Φθινόπωρο του ’46.
Στην ταβέρνα του Τσαφατίνου, στην πλατεία
Μαυρομιχάλη της Καλαμάτας, μια μικρή παρέα λαφροπίνει ρετσινάτο κρασί και
τσιμπολογά τους πρόχειρους μεζέδες του ταβερνιάρη: ξαρμυρισμένο μπακαλιάρο,
παξιμάδι παπάρα με λαδόξυδο, τη λεγόμενη και «ξυδομπουκουβάλα», σφέλα τυρί και
ντομάτα. Ανάμεσά τους κι ο Μιχάλης, απόμαχος Ελασίτης που λίγους μήνες
πρωτύτερα γαμούσε κι έδερνε στην πόλη, κατά το χειμώνα της εαμοκρατίας που
κράτησε ως το Μάρτη του ’45 στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Ύστερα, μετά τη Συμφωνία
της Βάρκιζας, χώθηκαν μέσα τα κεφάλια των Εαμιτών και βγήκαν μπροστά όλα τα
«λουλούδια» της εθνικοφροσύνης.
Ο Μιχάλης δεν ήταν κανένας καπετάνιος,
τελευταίος τροχός της αμάξης ήταν. Φτωχομπατίρης, μεροδούλι-μεροφάι, νόμισε πως
με την επικράτηση του ΕΑΜ θα χορτάσει την πείνα του. Καμάρωνε που ζωσμένος τα
φυσεκλίκια κυκλοφορούσε παντοδύναμος στους δρόμους της πόλης. Έριχνε στον αέρα
τουφεκιές φωνάζοντας δυνατά «Κάτω τα ψηλά μπαλκόνια!», κι ονειρευόταν πως
κάποιο από αυτά θα γινόταν δικό του. Άνθρωπο δεν πείραξε αλλά του βγήκε τ’
όνομα και τον συλλάβανε. Μετά τη σύλληψη έπαψε να ασχολείται με τα πολιτικά.
Όταν τον ρωτούσαν, γιατί ξέκοψε απ’ το κίνημα, απαντούσε με νόημα:
-Του Μιχάλη η πλάτη δεν αντέχει άλλο ξύλο.
Παρά τη μεταμέλειά του φυλαγόταν ακόμα. Δεν
κατέβαινε συχνά από τη Γιάννιτσα, το χωριό του, στην πόλη, διότι οι φανατικοί
της άλλης πλευράς, δεν το ’χαν και πολύ αν τον έβρισκαν πουθενά να τον
καταχερίσουν, μη τυχόν και μπει ξανά στο μυαλό του η ιδέα να συνεργαστεί με τα «μιάσματα».
Μα είχε νοσταλγήσει να πιει λίγο κρασάκι στου Τσαφατίνου με την παλιοπαρέα,
όπως παλιά πριν τους χωρίσει η πολιτική, κι αποτόλμησε την κάθοδο στην
Καλαμάτα. Γιατί ο Μιχάλης διάλεγε την παρέα του με κριτήριο την αγάπη για το
δραμάκι, και όχι την αγάπη για την επανάσταση. Κάτω από το κρασοβάρελο μόνιαζε
με όλους, βασιλόφρονες, βενιζελικούς ή μπολσεβίκους, κι ας καιγόταν ο κόσμος.
Έξω καρδιά, καλή καρδιά ο Μιχαλάκης είχε συγχωρέσει ακόμα και εκείνους που τον
ξυλοφόρτωσαν, όταν τον βάλανε στη στενή.
Εκείνη τη μέρα η κρασοκατάνυξη είχε παρατραβήξει κι ο Ευθύμης, ο γυρολόγος και πραματευτής, αποφάσισε να αφήσει πρόωρα τη συντροφιά, καθώς είχε να παραδώσει μερικές παραγγελίες σε κάποιες κυράδες στην Παραλία. Ο Ευθύμης γύριζε τα σοκάκια με το γαϊδουράκι του και πουλούσε μικροπράγματα που κάθε γυναίκα τα χρειαζόταν. Κλωστές για ράψιμο, βελόνες για το πλέξιμο και το κέντημα, καρφίτσες, κουβαρίστρες, μανταλάκια, φιογκάκια, τσιμπιδάκια, μπανέλες, παραμάνες, πανάκια για τα μωρά, πετσετάκια, φτηνοπράγματα δηλαδή. Για τα πιο ακριβά δεχόταν παραγγελίες: κάλτσες, εσώρουχα, τσεμπέρια, μαλλί πλεξίματος, κλωστές κεντήματος, κραγιόνια και ότι τέλος πάντων επιθυμούσε μια γυναίκα. Πήγαινε στα εμπορικά της πόλης, ψώνιζε και εξυπηρετούσε τις νοικοκυρούλες, τις μωρομάνες και γενικά όσες δεν μπορούσαν να χασομερήσουν για να κατέβουν στην αγορά από τις μακρινές γειτονιές. Έβγαζε κι αυτός ένα διάφορο.
Εκείνη τη μέρα η κρασοκατάνυξη είχε παρατραβήξει κι ο Ευθύμης, ο γυρολόγος και πραματευτής, αποφάσισε να αφήσει πρόωρα τη συντροφιά, καθώς είχε να παραδώσει μερικές παραγγελίες σε κάποιες κυράδες στην Παραλία. Ο Ευθύμης γύριζε τα σοκάκια με το γαϊδουράκι του και πουλούσε μικροπράγματα που κάθε γυναίκα τα χρειαζόταν. Κλωστές για ράψιμο, βελόνες για το πλέξιμο και το κέντημα, καρφίτσες, κουβαρίστρες, μανταλάκια, φιογκάκια, τσιμπιδάκια, μπανέλες, παραμάνες, πανάκια για τα μωρά, πετσετάκια, φτηνοπράγματα δηλαδή. Για τα πιο ακριβά δεχόταν παραγγελίες: κάλτσες, εσώρουχα, τσεμπέρια, μαλλί πλεξίματος, κλωστές κεντήματος, κραγιόνια και ότι τέλος πάντων επιθυμούσε μια γυναίκα. Πήγαινε στα εμπορικά της πόλης, ψώνιζε και εξυπηρετούσε τις νοικοκυρούλες, τις μωρομάνες και γενικά όσες δεν μπορούσαν να χασομερήσουν για να κατέβουν στην αγορά από τις μακρινές γειτονιές. Έβγαζε κι αυτός ένα διάφορο.
Σαν είδε, λοιπόν, ότι η ώρα περνούσε και θα
του κάνανε παράπονα οι πελάτισσές του, αποφάσισε να αφήσει τη συντροφιά, με
πόνο είναι η αλήθεια, γιατί τέτοια παρέα δεν έβρισκε συχνά. Σηκώθηκε και τους
αποχαιρέτησε με το κλασικό «να με κρίνετε επιεικώς!», καθώς γνώριζε πως όποιον
αναχωρούσε πρώτος, οι υπόλοιποι τον σχολίαζαν, πάντα με αγαθότητα και χωρίς
κακή πρόθεση – «έπεα πτερόεντα» της οινοποσίας ήταν τα σχόλια άλλωστε, και την
επομένη δεν τα θυμούνταν. Βγήκε από την ταβέρνα και τράβηξε για το μεσιανό
δέντρο της πλατείας, όπου είχε δέσει το Στρατίκο, τον υπομονετικό γαϊδαράκο
του. Τον είχε βγάλει «Στρατίκο», γιατί μαζί του είχε γυρίσει όλες τις στράτες
της πόλης: Ακρίτα, Φαρών, Αριστομένους, Φραγκόλιμνα, Κάστρο, Φυτειά,
Γιαννιτσάνικα, Ταμπάκικα, Νησάκι, Κοκορόγιαννη, Λαίικα, μέχρι την Ανάληψη και
την Ντουάνα στο λιμάνι. Ο Στρατίκος μασουλούσε ήρεμα το πίτουρο από τον ντορβά
και πρόσμενε το αφεντικό του να τον πάει για πότισμα, πριν πάρουν το δρόμο για
την Παραλία. Καθημερινό δρομολόγιο ήταν αυτό, ακόμα και λυτό να τον άφηνε ο Ευθύμης,
ο Στρατίκος δεν άλλαζε διαδρομή. Πράγματι μόλις τον έλυσε, ο Στρατίκος
κατηφόρισε προς τη Μεγάλη Πηγάδα με το κρυστάλλινο νερό, από την οποία
υδρευόταν η μισή πόλη. Εκεί στάθηκε, ώσπου ο Ευθύμης να ξεκρεμάσει το μπουγέλο
από το σαμάρι, να το γεμίσει και να το βάλει μπροστά στο διψασμένο ζωντανό.
Και τότε φάνηκαν να κατεβαίνουν από την
Υπαπαντή, οπλισμένοι σαν αστακοί, βιαστικοί και αγριεμένοι. Ήταν πέντε-εξι
ΕΑΟΚίτες, πρώην ταγματασφαλίτες που είχαν φτιάξει μια παραστρατιωτική οργάνωση,
τις Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών (ΕΑΟΚ), με επικεφαλής έναν
Μανιάτη υπαξιωματικό, τον Κατσαρέα. Με την ανοχή του επίσημου κράτους είχαν
ταχθεί να συνετίσουν όλους τους μη εθνικόφρονες. Επέβαλαν την εθνικοφροσύνη δια
ροπάλου, εφαρμόζοντας το ρητό: «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Σαν τους
είδαν οι γυναίκες σκόρπισαν φοβισμένες από την Πηγάδα. Δεν ήταν και τα καλύτερα
παιδιά οι ΕΑΟΚίτες. Δεν το ’χαν και δύσκολο να ξεμοναχιάσουν κάποια που είχε
αδερφό, σύζυγο ή πατέρα Ελασίτη, να την κουρέψουν γουλί και να την
διαπομπεύσουν περιφέροντάς την στην πόλη ως τρόπαιο, δεμένη ανάποδα πάνω σε ένα
γάιδαρο, με μια χάρτινη ταμπέλα στην πλάτη: «Βουλγάρα» ή «Μπολσεβίκα» ή ότι
άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Πολλά τέτοια γίνονταν εκείνη τη ζοφερή
περίοδο.
Ο Ευθύμης συνέχισε να ποτίζει το γάιδαρο. Δεν
είχε να φοβηθεί κάτι. Ήταν πατριώτης αλλά όχι ακραίος. Στην κατοχή πήγε, όπως
οι περισσότεροι, στο βουνό. Εντάχθηκε στον Ε.Σ. (Ελληνικός Στρατός) καθώς δεν
εμπιστευόταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Ανέβηκαν στον Ταΰγετο αλλά μόλις διαπίστωσε πως
αντί να πολεμούν τους Γερμανούς άρχισαν αψιμαχίες με τον ΕΛΑΣ, σηκώθηκε κι
έφυγε λέγοντας σε όσους τον είδαν να επιστρέφει στο χωριό του: «Δεν ξαναπάω, θα
σκοτωθούμε μεταξύ μας». Και επέστρεψε στο Στρατίκο και στις στράτες του. Όταν
πλησίασαν οι αρματωμένοι, είδε ανάμεσά τους, τον χωριανό και κουμπάρο του, τον
Πάνο.
-Ε κουμπάρε, του φώναξε. Τι γυρεύεις εσύ με
δαύτους; Έλα να πούμε καμιά κουβέντα. Ο Πάνος ξαφνιάστηκε μόλις τον είδε.
-Γεια σου Ευθύμη, είπε βιαστικά. Δεν έχω
χρόνο τώρα. Μάθαμε πως κατέβηκε ο Μιχάλης στην πόλη και τον ψάχνουμε. Μπας και
τον είδες;
-Ε και σαν ήρθε, τι; Ο Μιχάλης τα παράτησε,
δεν θυμάσαι το ξύλο που του ρίξανε τις προάλλες;
-Δεν τα ξέρεις καλά κουμπάρε. Αυτοί θέλουν
ξύλο συνεχώς, για να μην ξανακυλήσουν. Δεν καταλαβαίνουν με την πρώτη. Λέγε,
μήπως τον πήρε το μάτι σου;
-Όχι κουμπάρε, δεν τον είδα, απάντησε ο Ευθύμης,
βλέποντας πως το μάτι του είχε αγριέψει.
Χαιρετήθηκαν κι ο Πάνος με τους άλλους τράβηξαν προς το ποτάμι. Ο Πάνος δεν ήταν κακός. Άλλες σκοτούρες είχε. Ξεσπούσε στους αριστερούς θεωρώντας πως ήταν υπαίτιοι για τα προβλήματά του. Μα ούτε μαχαίρι τραβούσε ούτε όπλο σήκωνε. Έβγαζε το άχτι του ξυλοφορτώνοντάς τους και ηρεμούσε λίγο την πίκρα που ένιωθε στα σωθικά του. Πριν από τον πόλεμο είχε ξενιτευτεί στην Αμερική. Δουλευτής, ξύπνιος και επίμονος όπως ήταν, κατάφερε να κάνει ένα γερό κομπόδεμα κι αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του. Προίκισε τις αδερφές του κι έπειτα έστησε ένα λιοτρίβι. Σιγά-σιγά έφτιαξε μια καλή περιουσία, έχτισε μεγάλο σπίτι, αγόρασε χωράφια, οικόπεδο στην Καλαμάτα και έγινε άρχοντας. Ένα πράγμα είχε παραμελήσει, να βρει μια γυναίκα, νοικοκυρά, να αυγατίσει τη φύτρα του. Εκεί έκανε το μεγάλο σφάλμα. Πήρε μια Ουρανία, γυναίκα ουράνιας ομορφιάς αλλά πολλών απαιτήσεων. Πολύ μικρότερή του, ήταν φως φανάρι πως τον πήρε για την περιουσία του και όχι για τη λεβεντιά του. Οι αδερφές του τον προειδοποίησαν. Όμως εκείνος επέμενε, πιστεύοντας τα λόγια της, ότι δεν την θέλουν για να μη χάσουν την κληρονομιά, κάτι που είχε μια δόση αλήθειας, εδώ που τα λέμε.
Η Ουρανία ήταν το Βατερλό του. Ταξίδια στην
Αθήνα για ψώνια, διαμονή σε ακριβά ξενοδοχεία, ράψιμο στις καλύτερες ράφτρες τη
Πλάκας, γούνες, διασκεδάσεις σε κοσμικά μαγαζιά, καλοκαιρινές διακοπές σε σικ
προορισμούς -ακόμα και στη Ρώμη την πήγε- σπίτι δικό της στην Κηφισιά για τα
στερνά της και ένα-ένα τα χωραφάκια ξεπουλήθηκαν. Άρχισε να δανείζεται και
παραμονές του πολέμου έχασε και το εργοστάσιο από τα χρέη. Αλλά μαζί με το
εργοστάσιο έχασε και την Ουρανία. Τον παράτησε, λέγοντάς τον και χωριάτη, και
σπίτωσε στην Κηφισιά τον Λιάκο, έναν πολύ νεότερό του ζωγράφο. Στην Κατοχή
έμαθε πως ο αντικαταστάτης του είχε γίνει αρχιελασίτης στον Ταϋγετο. Του ήρθε ο
ουρανός σφοντύλι. Από τότε στο πρόσωπο κάθε αριστερού έβλεπε το Λιάκο. Αυτός
που δεν πείραζε άνθρωπο και είχε βοηθήσει κόσμο και ντουνιά, έγινε αγριάνθρωπος.
Μπήκε στις ομάδες του Κατσαρέα κι έκανε σκοπό της ζωής του να αφανίσει κάθε
αριστερό. Έκαψε σπίτια, έδειρε κόσμο, σκότωσε ζωντανά, μα δεν έβαψε τα χέρια
του με ανθρώπινο αίμα. Παρά τον καημό του, κράτησε λίγη από την ανθρωπιά του.
Γι’ αυτό όταν ο Ευθύμης του είπε πως δεν είχε δει το Μιχάλη, κατά βάθος χάρηκε,
διότι οι άλλοι τρεις της ομάδας που ήταν μαζί του, ήταν μοβόροι και δύσκολα θα
τους συγκρατούσε, αν και τους είχε πει πως ο Μιχάλης ήταν μετανοημένος.
Μόλις απομακρύνθηκαν, ο Ευθύμης παράτησε το
γάιδαρο δίπλα στην Πηγάδα και έσπευσε στου Τσαφατίνου. Βρήκε το Μιχάλη μες τη
καλή χαρά, να σιγοτραγουδά «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά».
-Βρε μουρλέ, του φώναξε ο Ευθύμης, θα το φας
το κεφάλι σου. Μάθανε πως είσαι δω και σε ψάχνουν ο Πάνος με τα παιδιά του
Κατσαρέα. Τώρα πάνε κατά το ποτάμι. Εξαφανίσου, όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Με μιας του κόπηκε το γέλιο του Μιχάλη.
Πέταξε ένα μεταλίκι στον πάγκο και «έγιν’ άρατος», παρατώντας σύξυλους τους
συνδαιτυμόνες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν καταλάβει τι είχε
συμβεί. Ώσπου να βγει από την ταβέρνα ο Ευθύμης, ο Μιχάλης είχε εξαφανιστεί στο
δρόμο για τη Γιάννιτσα.
Δέκα χρόνια αργότερα.
Ο Ευθύμης είχε τελειώσει νωρίτερα σήμερα το
αγώι με το Στρατίκο. Είχαν γεράσει πια, κι αυτός και το ζωντανό. Είχαν γεράσει
κι οι πελάτισσές του, ενώ οι νεότερες προτιμούσαν να κατεβαίνουν με το
λεωφορείο στην αγορά και να χαζολογούν γυρίζοντας από μαγαζί σε μαγαζί. Μάταια
προσπαθούσε να τις πείσει ότι εκείνος μπορούσε να τους βρει το καλύτερο και το
φθηνότερο. Δεν τον προτιμούσαν. Ο μπάρμπα-Ευθύμης ήταν εκτός εποχής πλέον. Το
είχε πάρει απόφαση. Όσο βαστούσαν τα πόδια του Στρατίκου και τα δικά του θα
εξυπηρετούσε κάποιες πιστές πελάτισσες που του είχαν απομείνει. Μερικές μάλιστα
ήταν κεντήστρες και πλέχτρες ξακουστές, που δέχονταν παραγγελιές από καλομάνες
που ετοίμαζαν προικιά για τις θυγατέρες τους. Γι’ αυτές βαστούσε ο Ευθύμης τα
κουράγια του και έβγαινε κάθε πρωί στο στρατί.
Αλλά σήμερα για άλλο λόγο τέλειωσε νωρίς το
δρομολόγιο. Είχε μάθει πως είχαν φέρει τον κακορίζικο τον κουμπάρο του, τον
Πάνο, στο φτωχοκομείο. Ποιος να το λέγε! Ο Πάνος, ο άρχοντας, που δάνειζε και
κέρναγε όλο τον κόσμο, να καταντήσει άπορος στο φτωχοκομείο. Κι εκείνη η
Ουρανία, ούτε να τον δει. Καλοκάθισε στην Κηφισιά, στο δίπατο αρχοντικό που της
είχε χτίσει ο Πάνος και έκλαιγε το Λιάκο της που είχε χαθεί στη λαίλαπα του
εμφυλίου. Για τον Πάνο, όχι μόνο δεν νοιάστηκε αλλά όταν της έγραψε να
ξανασμίξουν, του απάντησε πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον θεωρούσε υπαίτιο που
έχασε το Λιάκο. «Αφού είχες μπλέξει με τις ομάδες του Κατσαρέα, ίδιος με κείνους
είσαι», του ’γραψε. «Είναι σα να τον σκότωσες με τα χέρια σου!», τον
αποτέλειωσε. Έτσι απόμεινε μαγκούφης. Για μερικά χρόνια είχε ένα πιάτο φαΐ από
τις αδερφές του. Αλλά χηρέψανε, γεράσανε, τα ανίψια του φύγανε στη Γερμανία κι
απόμεινε μόνος. Τον λυπήθηκε ο παπάς κι έγραψε του δεσπότη να τον βάλουν στο
φτωχοκομείο της μητρόπολης, να έχει ένα καθαρό ρούχο κι ένα ζεστό κρεβάτι.
Αυτά σκεφτόταν ο Ευθύμης, όταν έφτασε στην
είσοδο του ιδρύματος και είδε το όνομα του Πάνου στην επιγραφή με τους μεγάλους
δωρητές. Τι ειρωνεία! Τον καιρό της ακμής του είχε προσφέρει ένα σημαντικό ποσό
για την ανέγερση του φτωχοκομείου. Πού να ήξερε ότι σε αυτό έμελλε να ζήσει τα
τελευταία του χρόνια. Ξεκρέμασε από το σαμάρι του Στρατίκου το ταγάρι με το
πεσκέσι για τον κουμπάρο και προχώρησε στο θυρωρό. Ρώτησε πού τον είχανε.
Δωμάτιο 26, του είπανε, εκείνο με το ωραίο μπαλκόνι. Ανέβηκε τις σκάλες, πήγε
προς το δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα κι απόμεινε άλαλος. Δυο κρεβάτια είχε το
δωμάτιο, για τους δυο ενοίκους που κάθονταν στο μπαλκόνι, έπιναν τον καφέ τους
και αγνάντευαν τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Ο κουμπάρος του ο Πάνος και δίπλα ο Μιχάλης
από τη Γιάννιτσα!
Απόμεινε να τους κοιτάζει και στο μυαλό του ξαναγύρισαν
οι εικόνες του ’46. Ο Πάνος πάνοπλος να ψάχνει το Μιχάλη για να του δώσει ένα
«μάθημα» κι ο Μιχάλης να γίνεται καπνός, μόλις έμαθε τα μαντάτα.
Ο Μιχάλης, μετά τον πόλεμο, συνέχισε να φτωχοζεί, όπως και προπολεμικά, μεροδούλι-μεροφάι, έχοντας επιπλέον και τη στάμπα του αριστερού. Γέρασε μόνος, γυναίκα δεν είχε. Οι συγγενείς δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις με τον μπάρμπα Μιχάλη το μπολσεβίκο -έτσι τον έλεγαν- για να μη λερωθούν τα χαρτιά τους από τον ενωμοτάρχη κι άντε ύστερα να σβήσεις τη στάμπα. Το χαρτί μετάνοιας, που είχε υπογράψει έπειτα από το ξύλο που είχε φάει στην Ασφάλεια, έπεισε το δεσπότη να τον βάλει στο φτωχοκομείο. «Ως άπορος δικαιούσαι την εισαγωγή, αλλά δια το τυπικόν πρέπει να το προσκομίσεις», του είπε ο υπεύθυνος αρχιμανδρίτης.
Ο Ευθύμης συνέχισε να κοιτά τους παλιούς
«εχθρούς». «Πώς τα φέρνει η ζωή», σκέφτηκε.
-Κάτω τα ψηλά μπαλκόνια, ωρέ Μιχαήλο, φώναξε.
-Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, μωρέ Ευθύμη,
απάντησε εκείνος γελώντας.
-Τακίμιασες με το κεφάλαιο, βλέπω.
-Γιατί ξύνεις παλιές πληγές, ρε κουμπάρε;
πρωτομίλησε ο Πάνος. Όλα εδώ μένουν. Έλα να πιεις έναν καφέ.
-Έχω κάτι καλύτερο, απάντησε ο Ευθύμης.
Έβγαλε από το ταγάρι μια μποτίλια κρασί και μια διπλωμένη πετσέτα. Τα απίθωσε
στο τραπεζάκι. Είχε τυλιγμένα ένα καρβέλι, ένα κομμάτι σφέλα, ελιές, δυο
ντομάτες και μια μερίδα μπακαλιάρο που είχε πάρει από του Τσαφατίνου. Τα
λαρύγγια ξεδίψασαν και τα στόματα κελάηδησαν.
-Να που ανέβηκα στα ψηλά μπαλκόνια, είπε ο
Μιχάλης. Αλλά έφαγα πολύ ξύλο, αδερφέ μου Πάνο.
-Δεν βαριέσαι. Στο ίδιο μπαλκόνι είμαστε,
Μιχάλη. Στο ίδιο μπαλκόνι.
-Στο ίδιο μπαλκόνι, συμπλήρωσε ο Ευθύμης και
ρούφηξε το δεύτερο ποτήρι.
(2014)
Θοδωρής Μπελίτσος
από το βιβλίο "Κυνηγός ονείρων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου