Κουκουλωμένο με δυο κουβέρτες, με το αερόθερμο στο φουλ και με τη βροχή να βομβαρδίζει αναστάλαγη το πλακόστρωτο της αυλής, τον βρήκε η παραμονή των Χριστουγέννων. Αγροτικός γιατρός στη μικρή κωμόπολη του νησιού. Στην ανάγκη τους, όλοι τον ψάχνανε. Σαν έπεφτε το σκοτάδι, τον ξεχνούσαν στο παγωμένο εργένικο δωματιάκι που νοίκιαζε. Ακόμα και κάποιες κακοπαντρεμένες που αναζητούσαν κάτι διαφορετικό, κάτι εξωτικό, μακάρι να ’ξεραν κι αυτές τι ακριβώς ζητούσαν και του είχαν γίνει τσιμπούρι, σήμερα τον είχαν αφήσει στη μοίρα του και γιόρταζαν ασφαλισμένες στα κονάκια τους.
Πάτησε το play στο κασετόφωνο. Οι σκληρές νότες του Pete Townshend σκέπασαν για λίγο τον βρόντο των κεραυνών χωρίς να καταφέρουν να τον ζεστάνουν, ενώ ο Roger Daltrey σκόρπισε στην ατμόσφαιρα το προαιώνιο ερώτημα:
«Who are you? Who, who, who, who?»
«Ποιος είμαι, αλήθεια;» αναρωτήθηκε και ανασηκώθηκε να πιει μια γουλιά κονιάκ από το μπουκάλι που είχε ακουμπήσει στο πάτωμα. Πήρε ένα κόκκινο κοκοράκι κι άρχισε να το πιπιλίζει ηδονικά. Το κοκοράκι γλειφιτζούρι ταίριαζε ιδανικά στη γεύση του με το πεντάρι Μεταξά. Τράβηξε μια ακόμα γουλιά. Ένιωσε το κάψιμο να κατεβαίνει όμορφα ως το στομάχι του, ύστερα να διαχέεται απαλά στα σωθικά του, να απλώνεται και να ζεσταίνει όλο το κορμί του. Πέταξε τις κουβέρτες κι άρχισε με μανία να παίζει ντραμς στον αέρα, παρέα με τον μακαρίτη Keith Moon που είχε ήδη ξεκινήσει να βασανίζει τα κρουστά στο κασετόφωνο. Ο Daltrey επέμενε φορτικά να τον βομβαρδίζει με το αναπάντητο ερώτημα.
«Well, who are you? I really want to know, who are you? Who, who, who, who?»
Οι ρεύτες συνέχιζαν να ξερνούν νερό από τα κεραμίδια.
«Ποιος αλήθεια είμαι γω και πού πάω;», κάπως ξεπετάχτηκε ο Διονύσης από ένα ντουλαπάκι του μυαλού του, μόλις οι ‘The Who’ έπαψαν να ωρύονται στην κασέτα. Ξάπλωσε αποκαμωμένος. Η βροχή σα να χε κοπάσει κάπως.
«Τι γυρεύω στο διαβολότοπο;» μουρμούρισε κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν φχαριστήθηκε· βασανισμένο ύπνο έκανε. Μια η καμπάνα που χτύπησε αχάραγο, μια τα μεγάφωνα του Δήμου με τα τρίγωνα κάλαντα και τα άλλα γιορτοτράγουδα, τον βρήκε το απομεσήμερο με μαυρισμένη διάθεση, πάνω από μια κούπα καφέ.
Οι κρουνοί του ουρανού δεν είχαν σταματημό. Τα αστραπόβροντα τράνταζαν τα τοιχία. Η βροχή είχε εισβάλει με ορμή στο δωμάτιο κι ο θόρυβος από τους ρεύτες τρυπούσε τα μηλίγγια του. Σκοτείνιαζε, μέσα κι έξω. Η μποτίλια με το κονιάκ στο πάτωμα τον περίμενε για τη συνέχεια. Έφαγε ένα μήλο κι άρπαξε το μπουκάλι, έτοιμος να πιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει την προηγούμενη. Ήπιε μια γουλιά και πάτησε το play. Οι ‘The Who’ ήταν εκεί, μα είχαν αλλάξει τροπάριο. Τώρα του θύμιζαν πως κάτι είχε χάσει:
«And Tommy doesn't know what day it is. He doesn't know who Jesus was or what praying is».
Ανάθεμα! Όλα τα ’χε, αυτό του έλειπε τώρα, να τραγουδάνε οι κασέτες ροκιές για τα Χριστούγεννα. Πάτησε το stop και σήκωσε το μπουκάλι. Δεν είχε μείνει ούτε μια γουλιά. Το πέταξε νευριασμένος και ξάπλωσε. Το τραγούδι συνέχιζε στο μυαλό του.
«Tommy can you hear me?»
Στράφηκε με νεύρα στο κασετόφωνο. Ήταν κλειστό. Μα το τραγούδι δεν έπαυε:
«See me, feel me, touch me, heal me!»
Τι στο δαίμονα συμβαίνει εδώ; έσκουξε και έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του.
«Tommy can you hear me?»
Σηκώθηκε όλο νεύρα. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Την άνοιξε με μανία, έτοιμος για καυγά.
«Γιατρέ, βοήθεια, η μάνα μου γεννάει», δυο φωτεινά ματάκια, θολωμένα από την αγωνία, εκλιπαρούσαν.
Πήρε την τσάντα του, φόρεσε το αδιάβροχο και ξεκίνησε. Μπροστά ο μικρός, πίσω αυτός. Σε λίγο βγήκαν απ’ την πόλη και πιάσαν το μονοπάτι κατά το βουνό. Οι γαλότσες βούλιαζαν στη λάσπη. Η βροχή συνέχιζε αλλά πιο ήρεμα τώρα. Κατάλαβε πως πλησίαζαν σε μια μάντρα. Δεν την έβλεπε, είχε πια νυχτώσει καλά, αλλά οι φωνές της ετοιμόγεννης από τις ωδίνες ράγιζαν τις βίνες*. Η μαμή παρούσα, η γέννα δύσκολη. Ο κεχαγιάς* κάπνιζε στο σκλι* τρέμοντας από το φόβο κι απ’ το κρύο.
«Τη μάνα, γιατρέ, σώσε τη μάνα πρώτα», ικέτεψε. Τρεις ώρες πάλεψε με την κουτάλα να φέρει το έμβρυο στη θέση του, να το ξετυλίξει απ’ το λώρο. Αχνοχάραζε σαν λευτέρωσε τη γυναίκα από το μωρό.
«Αγόρι!», φώναξε του κεχαγιά. Βγήκε να πάρει αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει και το βρεγμένο χώμα μύριζε ζωή. «Κι η κυρά καλά είναι», τον καθησύχασε.
Ένα κορίτσι έφερε δροσερά σμάνουρα* με πετμέζι και το ρακί. Ο κεχαγιάς έλαμπε. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. Του ’βαλε με το ζόρι δυο ξερά τυριά στην τσάντα. «Θα σου φέρω και σαλαμούρα*», υποσχέθηκε.
Ήπιε μια ρακή για το καλό, ευχήθηκε κι έφυγε. Καθώς κατηφόριζε, στράφηκε προς τη μάντρα. Μια χτισμένη σπηλιά ήταν. Είχε ξαστερώσει πια και το φεγγάρι, ολόφεγγο, φώτιζε σα μέρα. Δυο τρία ζώα στο σαθύρι* λούζονταν στο φως του. Ίδια η φάτνη με το άστρο της Βηθλεέμ. Σταυροκοπήθηκε δακρυσμένος.
«Εγώ θα στο βαφτίσω!», φώναξε στον κεχαγιά.
«Θωμά θα τον βγάλω», συμπλήρωσε, «αλλά θα τον φωνάζω Τόμμυ», ψιθύρισε και συνέχισε τον κατήφορο σφυρίζοντας χαρούμενα.
Θοδωρής Μπελίτσος.
* * *
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου