Ήταν
ένα περίεργο σούρουπο. Δεκέμβρης. Χαμηλά στον ορίζοντα ένα χρυσοπόρφυρο μήλο
έβαφε τα ήρεμα νερά του Μεσσηνιακού. Ο ήλιος που ολημερίς ήταν κρυμμένος πίσω
από βαριά σύννεφα, είχε βρει ένα άνοιγμα και καληνύχτιζε τους υπηκόους του. Ήταν
η ώρα που μπορούσες να τον αντικρίσεις κατάματα. Να νιώσεις τη δύναμή του,
χωρίς να σε τρομάζει η λάμψη του. Να ρουφήξεις τη ζωντάνια και τη θέρμη του,
χωρίς να τσουρουφλιστείς. Να μαγευτείς από την ισχύ του. Να νιώσεις αδύναμος
και μόνο στη σκέψη πως μπορεί αυτή να είναι η τελευταία φορά που δύει. Στη
σκέψη πως αποχωρίζεται για πάντα αυτόν τον πλανήτη που είναι δικό του
δημιούργημα, πως αποφάσισε να φτιάξει έναν καινούργιο, απαλλαγμένο από το
εγωιστικό ανθρώπινο γονίδιο.
Ήταν η ώρα που όλα τα ζωντανά πλάσματα σιωπούν και
λουφάζουν τρομαγμένα. Συγκεντρώνουν τη σκέψη τους σε μια προσευχή προς το
ζωοδότη πατέρα τους να τα σπλαχνιστεί και να επιστρέψει το επόμενο πρωί,
λαμπερός και ξεκούραστος, ώστε να συνεχίσουν κι αυτά να υπάρχουν.
Ο Πότης
μόλις είχε γυρίσει από το ράβδο. Πήρε τον καφέ του και βγήκε στο μπαλκόνι. Όπως
κάθε απόγευμα, κάθισε στην πολυθρόνα του και βάλθηκε να αγναντεύει το βασιλιά
του ουρανού που σε λίγο θα έσβηνε πίσω από τα βουναλάκια, στην απέναντι μεριά
του κόλπου. Πλησίαζε το χειμωνιάτικο ηλιοστάσιο και ο ήλιος από καιρό είχε πάρει
ρότα κατά το νοτιά προς την Κορώνη. Βασίλευε πάνω από τη Λογγά. Μετά τα
Χριστούγεννα θα άρχιζε πάλι να ανεβαίνει προς το βοριά, θα έφτανε στο χοντρό
βουνό πάνω από το Πεταλίδι, θα το προσπερνούσε και ως τον Ιούνιο θα πλησίαζε τη
Βελίκα. Και ξανά-μάνα η ίδια διαδρομή.
Τέτοιες
σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του κάθε απόγευμα κι έπαιρνε κουράγιο και
δύναμη να συνεχίσει τη μοναχική ζωή του. Με τις σκέψεις αυτές ανανέωνε τις
ελπίδες του πως η ανθρώπινη φύση έχει και τις καλές πλευρές της και όχι μόνο
τις άσχημες και βρώμικες που είχε γνωρίσει κατά κόρον στα τριάντα χρόνια της
αστυνομικής του θητείας. Του έδινε κουράγιο το ηλιοβασίλεμα. Αυτά τα δέκα
λεπτά, που ο δημιουργός ήλιος επέτρεπε στους θνητούς κατοίκους του πλανήτη Γη
να τον αντικρίσουν κατάματα, ο Πότης στεκόταν σιωπηλός, με σεβασμό και δέος,
ευχαριστώντας το παντοδύναμο άστρο που είχε δώσει παράταση ζωής για μια ακόμα
ημέρα στον πιο αχάριστο πλανήτη που είχε δημιουργήσει και στο πιο αχάριστο ζώο
αυτού του πλανήτη.
Το
βουνό άρχισε να μασάει σιγά-σιγά το πορφυρένιο μήλο. Αθόρυβα και σταθερά έκοβε
από ένα κομμάτι, ώσπου απέμειναν μόνο κάποιες χρυσές φλούδες να θυμίζουν το
σημερινό του πέρασμα. Σύντομα χάθηκαν κι αυτές κι ένα απέραντο μουντό, μολυβί
πέπλο ένωσε θάλασσα κι ουρανό. Το διέκοπταν μόνο οι καμινάδες των ελαιοτριβείων
του κάμπου. Δούλευαν στο φουλ στέλνοντας στα ουράνια μανιτάρια καπνιάς, ροδοκίτρινες
στήλες, σα χριστουγεννιάτικες γιρλάντες, πάνω από τα χωριατόσπιτα που ένα-ένα
άναβαν τα φώτα τους, όπως τα λαμπάκια του δέντρου. Ο ράβδος είχε τελειώσει για
σήμερα, ίσως και για πολλές ημέρες, αφού μεθαύριο ήταν Χριστούγεννα. Ένα άρωμα
κοπανισμένου ελαιόκαρπου πάλευε να εκτοπίσει τη θαλασσινή αρμύρα που αιωρείτο
στην υγρή ατμόσφαιρα.
Η
βουβή ηρεμία δεν κράτησε για πολύ. Η μπόρα που απειλούσε από το μεσημέρι να
διακόψει το λιομάζεμα, ξέσπασε δυνατή και απότομη. Χοντρές σταγόνες άρχισαν να
βομβαρδίζουν την ήρεμη θάλασσα, φτιάχνοντας κύκλους που ολοένα απλώνονταν,
σκουντούσαν ο ένας τον άλλον, άλλαζαν πορεία, δημιουργούσαν ημικύκλια,
τεταρτημόρια, ώσπου έσβηναν. Κάτω από το υπόστεγο της βεράντας απολάμβανε τη
βροχή.
«Αύριο
δεν έχει ράβδο», σκέφτηκε. «Ούτε μεθαύριο, φυσικά».
Δεν
είχε πολλές ελιές, πενήντα δέντρα όλα και όλα. Τις μάζευε με τον παλιό τρόπο.
Χωρίς μηχανήματα. Με την τέμπλα και το κατσώνι. Έτσι, σαν μνημόσυνο στον παλιό καιρό. Στη μνήμη των γονιών του. Ένα λαχίδι είχε κρατήσει. Με τα υπόλοιπα είχε προικίσει τις αδερφές του. Υποχρέωση ζωής. Και η χωροφυλακή, υποχρέωση ζωής.
Όταν έφυγε ο πατέρας, μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό. Με ΑΡΙΣΤΑ ΔΕΚΑ! Ο μοναδικός στην τάξη. Ονειρευόταν να πάει στο Γυμνάσιο. Τέσσερα θηλυκά, μάνα και αδερφές, κρεμάστηκαν επάνω του.
Τα όνειρα σκόρπισαν: ελιές, σύκα, αμπέλι και πάλι από την αρχή.
Ζωή περιστρεφόμενη για να ξεπληρώνει τα βερεσέδια: στο λάδι,
στις τσαπέλες, στον τρύγο και πάλι από την αρχή.
Σαν το ηλιοβασίλεμα: Λογγά, Πεταλίδι, Βελίκα και ξανά-μανά.
Κύκλος χωρίς τελειωμό.
Στα δεκαοχτώ, το πήρε απόφαση: έφεδρος χωροφύλαξ! Να προικίσει τις αδερφές. Ώσπου να το καταφέρει, η δικιά του σειρά πέρασε. Σάπισε στα βουνολάγκαδα του Μοριά «δια τας ανάγκας της υπηρεσίας»: Λενίδι, Κρέσταινα, Μαζαίικα, Γαργαλιάνοι.
Ο μισός μισθός στη μάνα «δια τας ανάγκας της οικογενείας»: Βαγγελιώ, Ρηνούλα, Μαρίτσα.
Τα χωραφάκια προικώα στους γαμπρούς, στην πρωτεύουσα: φαναρτζής, περιπτεράς, υδραυλικός.
Εκποιήθηκαν «εις αντικατάστασιν προικός»: κεφάλαιον καταστήματος, κεφάλαιον καταστήματος, κεφάλαιον καταστήματος.
Τρεις αδερφές, τρεις γαμπροί, τρεις κάρτες της Υπαπαντής, στη γιορτή του:
«Αγαπιμένε μας αδελφέ Παναγιότη. Δια την ονομαστικίν σου εωρτήν Χρόνια πολά. Και του χρόνου δυπλός».
Τρεις χάρτινες αδερφές! Ξεθώριασαν. Έγιναν τρεις φωνές στο τηλέφωνο:
«Χρόνια πολλά, Πότη! Χρόνια πολλά, κουνιαδάκι! Χρόνια πολλά, θείε!»
Κι αυτές αραίωσαν: «Χαθήκαμε!».
Φιλιατρά, Γεράκι, Αρφαρά.
Χωροφύλαξ, υπενωμοτάρχης, ενωμοτάρχης.
Χρωματιστά προσκλητήρια γάμου των ανιψιών του. Δεν τον είχαν ξεχάσει! Ξανά ο μισός μισθός στην υποχρέωση: ηλεκτρικό ψυγείο, φωτιστικά, πλυντήριο πιάτων. Μισός μισθός, μισή ζωή δική του. Η υπόλοιπη δανεική, στη μνήμη του πατέρα.
Η βροχή συνέχιζε δυνατή. Αστραπές χάραζαν φωτεινά μονοπάτια στη σκοτεινιασμένη θάλασσα. Άφησε τις σκέψεις του να βρέχονται στο πλακόστρωτο και μπήκε μέσα. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Έβαλε ξύλα στο τζάκι. Αύριο δεν είχε ράβδο, ούτε μεθαύριο. Αν ζούσε η μάνα, τώρα θα έφτιαχνε μελομακάρονα. Αν ζούσε ο πατέρας, θα έψηνε λουκάνικο στη θράκα, μανιάτικο με πορτοκάλι. Έβγαλε το λουκάνικο από το ψυγείο. Σκάλισε τα κάρβουνα. Έβαλε ρετσίνα σε ένα ποτήρι.
Μια ασπρόμαυρη σχολική φωτογραφία στην εταζέρα. Την πήρε στο χέρι του.
«Δημοτικόν Σχολείον… Σχολικόν Έτος…».
Δώδεκα αγόρια, εννιά κορίτσια και μια ηλικιωμένη δασκάλα με μπαστούνι. Καταμεσής ο ίδιος, με ένα ξύλινο καράβι στα χέρια. Το καράβι που είχε φτιάξει στην Έκτη για τα κάλαντα. Τι απόγινε άραγε;
Αν πήγαινε σχολείο, τώρα θα φτιάχνανε αστεράκια και αγγελάκια με χρωματιστά χαρτόνια. Θα τυλίγανε καρύδια και κυπαρισσόμηλα με χρυσόχαρτα.
Αν πήγαινε σχολείο, τώρα θα φτιάχνανε αστεράκια και αγγελάκια με χρωματιστά χαρτόνια. Θα τυλίγανε καρύδια και κυπαρισσόμηλα με χρυσόχαρτα.
«Σιγά μην υπάρχει, μετά από σαράντα πέντε χρόνια», μουρμούρισε.
Τα χρωματιστά χαρτόνια έγιναν μπλε σκούρα, σχεδόν μαύρα. Τα κυπαρισσόμηλα ξεράθηκαν και μάδησαν.
Στον τοίχο η φωτογραφία του πατέρα. Κάρφωσε ένα κομμάτι λουκάνικο. Ήπιε μια γουλιά κρασί.
«Μισή ζωή έζησε κι αυτός. Την άλλη μισή την κληροδότησε σε μένα», σκέφτηκε.
Ξαναπήρε τη σχολική φωτογραφία στα χέρια του. ΑΡΙΣΤΑ ΔΕΚΑ! Με τι στόμφο το είχε πει η γριά-δασκάλα, όταν τους μοίρασε τα απολυτήρια! Καμάρωνε, έκανε όνειρα. Θα γινόταν δάσκαλος και θα ξαναγύριζε στο χωριό του.
Ξαναγύρισε. Ανθυπασπιστής Χωροφυλακής ε.α. με γκρίζους κροτάφους. Η μισή ζωή «δια τας ανάγκας της υπηρεσίας». Η άλλη μισή
«δια τας ανάγκας της οικογενείας».
Ποιας οικογενείας; Γαμώτο. Τρία τηλεφωνήματα τα Χριστούγεννα, μεθαύριο:
«Καλά Χριστούγεννα, Πότη. Καλά Χριστούγεννα, θείε.
Καλά Χριστούγεννα, αδερφούλη».
Τρία τηλεφωνήματα. Αυτή ήταν η οικογένειά του. Αν έκοβε το τηλέφωνο, θα έπαυε να υπάρχει και η οικογένεια.
Ξαναπήρε τη σχολική φωτογραφία στα χέρια του. Δώδεκα αγόρια, εννιά κορίτσια, ένα χαμόγελο πίσω από ένα ξύλινο καράβι και μια δασκάλα. Ένα μόνο Άριστα ΔΕΚΑ, το δικό του. Και λοιπόν;
Η βροχή είχε κοπάσει. Συνέχισε να πίνει. Με ρέγουλο. Ποτέ δεν ήταν του ποτού.
«Είμαι Πότης αλλά όχι πότης», αχνογέλασε με το αστείο λογοπαίγνιο που συνήθιζε να λέει, όταν τον πιέζανε να πιεί.
Το βλέμμα του κοίταξε έξω από το παράθυρο, στον ορίζοντα, ψάχνοντας για συννεφάκια πάνω από τα φώτα της Καλαμάτας που λαμπύριζαν στο βάθος. Ο ουρανός είχε αρχίσει να καθαρίζει. Να η Κέρκυρα, πιο κει η Κρήτη. Ένα χαμόγελο έσκασε αυθόρμητα στα χείλη του. Το μυαλό του γύρισε στα σχολικά χρόνια, όταν η γριά-δασκάλα τούς έβαζε να ψάχνουν στον ουρανό τα σύννεφα και να της λένε με ποιο νησί ή με ποιο νομό μοιάζει το σχήμα τους. Κοιτούσαν τον ουρανό κι έψαχναν στο μεγάλο χάρτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο.
«Κυρία, κυρία, να η Ρόδος!»
«Κυρία, κυρία, να η Μεσσηνία!»
«Κυρία, κυρία, να η Λήμνος!»
Ξανακοίταξε το μισοσκότεινο ουρανό. Να τα Κρέσταινα! Να οι Γαργαλιάνοι! Να τα Αρφαρά! Η προσωπική του γεωγραφία. Θυμήθηκε τη γριά-δασκάλα. Τέτοιες μέρες στολίζανε το σχολειό, φτιάχνανε ζωγραφιές, χρωματιστά αστέρια, τυλίγανε κουκουνάρια με χρυσόχαρτα, ψέλνανε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Την παραμονή βγαίνανε στο χωριό να πούνε τα κάλαντα. Και κείνος μπροστά-μπροστά με το ξύλινο καράβι.
Άνοιξε ένα συρτάρι. Βρήκε κάτι παλιά μπλοκ ιχνογραφίας. Τα ξεφύλλισε: χάρτες, ζωγραφιές, αγγελάκια, αστεράκια. Και ένα μεγάλο χρυσόχαρτο, απομεινάρι αλλοτινού καιρού. Άρχισε να κόβει αστεράκια και να τα στολίζει στα ράφια, ώσπου κουράστηκε και τον πήρε ο ύπνος στη βαθιά πολυθρόνα, απέναντι από το τζάκι.
Ήταν ξανά παιδί, στο σχολειό. Είχε φτιάξει ένα καράβι μεγαλύτερο από το μπόι του, πολύχρωμο, θαλασσί, με κεραμιδί καρίνα και κιτρινοπράσινα ξάρτια. Δώδεκα αγόρια και εννιά κορίτσια βγήκαν να πουν τα κάλαντα. Εκείνος μπροστά-μπροστά με το καράβι. Πίσω τους η γριά-δασκάλα, σαν την κλώσα καθοδηγούσε τα πουλιά της.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι
αν είν’, κι αν είναι ορισμός σας…»
Το ξημέρωμα τον βρήκε στην πολυθρόνα σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Σηκώθηκε, έβαλε κι άλλα ξύλα στη θράκα, έφτιαξε ένα τσάι και χουζούρεψε ξανά. Ο ουρανός είχε καθαρίσει αλλά σιγά που θα πήγαινε στις ελιές. Άρχισε να μουρμουρίζει τα κάλαντα μισοκοιμισμένος. Προσπαθούσε να ξαναδεί το ίδιο όνειρο, όταν ένα κουδούνισμα και παιδικές φωνούλες τον ξεσήκωσαν:
«Θείο,
να τα πούμε;»
Έτρεξε στην πόρτα.
«Να τα πείτε!»
Το καράβι του! Πέντε χαμόγελα με τρίγωνα στα χέρια και ένα δροσερό κορίτσι, η δασκάλα τους, με το δικό του γέρικο καράβι άρχισαν δυνατά:
«Καλήν ημέραν
άρχοντες. Κι αν είν’, κι αν είναι ορισμός σας…».
Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το καράβι των σχολικών του χρόνων υπήρχε ακόμα και σκόρπιζε εορταστικά χαμόγελα και ελπίδα.
Ένας λαμπρός, χειμωνιάτικος ήλιος ξεπρόβαλε χαμογελαστός πάνω από τον Ταΰγετο.
Το πιο αχάριστο ον αυτού του πλανήτη πήρε μια ακόμα ευκαιρία.
Θοδωρής Μπελίτσος
Νέα Σμύρνη, Δεκέμβριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου