Ήταν
ένα περίεργο σούρουπο. Δεκέμβρης. Χαμηλά στον ορίζοντα ένα χρυσοπόρφυρο μήλο
έβαφε τα ήρεμα νερά του Μεσσηνιακού. Ο ήλιος που ολημερίς ήταν κρυμμένος πίσω
από βαριά σύννεφα, είχε βρει ένα άνοιγμα και καληνύχτιζε τους υπηκόους του. Ήταν
η ώρα που μπορούσες να τον αντικρίσεις κατάματα. Να νιώσεις τη δύναμή του,
χωρίς να σε τρομάζει η λάμψη του. Να ρουφήξεις τη ζωντάνια και τη θέρμη του,
χωρίς να τσουρουφλιστείς. Να μαγευτείς από την ισχύ του. Να νιώσεις αδύναμος
και μόνο στη σκέψη πως μπορεί αυτή να είναι η τελευταία φορά που δύει. Στη
σκέψη πως αποχωρίζεται για πάντα αυτόν τον πλανήτη που είναι δικό του
δημιούργημα, πως αποφάσισε να φτιάξει έναν καινούργιο, απαλλαγμένο από το
εγωιστικό ανθρώπινο γονίδιο.
Ήταν η ώρα που όλα τα ζωντανά πλάσματα σιωπούν και
λουφάζουν τρομαγμένα. Συγκεντρώνουν τη σκέψη τους σε μια προσευχή προς το
ζωοδότη πατέρα τους να τα σπλαχνιστεί και να επιστρέψει το επόμενο πρωί,
λαμπερός και ξεκούραστος, ώστε να συνεχίσουν κι αυτά να υπάρχουν.