Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΥΤΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΥΤΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

της Χριστιάνας Μυγδάλη

Λένε πως το Σαββατοκύριακο θα έχουμε καταιγίδες στην Αττική. Και σκέφτομαι πώς θα ήταν αν αυτές οι καταιγίδες επρόκειτο να ακολουθήσουν μια μακρά περίοδο ξηρασίας. Πώς θα αισθάνονταν τα μέλη της φαντασιακής κοινότητας στην οποία ανήκουμε, αν στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες προαναγγέλλονταν οι ίδιες καταιγίδες, μα έρχονταν να σώσουν τον τόπο από τον κίνδυνο της λειψυδρίας. Οι σκέψεις αυτές συνιστούν το απλούστερο παράδειγμα που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω, προκειμένου να εξηγήσω το αφαιρετικό σχήμα στο οποίο με οδήγησε η ανάγνωση του έργου του οποίου την έκδοση σήμερα εδώ γιορτάζουμε.


 Οι Ζωές Μετά ζουν μαζί μου εδώ και δύο χρόνια, μιας και είχα την τύχη να παρακολουθήσω την σύλληψη της ιδέας, την δόμηση της αφήγησης, την αποδόμηση των σαφών μηνυμάτων που αυτή αρχικά εμπεριείχε, και, τέλος, την καταγραφή μιας προς το παρόν οριστικής εκδοχής της. Σε όλα αυτά τα στάδια, οι αλλαγές που υπέστη το αρχικό υλικό ήταν αμέτρητες, υπήρξε ωστόσο ένα στοιχείο που διατηρήθηκε αμετάβλητο. Το έργο, από την σύλληψη μέχρι και την επιτέλεσή του, διαπραγματεύεται διαρκώς την ενεργοποίηση των μηχανισμών της αλλαγής. Και είναι αυτό το στοιχείο που μου επιτρέπει να κατατάξω τις Ζωές Μετά στα υβριδικά κείμενα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας που, ενώ δεν σπανίζουν πια στην εποχή μας, σπάνια γίνονται αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Αυτό συμβαίνει γιατί λόγω του sui generis τρόπου σύλληψης, εξίσου sui generis οφείλει να είναι και η προσέγγιση που απαιτεί κάθε υβρίδιο, πράγμα που το καθιστά ακατάλληλο προς κατηγοριοποίηση. Αποφεύγοντας ωστόσο να σκύψει κανείς πάνω στο υβρίδιο, χάνει ένα από τα πιο οξυδερκή ερμηνευτικά εργαλεία της εποχής που το παρήγαγε. Επειδή το υβρίδιο, μην έχοντας να υπακούσει σε ειδοποιούς κανόνες, μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στα αιτήματα της συγχρονίας μέσα στην οποία δημιουργείται.

Ας επιστρέψω όμως στον καιρό. Στο έργο του Μπελίτσου, συναντάμε δύο χαρακτήρες που, αν θέλαμε να τους κατατάξουμε σε έναν ανθρώπινο τύπο, θα μπορούσαμε να τους βάλουμε στην ευρύτερη κατηγορία του Βροχοποιού. Όπου Βροχοποιός εστί ο άνθρωπος που έρχεται ξαφνικά σε έναν τόπο προκειμένου φαινομενικά να επιλύσει ένα υπαρκτό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινότητα στην οποία εισβάλλει, όπως η μακρά ξηρασία, ενώ στην ουσία αυτό που κάνει είναι να αφυπνίζει όσα από τα μέλη της κοινότητας είναι έτοιμα να αλλάξουν, και να τα εκπαιδεύει ώστε να γίνουν με τη σειρά τους οι Βροχοποιοί της κοινότητας και οι φορείς της αλλαγής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Άμα τη ολοκληρώσει του έργου του, ο Βροχοποιός εξαφανίζεται. Το έργο αυτό, όπως προκύπτει και από την αφήγηση του Μπελίτσου, μπορεί να διαρκεί από μία στιγμή, όπως στην περίπτωση της μυστηριώδους Γιασμίνας που περνάει από το Νησί και φεύγει χωρίς να αφήσει ίχνος, μέχρι μία ζωή, όπως στην περίπτωση του Νιαζί Ι Μισρί, που ζει και πεθαίνει στο Νησί, διδάσκοντας, επηρεάζοντας, τιμώμενος και διωκόμενος, μέχρι να έρθει κι η δική του σειρά να ξεχαστεί, για να τον ανασύρει ο συγγραφέας, μετά από δυόμιση αιώνες, και να τον βάλει να χαμογελάσει βλέποντας ότι υπάρχουν ακόμα ορισμένοι αναζητητές της αλήθειας που δεν καταφεύγουν σε μεσάζοντες, αλλά την ψάχνουν βαθιά μέσα τους. 

Αυτό όμως που εγώ προσωπικά βρίσκω ακόμα πιο ενδιαφέρον στην αφήγηση του Μπελίτσου, είναι ότι, στο εν λόγω έργο, το ρόλο του Βροχοποιού δεν τον υποδύονται στην ουσία αυτοί οι χαρακτήρες, αλλά έχει ενσαρκωθεί σε ένα τραγικό γεγονός, την πυρκαγιά στον κινηματογράφο, το οποίο αφαιρώντας τις ζωές των θυμάτων, έρχεται να αλλάξει άρδην τις ζωές των επιζώντων, και να τις κάνει Ζωές Μετά

Κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για να εξετάσω πώς έχει τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιηθεί το πρόθεμα μετα- για να περιγράψει τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την έννοια που το ακολουθεί (μεταγλώσσα, μετακουλτούρα). Αν λοιπόν αντιστρέφαμε τη σειρά των λέξεων του τίτλου, το βιβλίο του Μπελίτσου θα μπορούσε να τιτλοφορείται Μεταζωές

Η αλήθεια είναι ότι μπήκα στον πειρασμό να του το προτείνω ως εναλλακτική λύση όταν δίσταζε να οριστικοποιήσει το Ζωές Μετά, αλλά δεν το έκανα, κυρίως επειδή αυτό που καθιστά το έργο του Μπελίτσου υβριδικό είναι η ισορροπία που κρατάει ανάμεσα στη φιλοσοφική πραγματεία και την λογοτεχνική αφήγηση. Προκρίνοντας τον τίτλο Μεταζωές, ελλόχευε ο κίνδυνος να βαρύνει λίγο η ζυγαριά προς τη μεριά του πρώτου, κι αυτό επ’ ουδενί δεν θα ωφελούσε το έργο και τους αναγνώστες του, σύγχρονους και μεταγενέστερους. Εδώ ωστόσο το αναφέρω, γιατί μπορεί να μας δώσει ένα ερμηνευτικό κλειδί, τόσο για το συγκεκριμένο έργο, όσο και για το σύνολο του έργου του Μπελίτσου. 

Συγκεκριμένα, οι Ζωές Μετά συνιστούν ένα κείμενο που συνδιαλέγεται με τις ατομικές και τις συλλογικές θεωρήσεις περί βίου, προτείνοντας μία διαρκή αναδιαπραγμάτευση του νοήματος, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, μέσα από τις ουσιαστικές συναντήσεις στις οποίες επιλέγουμε να συμμετάσχουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Εννοώ εδώ πως το έργο του Μπελίτσου, εκτός από τη μεταμορφωτική δύναμη ενός γεγονότος για τις ζωές πολλών ανθρώπων, αφηγείται παράλληλα και μία αφηρημένη ιστορία, εκείνη της συγκρότησης ταυτότητας, πράγματος ρευστού και αενάως μετακινούμενου, που ωστόσο οφείλουμε να παρακολουθούμε και να ελέγχουμε διαρκώς, αν θέλουμε να δρούμε ως συνειδητά υποκείμενα, και μάλιστα ως μέλη μιας πραγματικής ή φαντασιακής κοινότητας.

Εδώ ακριβώς τέμνονται οι θεωρητικοί μου προβληματισμοί των τελευταίων χρόνων με τη σκέψη του Μπελίτσου. Έχοντας πια διδάξει για μία πενταετία τις θεωρητικές έννοιες που κατοχύρωσα στη διάρκεια των ακαδημαϊκών σπουδών μου, διαμορφώνω εδώ και αρκετό καιρό, μία νέα ερευνητική πρόταση, που έχει να κάνει με την αναζήτηση της ευτυχίας στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, μέσα από πρακτικές παραδοσιακά ανατολικές. Και, σε εποχή συναισθηματικής και διανοητικής ξηρασίας, βροχοποιά έργα όπως αυτό του Μπελίτσου, μπορούν έστω και ερήμην τους να δώσουν κατεύθυνση ή να σχηματοποιήσουν ορισμένες ιδέες που, σπερματικά μόνο, υπάρχουν ανέκαθεν βαθιά μέσα μας, αλλά περιμένουν κάτι που θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία ανάδυσής τους. Έτσι λοιπόν, οι Ζωές Μετά, μου φώτισαν μία παράμετρο προς εξέταση στο θέμα που αυτόν τον καιρό διαπραγματεύομαι, και που είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι αισθήσεις μας, όχι μόνο στη γνωριμία μας με τον κόσμο και την επιβίωσή μας μέσα σε αυτόν, αλλά και με τους τρόπους και τα μέσα που επιλέγουμε για να μετακινηθούμε ενώ ταξιδεύουμε προς την ευτυχία. 

Με το προσωπείο των ιδεών του φιλοσόφου, ο συγγραφέας προβαίνει σε μία επανεξέταση της λειτουργίας των αισθήσεων, που, ενδεχομένως, συνιστά και μία κοινωνική κριτική για τις επικρατούσες τάσεις της εποχής μας. 
Αρχικά, καταφέρεται σκληρά εναντίον της αίσθησης που λείπει κι από μένα:

Η όραση, λέει, είναι ο δικτάτορας των αισθήσεων. Η όραση είναι εγωιστική αίσθηση. Σου δημιουργεί σκέψεις αλλά όχι επαφή. Η όραση δημιουργεί ψευδαισθήσεις και προσδοκίες.

Σε μία εποχή όπου τα πάζλ των προσωπικοτήτων μας συντίθενται κατά κύριο λόγο από ένα σύνολο εικόνων που εμείς επιλέγουμε να προβάλλουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νομίζω αυτή η διατύπωση βρίσκει την καρδιά του στόχου της.
Έπειτα, περνάει σε μία επανεκτίμηση της ακοής, που τη συνδέει ωστόσο άρρηκτα με την πρόθεση:

Η ακοή βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Επαληθεύει ή διαψεύδει τη φαντασίωση. Αρκεί να θέλεις ν’ ακούσεις!

Και τέλος, στην κορυφή της πυραμίδας των αισθήσεων, βάζει την όσφρηση, την πιο ενστικτώδη και την λιγότερο ανεπτυγμένη από όλες τις αισθήσεις στο σύγχρονο κόσμο. Μας θυμίζει πως:

Η όσφρηση ολοκληρώνει τις σχέσεις. Η μυρωδιά δεν πιάνεται. Αιωρείται. Τη νιώθεις αλλά δεν υπάρχει κιόλας. Αυτό είναι που την κάνει γοητευτική. Δεν αποθηκεύεται ούτε αρχειοθετείται. Είναι το λανθάνον τεκμήριο του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ιδιότυπη αυτή η ιδέα περί ολοκλήρωσης μόνο μέσω της όσφρησης. Ωστόσο εξαιρετικά συμβατή με την πίστη ότι η αλήθεια ενυπάρχει ήδη μέσα στον καθένα από μας και το μόνο που χρειάζεται να γίνει προκειμένου να αναδυθεί είναι να έρθουμε σε επαφή με το κατάλληλο ερέθισμα. Το όλον ενυπάρχει στα μέρη του και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να το αναγνωρίσουμε.
Έπειτα, πολύ συνοπτικά, ο συγγραφέας, δια στόματος φιλοσόφου, απενοχοποιεί και εξυψώνει την αφή, σε έναν εικονικό κόσμο:

Το χάδι, στερεώνει τις σχέσεις και τις κρατά σφιχτοδεμένες

και κατακεραυνώνει τη γεύση, σε μια εποχή που η κατανάλωση είναι ο ικανότερος μηχανισμός συντήρησης ενός συστήματος που βασίζεται στην ανισότητα, και, κατά συνέπεια, προωθεί την αδυνατότητα να τείνουμε προς τη συλλογική ευημερία και ευτυχία.

Μόνο μη ξεπέσεις στη γεύση, τα έχασες όλα.

Μοιάζει να μας δίνει εδώ ο συγγραφέας μία τελευταία προειδοποίηση.
Τελικά τι προκρίνει το έργο του Μπελίτσου; Μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής που συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τα όρια του, ή μία καλλιτεχνική της προσέγγιση που τον καλεί να τα ξεπεράσει; Με αυτό το ερώτημα ανοιχτό σας καλώ το Σαββατοκύριακο που μας έρχεται, αν μείνετε σπίτι, γιατί έρχονται και καταιγίδες, να δείτε τον Βροχοποιό, ταινία του 1956 με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Κάθριν Χέιμπορν, και, προπαντός, να διαβάσετε τις Ζωές Μετά, μία ή και περισσότερες φορές στη βεράντα, ή, έστω, με τα παράθυρα ανοιχτά, για να μπορείτε να μυρίσετε και τη βροχή.
 Γιατί…

Η μυρωδιά εμφανίζεται για μια στιγμή και χάνεται. 
Αλλά αυτή τη μοναδική στιγμή μπορεί να αλλάξει την πορεία μιας ζωής, την πορεία μιας σχέσης, τις τύχες του κόσμου.

«Ζωές μετά…» του Θοδωρή Μπελίτσου
Βιβλιοπωλείο Ad Libitum, Nέα Σμύρνη
Παρασκευή, 6 Οκτωβρίου 2017

Θ. Μπελίτσος, Χρ. Μυγδάλη, Ειρ. Μαργαρίτη, Π. Δουρέκα
-ο-ο-ο-


ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΜΥΓΔΑΛΗ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Χριστιάνα Μυγδάλη είναι φιλόλογος και μεταφράστρια. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει τα βιβλία: «Η τέχνη της ρουτίνας» του Μέισον Κάρι (εκδ. Key Books 2014) και (με τον Βασίλη Ντζούνη) «Η δουλειά του ηθοποιού με τον εαυτό του: Η ενσάρκωση» του Κωνσταντίν Στανισλάβσκι (εκδ. Πλέθρον 2017). Είναι διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έχει διδάξει Νεοελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμό στην Ελλάδα και την Αγγλία και ασχολείται συστηματικά με την πρακτική της θεραπευτικής ανάγνωσης. Διδάσκει μετάφραση και διαπολιτισμό στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου