον ξεκοκαλίσει, αλλά αυτό το χατίρι δεν του το έκανα.

Από τις τρεις εκείνες χρονιές, η τελευταία ήταν η χειρότερη. Η σοδειά δεν ήταν καλή. Οι φαμελίτες όχι μόνο δεν ξεχρέωσαν αλλά φορτώθηκαν με καινούργια χρέη. Στο χωριό υπήρχε μεγάλη κατήφεια. Στις αρχές Δεκέμβρη έγινε μεγαλύτερη. Ο Λάμπης ο Χραμπάνης έπεσε από μια ελιά κι έμεινε σακάτης στο κρεβάτι με σπασμένο ποδάρι. Η Λάμπαινα γκαστρωμένη, με ένα αγοράκι της αγκαλιάς και τρία μικρά κορίτσια βγήκαν στη γύρα για βοήθεια, βλαστημώντας την τύχη τους. Μα ποιος να βοηθήσει, όλοι στριμωγμένοι ήταν. Ο Λάμπης περιουσία μεγάλη δεν είχε, δεν έκανε ούτε το λάδι της χρονιάς. Αλλά ήταν δουλευτής καλός: στο ράβδο, στον κλάδο, στο ζευγάρι, όπου υπήρχε μεροκάματο το κυνηγούσε. Έκανε σωστά τα κουμάντα του. Κάθε χρόνο, πριν καταπιαστεί με τις δικές του, μάζευε τις ελιές του Ντήρου ώστε να ξεχρεώσει τα δανεικά της χρονιάς. Εκεί έγινε το κακό και η φαμελιά του έμεινε στο έλεος του Θεού και του Ντήρου. Ήταν ο παπάς που ξεσήκωσε το χωριό. Του Αγιονικόλα που γιόρταζαν πολλοί και η εκκλησιά ήταν γεμάτη, βρήκε την ευκαιρία:

«Τι μού ήρθατε εδώ, με άρτους και λειτουργιές; Ούτε τα εικονίσματα έχουν ανάγκη από ασπασμούς ούτε τα καντήλια από λάδι. Ανάγκη έχει η φαμελιά του Λάμπη. Την Κυριακή θα λειτουργήσω στο λαχίδι του. Εκεί θα σας μεταλάβω και μετά όλοι μαζί θα ραβδίσουμε τις ελιές του. Και την επόμενη Κυριακή αν χρειαστεί και την παραπάνω, ώσπου να μαζέψουμε το λάδι της χρονιάς για τους αναγκεμένους συντοπίτες μας. Και σεις γυναίκες μαζί με το δικό σας να ψήνετε ψωμί και για τα παιδιά της φαμελιάς του. Ο Θεός θα σας το ανταποδώσει στο πολλαπλάσιο».

Κάθιδρος από ιερό πάθος, σταμάτησε το κήρυγμα, κατέβηκε από το βήμα και ξεκίνησε την αρτοκλασία με τον ψαλμό του Δαυίδ: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…».

Στην απόλυση κάποιος αναρωτήθηκε δυνατά αυτό που γυρόφερνε στο μυαλό όλων: «Να βοηθήσει κι ο Ντήρος, στη δούλεψή του σακατεύτηκε ο Λάμπης». Ο παπάς αγρίεψε: «Αυτό είναι ζήτημα του Θεού και δικό μου. Δεν θέλω δικαιολογίες. Όποιος λείψει, να μην έρθει τα Χριστούγεννα για μεταλαβιά». Η μουρμούρα σταμάτησε αλλά οι ψίθυροι συνεχίστηκαν: «εμείς θα τις μαζέψουμε τις ελιές, αλλά ο Ντήρος το λάδι θα το δώσει;». Ο Χραμπάνης είχε χρέη στο γέρο, όπως σχεδόν όλοι άλλωστε.

Το αφεντικό μου στην εκκλησία δεν πατούσε, αλλά τα νέα τα έμαθε. Δεν είπε τίποτα. Την Κυριακή του ζήτησα να με αφήσει να πάω να βοηθήσω στο λιομάζωμα του Λάμπη.

«Έχουμε δουλειά», είπε κοφτά.

«Μα, θα πάνε όλοι», τόλμησα.

«Έχουμε δουλειά, σου είπα», αγρίεψε.

Το σούρουπο οι συγχωριανοί φέρανε τις ελιές του. Ζύγισα τα τσουβάλια, μπήκαν οι ελιές στα λιθάρια, βγήκε το χαμούρι, γέμισε ο χαμουριτζής τα ψάθινα σφυριδόνια και σε λίγο το λάδι του Χραμπάνη άρχισε να ρέει από το στάμα στον τενεκέ. Το ζύγισα αλλά πριν αφαιρέσω την τάρα, έβαλα πάλι στην πλάστιγγα τον άδειο τενεκέ, να βρω το σωστό απόβαρο· δεν μου πήγαινε καρδιά να βγει λειψό το λάδι του πονεμένου συγχωριανού μου. Ο καραβοκύρης, ο χαφιές του Ντήρου, με αγριοκοίταξε αλλά δεν μίλησε. Ο γέρος σίγουρα το έμαθε αλλά ούτε αυτός είπε τίποτε εκείνη την ώρα. Μόνο το βράδυ, όταν κλείναμε με πλησίασε και μου ψιθύρισε:

«Μικρέ, σου θυμίζω πως το μολύβι κλέβει πιο εύκολα από το ζύγι».

«Κρίμα είναι», τόλμησα να αντιμιλήσω, «φτωχοί άνθρωποι, πονεμένοι, Χριστούγεννα έρχονται». Δεν απάντησε αλλά δεν με ενδιέφερε, έτσι κι αλλιώς ήταν η τελευταία μου χρονιά. Ο κύκλος αυτός έκλεινε για μένα.

Το λάδι του σακατεμένου βιοπαλαιστή λίμναζε στα ντεπόζιτα του Ντήρου. Ασυγκίνητος, τα βράδια κλεινόταν στο μισοσκότεινο γραφείο και υπολόγιζε τα κέρδη. Είχε έρθει από την πρωτεύουσα για τις γιορτές κι ο Υιός· έτσι αναγραφόταν στη φίρμα. Αυτός ήταν χειρότερος από τον γέρο. Εκτός από άπληστος κι αχόρταγος, ήταν αδιαφόρετος και χαραμοφάης. Όλο νέες ιδέες είχε αλλά από δουλειά τίποτε. Σπούδαζε σε κάποια τεχνική σχολή και είχε βαλθεί να ψήσει τον γέρο να επεκταθούν· αντί να πουλούν τις μούργες και τα χαμόλαδα, να τα κάνουν σαπούνια. Αλλά το μόνο σαπούνι που φτιάχτηκε ήταν αυτό με το οποίο πλενόταν μια μισόγυμνη καλλονή στη διαφημιστική αφίσα που χρυσοπλήρωσε ο Ντήρος για τη νέα φίρμα: «Εταιρεία Ελαίων και Σαπώνων Αλέξανδρος Ντήρος και Υιός». Ο Υιός τη σχολή δεν την τελείωσε ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν. Ο γέρος, σκασμένος από τις επιπολαιότητες και τις σπατάλες του Υιού, δεν ήθελε να ακούσει λέξη για το λάδι του Χραμπάνη. Μεσολάβησαν πολλοί, ακόμα κι ο παπάς, μα η απάντηση σε όλους ήταν η ίδια: «Έχω να λαβαίνω, αν με ξεπληρώσει θα το δώσω». Πλησίαζαν Χριστούγεννα και τίποτε δεν είχε αλλάξει. Σκοτεινιασμένος τριγύριζε ανάμεσα στα μηχανήματα και δεν μιλούσε σε κανέναν. Όλοι τον έβριζαν ανοιχτά. Συχνά τ’ άκουγα κι εγώ, χωρίς να φταίω. Δεν άντεχα άλλο. Την προπαραμονή αποφάσισα να του πω άλλη μια κουβέντα κι ας με έδιωχνε. Το βράδυ πήγα να τον βρω στο γραφείο. Στάθηκα στη μισάνοιχτη πόρτα. Σκυμμένος πάνω από τιμολόγια, χρεωστικά, αποδείξεις κι άλλα χαρτιά που σκέπαζαν το τραπέζι, έκανε λογαριασμούς και καταχωρούσε ποσά στο χοντρό βιβλίο εσόδων-εξόδων. Κάποια στιγμή άφησε το μολύβι, έτριψε τα κατακόκκινα από την κούραση μάτια του και τα στύλωσε στο πουθενά. Μπορεί και να ήταν ιδέα μου αλλά μου φάνηκαν υγρά.

«Τέλεια, όλα τέλεια», ψιθύρισε, κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα σουφρωμένα χείλια του. «Τέλεια, τέλεια», ψιθύρισε ξανά κι άρχισε να τακτοποιεί το χαρτομάνι. Τα κλείδωσε όλα στο ερμάριο, άναψε ένα πούρο, έβαλε ένα ποτό, κι αραχτός στην αναπαυτική πολυθρόνα του στράφηκε προς τον αθέατο συνομιλητή του:

«Τέλεια, όλα τέλεια, Νατάσα μου», μουρμούρισε και βυθίστηκε σε λήθαργο. Έσπρωξα την πόρτα, μα δεν είδα κανέναν. «Σάλεψε ο γέρο-Ντήρος», σκέφτηκα κι έφυγα αμίλητος.

 -ο-ο-ο-

 Οι μπουλντόζες είχαν πιάσει δουλειά πρωί πρωί. Πρώτα έριξαν τη σκεπή· σάπια ήταν δεν άντεξε. Έπεσε με βρόντο σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Όταν κατακάθισε, φάνηκε ένα άδειο κουφάρι· ό,τι είχε απομείνει από το παλιό λιοτρίβι. Ο εργολάβος είχε φροντίσει να το απογυμνώσει από ό,τι θεώρησε άξιο προς μεταπώληση. Η βαριά δρύινη θύρα με τα περίτεχνα σκαλιστά λιόκλαδα, με μια καλή συντήρηση, θα έπιανε καλή τιμή από κάποιον συλλέκτη. Το ίδιο τα παραθυρόφυλλα που διατηρούσαν ακόμα την παλιά τους αρχοντιά, παρά την εκατοχρονίτικη αναμέτρησή τους με τους αέρηδες και τη βροχή. Ακροκέραμα, βαριές κλειδωνιές με χοντρά κλειδιά, λουκέτα, πιθάρια, λαδούσες, μποτίλιες, νταμιτζάνες, καραβάνες, χαρανιά, κακάβια, βίκες, νεροβάρελα, πινιάτες, τσαντίλες, κοφίνια, εργαλεία και εξαρτήματα είχαν πάρει το δρόμο τους για τους ρακοσυλλέκτες που θα τα προωθούσαν σε σχετικές δημοπρασίες. Τα πιο βαριά, το πιεστήριο, τα πανωλίθια, η μανέλα, οι πλάστιγγες, οι πάγκοι, θα γίνονταν ντεκόρ του τουριστικού ξενώνα που θα χτιζόταν.

Μόνο τις οροφογραφίες, έργα άγνωστου λαϊκού καλλιτέχνη, δεν νοιάστηκε κανείς· έγιναν σκόνη και μπάζα. Δεν άξίζαν τη δαπάνη για να τις αποτοιχίσουν, είχε αποφανθεί ο εργολάβος. Νόμιζα πως είχα καιρό, τουλάχιστον να τις φωτογραφίσω, αλλά δεν πρόλαβα. Το ξημέρωμα με ξύπνησε απότομα η πονεμένη κραυγή της σκέπας που σωριάστηκε. Έτρεξα μπας και, μα τα μηχανήματα είχαν ήδη παραμερίσει τα γκρεμίδια της οροφής και είχαν αρχίσει να παλεύουν με τα χοντρά πέτρινα τοιχία. Ένας σωρός από πολύχρωμα θρύμματα είχε απομείνει από τους ρόδακες, τα δαφνόκλαδα, τους μαιάνδρους και τα άλλα περίτεχνα σχέδια που κοσμούσαν τα γραφεία της «Εταιρείας Ελαίων και Σαπώνων Ντήρος και Υιός», η φίρμα της οποίας διακρινόταν αχνά στα σκουριασμένα τενεκεδένια δοχεία που ήταν πεταμένα ένα γύρω. Μελαγχόλησα. 

Τα τοιχία άντεχαν ακόμα τις απανωτές επιθέσεις των βάρβαρων πολιορκητικών μηχανών, όταν με ξάφνιασε μια ξεπλυμένη αμερικάνικη φάτσα που χαζογελούσε:

«Hello friend, do you remember me? Γέρο ντουβάρι, το φάκτορι του γκράνπα, ε φίλε;».

«Ποιος είσαι συ, μωρέ;», ρώτησα αγενέστατα, νεοελληνιστί.

«Im Alex Derry».

Ήταν ο εγγονός του γέρο-Ντήρου. Αυτός κατεδάφιζε το ακίνητο για να φτιάξει τουριστικά καταλύματα. Τον θυμόμουν τον μικρό Άλεξ. Ο Υιός, μετά το θάνατο του γέρου, σπατάλησε όσες λίρες βρήκε, φαλίρισε την εταιρεία φεσώνοντας τους πάντες κι έφυγε στην Αστόρια. Είχε έρθει μια-δυο φορές στο χωριό, με νέο όνομα και αμερικάνικο αέρα, παριστάνοντας τον επιτυχημένο επιχειρηματία. Μόλις του ζήτησαν να ξεπληρώσει κάποια από τα φέσια που είχε αφήσει, σκόρπισε υποσχέσεις και την έκανε. Ο Άλεξ με το χαζό χαμόγελο που έστεκε μπροστά μου, ήταν ό,τι πιο σημαντικό είχε δημιουργήσει.

«Εσύ friend, θα θυμάσαι και τον παππού. Lets drink μια μπίρα to tell me his story, να μου πεις την ιστορία του», συνέχισε σε άπταιστα γκρίγκλις.

Κινήσαμε για το καφενείο. Το μυαλό μου ξαναγύρισε στη βραδιά που άφησα το γέρο να μιλάει δακρυσμένος σε μια αθέατη Νατάσα. Το επόμενο πρωί είχε ζητήσει να φωνάξω τη Λάμπαινα. «Είναι στο μήνα της, μπάρμπα», του είπα, «μη την ταράξεις». «Μην ανησυχείς», είπε ήρεμα. Παραξενεύτηκα αλλά το έκανα. Όσοι ήταν εκεί, έμειναν άφωνοι, μόλις την είδαν να έρχεται με την κοιλιά στο στόμα και να μπαίνει στο γραφείο του. Δεν έμεινε πολλή ώρα. Βγήκε χαρούμενη κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο. Μαζί της βγήκε κι ο Ντήρος κι έδωσε εντολή στον αρχιεργάτη να φορτώσει στο κάρο το λάδι του Χραμπάνη και να το πάει στο σπίτι του.

«Μετά να περάσεις από τον μπακάλη, να ψωνίσεις ό,τι τους λείπει για τα Χριστούγεννα», συμπλήρωσε. «Τι κοιτάτε μωρέ; Για το βαφτιστήρι μου, που θα γεννηθεί σε λίγες μέρες μαζί με το Χριστό, είναι. Στη δουλειά σας τώρα!», συνέχισε δήθεν αγριεμένος και κλείστηκε στο γραφείο του. Το βραδάκι, πριν φύγω, πήγα να του ευχηθώ.

«Καλή αυρινή, μπάρμπα-Αλέξη».

«Να είσαι καλά, μικρέ», απάντησε με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που θα ορκιζόμουν πως δεν είχα ξαναδεί να χαράζεται στο πρόσωπό του. Πήρα θάρρος και συνέχισα:

«Ήρθα και χτες αλλά σε βρήκα να λαγοκοιμάσαι· παραμιλούσες για μια Νατάσα».

«Θες να μάθεις, μικρέ; Χαλάλι, μέρα που ξημερώνει θα σου πω. Νατάσα ήταν η γυναίκα μου, δηλαδή Αναστασία. Ένας άγγελος ήταν, την έχασα ενωρίς. Προχτές στη γιορτή της ήρθε και με βρήκε. Πάψε να είσαι άδικος, μου είπε. Δεν χόρτασες ακόμα; Πάλευα όλο το βράδυ αλλά τα έσβησα όλα, να δες». Μου έδειξε το βιβλίο. Η λίστα με τους τόκους έλειπε.

«Τι αξία έχουν τα πλούτη, αν δεν σου λέει κανείς καλημέρα; Άντε, στα είπα, πήγαινε να κοιμηθείς. Καλά Χριστούγεννα!»

. . .

«Πες, please, θέλω να μάθω για τον παππού», επέμενε ο Άλεξ.

«Τι να σου πω και τι να καταλάβεις, βρε Άλεξ;», σκέφτηκα. 

«Θα στα πει καλύτερα η Νατάσα», είπα, δείχνοντας την αναδεξιμιά του παππού του που ερχόταν να τον βρει.

Το ξεδοντιασμένο λιοτρίβι του γέρο-Ντήρου αντιστεκόταν γερά στα μηχανήματα κατεδάφισης. Έσκυψα, πήρα από τα μπάζα ένα πήλινο θυμιατό που φαίνεται πως δεν είχε συγκινήσει τους συλλέκτες κι απομακρύνθηκα σιγοψάλλοντας:

«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…»

Θ. Μπελίτσος, 23.12.23

 * Σημείωση: Ο πίνακας του Ρέμπραντ, «Η παραβολή του άφρονος πλουσίου» (1627), αντλήθηκε από την Wikipedia.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου