Νίκη Λανερόση. Ήταν Ιταλίδα, το
γνώριζε, με ελληνοποιημένο επώνυμο. Είχε Ελληνίδα μάνα από τα Δωδεκάνησα, από
Λέρο ή Κω δεν θυμόταν, δεν είχε και σημασία, και Ιταλό πατέρα, υπάλληλο σε
κάποια υπηρεσία της Ιταλικής Φασιστικής Διοίκησης. Από τη μάνα της είχε πάρει
το θερμό μελαψό δέρμα, το μαύρο διαπεραστικό βλέμμα και την ελιά δίπλα στο πάνω
χείλος. Από τον πατέρα της είχε το αδύνατο ψηλό κορμί, το ολόισιο κατάμαυρο
μαλλί και την τραγουδιστή φωνή.
Τη θυμόταν να περπατάει στην πλατεία
Συντάγματος και να τραβάει όλα τα βλέμματα επάνω της. Θεά, αλλά μόνο για όποιον
είχε να πληρώσει. Για τους υπόλοιπους απρόσιτος παράδεισος, βασανιστήριο των
αισθήσεων και της φαντασίας, δηλαδή η κόλαση η ίδια αν σου γινόταν έμμονη ιδέα.
Ο κύριος Ντίνος έβγαλε το καπέλο του.
Έπειτα έσκυψε και άφησε δυο τριαντάφυλλα, ένα κόκκινο κι ένα λευκό. Έκανε ένα
βήμα πίσω και σταύρωσε τα χέρια. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στην πλάκα:
Νίκη Λανερόση, 37 ετών,
απεβίωσε την 18η Ιουλίου 1962
Στάθηκε για λίγο αμίλητος. Σκούπισε
με το μαντήλι το δάκρυ πριν στάξει, φόρεσε το καπέλο του κι έφυγε.
-ο-ο-ο-
Εμφανιζόταν μόλις σουρούπωνε. Πάντα
στην ώρα της. Σαν υπάλληλος σε αυστηρή υπηρεσία. Στις επτά, επτά και πέντε το
πολύ, έσκαγε μύτη από τη γωνία Μητροπόλεως και Πεντέλης. Έκανε μια στάση στην
Αγία Δύναμη, το εκκλησάκι στο πεζοδρόμιο του Υπουργείου Παιδείας, για ν’ ανάψει
ένα κερί και ανέβαινε προς το Σύνταγμα. Προσπερνούσε την οδό Βουλής και έφτανε
στην οδό Νίκης. Νίκη τη λέγανε κι αυτή. Κάπου στην Πλάκα έμενε αλλά κανείς δεν
ήξερε πού ακριβώς. Εκεί τριγύριζε ως τις δέκα και μισή ή έντεκα, τις
καθημερινές. Το Σάββατο έμενε ως τις δώδεκα. Βολτάριζε από το καφενείο του
Παπαχειμώνα ως τη Φιλελλήνων, έκανε αριστερά στο Σύνταγμα, διασταύρωνε την Ερμού,
έφτανε μέχρι Καραγεώργη Σερβίας και μετά πάλι πίσω ως τη Μητροπόλεως.
Έπιανε κουβέντα με τους σωφέρηδες στις
πιάτσες των ταξί, στη Νίκης και στην Όθωνος, τους έκανε τράκα κανένα άφιλτρο SANTE και λέγανε τα πονεμένα τους. Εννιά
ταξί είχαν άδεια από την Τροχαία για την πιάτσα στην Όθωνος και δέκα για την
πιάτσα της οδού Νίκης. Αλλά υπήρχαν και πειρατικά, χωρίς ταρίφα.
Πιάτσα έκανε και αυτή. «Νίκη στην οδό
Νίκης», συστηνόταν σε όσους πελάτες ζητούσαν να τους δώσει μιαν αντρέσα για να
την ξαναβρούν. Παστρικές ήταν πέντε δηλωμένες στο Ηθών αλλά πού και πού ξέπεφτε
και καμιά καινούργια, συνήθως καμιά χορεύτρια από την «Αρζεντίνα», το καμπαρέ
της οδού Φιλελλήνων, που είχε τσακωθεί με τον ατζέντη της και ξέμενε από
δουλειά.
Βοηθούσε τους ταξιτζήδες να
κυνηγήσουν τα πειρατικά ταξί και εκείνοι την βοηθούσαν, όταν φανερωνόταν καμιά
αδήλωτη. Ήταν ο άγραφος νόμος της πιάτσας. Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο. Ποτέ δεν
έμπαινε με πελάτη σε ταξί πειρατή, αλλά και οι ταξιτζήδες δεν έπαιρναν κούρσα
πελάτη που ερχόταν με αδήλωτη κοκοτίτσα. Τους έφερνε πελατεία και εκείνοι τη
σύστηναν σε κανέναν επαρχιώτη που μετέφεραν από το Σταθμό Πελοποννήσου. Τους
γνώριζε όλους με τα μικρά τους ονόματα, τον κύριο Ντίνο, τον Πανούλη, τον τρελο-Βαγγέλα!
Τους σεβόταν και την σέβονταν.
Ο κύριος Ντίνος δούλευε πάντα με
γραβάτα, γιλέκο και κουστούμι. Έκανε πιάτσα στην Όθωνος. Είχε μια τεράστια μαύρη
Πλύμουθ του 1948, όλη δικιά του -προικώα δηλαδή- οκταθέσια με σκαμνάκια. Είχε
προσωπικούς πελάτες από Κολωνάκι και Πλάκα, αριστοκρατία, που τον αναζητούσαν
προσωπικά. Συχνά έστελναν τα δουλικά τους: «Κύριε Ντίνο, η κυρία μου θέλει το
ταξί στις δέκα και μισή. Μην αργήσετε!». Ο κύριος Ντίνος ήταν «κύριος». Ποτέ
δεν αργούσε. Δούλευε αυστηρά από τις οκτώ το πρωί ως τις οκτώ το βράδυ.
Δωδεκάωρο με διάλειμμα μισή ώρα κατά τις τρεις, για να τσιμπήσει ό,τι του έβαζε
στο σουφερτάσι η συμβία του. Ύστερα έπινε έναν καφέ στου Παπαχειμώνα, πήγαινε
προς νερού του και ξανά στο τιμόνι. Το Σάββατο καθόταν ως τις δέκα, για να
εξυπηρετήσει τις βραδινές εξόδους των πελατών του. Κυριακές δεν δούλευε ποτέ. Εκκλησιαζόταν
στην Άγια Σωτήρα και έπειτα, αγκαζέ με την κυρία του, έβγαζε την οικογένεια
βόλτα στον Άγνωστο Στρατιώτη και στο Βασιλικό Κήπο. Από κοντά ο γιος του, ο
Λιάκος, μαθητής της ογδόης και η Ντόρα, η θυγατέρα του, κόρη της παντρειάς.
Ο κύριος Ντίνος είχε μιαν αρχοντιά. Ήταν
τζέντλεμαν. Η Νίκη τον ξεχώριζε. Στις επτά το απόβραδο που εκείνη ξεκινούσε τις
βόλτες της, εκείνος ετοιμαζόταν να σχολάσει. Δεν της έφερνε συχνά πελάτες, άλλα
σε όποιους την είχε συστήσει, ήταν ένας κι ένας. Χαριτωμένοι, καθαροί και
κυρίως χουβαρντάδες. Συνήθως στο κρεβάτι ήταν χάλια αλλά δεν την πολυένοιαζε. Κι
εκείνη τον πρόσεχε. Τον προειδοποιούσε, αν έβλεπε κανέναν περίεργο να τριγυρνά
το ταξί του. Δυο χρόνια νωρίτερα του είχε κάνει ένα «δώρο». Από μόνη της.
«Κύριε Ντίνο, στείλε το Λιάκο ένα
μεσημεράκι, μόλις σχολάσει από το γυμνάσιο», του είχε πει εμπιστευτικά ένα
απόγευμα, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι. «Δυο-τρεις φορές μόνο και θα στον κάνω
ξεφτέρι», του είχε πει. «Μην του την πέσει η φτερού, κι άντε μετά να τον
ισιώσεις», συμπλήρωσε. Έτσι έγινε άντρας ο Λιάκος, σε ένα ξενοδοχείο της οδού
Ξούθου, όπου πήγαινε την πελατεία της η Νίκη. Την προσφορά της αυτή, την είχε
εκτιμήσει ο κύριος Ντίνος.
Το Σάββατο ο κύριος Ντίνος είχε
σταθερούς πελάτες που πήγαιναν πάντα στου Μοστρού, στη Μνησικλέους, ν’ ακούσουν
το Σώτο Παναγόπουλο και την ορχήστρα του Τάκη Μωράκη. Τους πήγαινε κατά τις
εννιά και επειδή σχολούσε, την επιστροφή τους την ανέθετε στον Πανούλη που
δούλευε νύχτα.
«Το νου σου Πάνο», του τόνιζε. «Ο κ. Μελ…
είναι ο καλύτερος πελάτης μου. Στις δώδεκα νταν, να είσαι έξω από το μαγαζί».
«Έννοια σου κ. Ντίνο», είμαι κι εγώ
εδώ, πεταγόταν η Νίκη. «Αν λαγοκοιμάται, θα τον ξυπνήσω».
Είπαμε, το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο.
Είπαμε, το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο.
Ο Πανούλης ήταν πιτσιρικάς αλλά
έπιανε πουλιά στον αέρα. Δεν τον ξεγελούσες με το τίποτε. Αν και φρέσκος στην
πιάτσα, σύντομα κατάλαβε τι παίζει. Ο κύριος Ντίνος τον συμπάθησε αμέσως και
τον πήρε υπό την προστασία του, πριν τον πλευρίσουν οι αμακαδόροι και οι
τζαμπατζήδες. Μόλις απολύθηκε από φαντάρος -τριάντα μήνες θητεία στην Ήπειρο και
Μακεδονία «εις τας εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις κατά των συμμοριτών», όπως
έγραφε το πιστοποιητικό στρατολογίας τύπου Α΄- ήρθε κατευθείαν στην Αθήνα. Στο
χωριό του, κάπου στην βόρεια Εύβοια, δεν πήγε καθόλου. Πέμπτος από δώδεκα
αδέρφια, είχε πει στη μάνα του όταν κάλεσαν την κλάση του:
«Μάνα φίλα με και δώσε την ευχή σου,
γιατί μπορεί και να μη με ξαναδείς».
Το είπε και το έκανε. Σαν απολύθηκε,
ήρθε στην πρωτεύουσα προς αναζήτηση τύχης. Με το δίπλωμα οδήγησης που είχε βγάλει
στο στρατό, έπιασε δουλειά νυχτερινός σε ταξί. Το αφεντικό του είχε μια
Κράισλερ του 1947, με νικελένια στολίδια, μοντελάκι. Ο κύριος Ντίνος κατάλαβε
αμέσως πως ήταν ό,τι έπρεπε για αντικαταστάτης του, όταν είχε εκλεκτούς πελάτες.
Και τον πήρε υπό την προστασία του.
Ο Πανούλης δούλευε και τις Κυριακές.
Όταν περνούσε από το Σύνταγμα γλυκοκοιτούσε τη Ντόρα, την κόρη του κυρίου
Ντίνου. Και κείνη τον καλοκοίταζε αλλά ο Πανούλης τις γλυκοκοιτούσε όλες. Τις
μανταρίστρες που δούλευαν στις μικροβιοτεχνίες στα γύρω στενά, τις λαντζέρισσες
του Παπαχειμώνα, τις χορευτριούλες της «Αρζεντίνας», τις πωλήτριες στα είδη
προικός της Ερμού, τα δουλικά στις γύρω πολυκατοικίες, τις καθαρίστριες στο
Κίνγκ Τζορτζ και στην Μεγάλη Βρετάνια, όλες. Ήξερε ποια δουλεύει πού. Τα
όνοματά τους τα μπέρδευε αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ. Είχε ένα όνομα για όλες: «Ομορφούλα». «Ομορφούλα για πού τό ’βαλες;», «Ομορφούλα τι ώρα σχολάς;»,
«Ομορφούλα πότε έχεις ρεπό;». Με το πες-πες όλο και έφτιαχνε κάποιο νταραβέρι.
Αλλά όχι για πολύ. Δεν ήθελε να τους δίνει ελπίδες για αποκατάσταση και τέτοια.
Η Ντόρα ήταν άλλο. Την γλυκοκοίταζε μεν
αλλά ούτε «Ομορφούλα» ούτε πειράγματα. Η Ντόρα είχε προίκα το μισό ταξί του
κυρίου Ντίνου και μόνο γι’ αυτό το λόγο τής έπρεπε διαφορετική προσέγγιση,
σύμφωνα με τον προσωπικό κώδικα του Πανούλη. Έλπιζε στη συμπάθειά της και μετά
ήταν σίγουρος πως ο κύριος Ντίνος δεν θα έφερνε αντίρρηση.
Την Ντόρα την ήθελε κι ο Τρελοβαγγέλας. Παλιότερος στην πιάτσα, σχεδόν δέκα χρόνια, την έβλεπε να μεγαλώνει, να στρογγυλεύει, να γεμίζουν οι λαγόνες και τα στήθια της, να γλυκαίνουν τα χείλη της κι έκανε όνειρα. Μέχρι να φανεί ο Πανούλης, ο Βαγγέλας δεν είχε αντίπαλο, καθώς είχε μια Σεβρολέτ Ντελούξ του 1951, αυτοκίνητο καλό και καινούργιο. Σ’ αυτό πλεονεκτούσε, ήταν και παλιός και ο κύριος Ντίνος του έδινε τις περίσσειες κούρσες. Την πελατεία του Ντίνου τη θέλανε όλοι, διότι οι πελάτες του αφήνανε καλό πουρμπουάρ. Όλα τα ξενοδοχεία της πλατείας πρώτη επιλογή είχαν τον Ντίνο. Και όταν δεν μπορούσε του ζητούσαν να τους συστήσει κάποιον άλλο ταξιτζή εμπιστοσύνης, με καλό αυτοκίνητο.
Όμως, ο Βαγγέλας ήταν τρελούτσικος
και κάποιες φορές εκνεύριζε τον κύριο Ντίνο. Ας πούμε δεν δεχόταν στο αμάξι κυρίες
με σκυλάκια ή γατούλες. «Άσε με κυρ-Ντίνο, με τους Φιφίκους και τις Ριρίκες».
Επίσης, δεν ανέβαζε ψώνια στα διαμερίσματα. Κανόνας! «Ας πληρώσουν κανένα
χαμάλη, να βγάλουν και αυτοί μεροκάματο», απαντούσε στον κ. Ντίνο, όταν του
μετέφερε παράπονα από τις πελάτισσες. Τους τα έλεγε στα ίσα και στις ίδιες,
δηλαδή, και τις φούντωνε. Με το ένα και με τ’ άλλο μόλις φάνηκε ο Πανούλης, ο
οποίος αμέσως κατάλαβε τι «παίζει» στην πιάτσα και προσαρμόστηκε, ο τρελό-Βαγγέλας
έχασε την εμπιστοσύνη του κυρίου Ντίνου. Ήταν και κείνο το «κυρ-Ντίνο» που τον
φώναζε και του καθόταν στο λαιμό.
Ο Βαγγέλας ζήλεψε. Όχι τόσο επειδή παραμερίστηκε,
όσο επειδή είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα με την Ντόρα. Τις Κυριακές ντυνόταν με το
καλό του κουστούμι και έβγαινε βόλτα στο Ζάππειο και στον Βασιλικό Κήπο.
Περίμενε να σχολάσει η εκκλησία και να φανεί η οικογένεια του κυρίου Ντίνου,
και η Ντόρα φυσικά. Πάντα είχε ετοιμάσει ένα πετυχημένο κομπλιμάν να της κάνει
είτε για το χτένισμά της είτε για το φόρεμα. Η Ντόρα κολακευόταν αλλά ο κύριος
Ντίνος δυσανασχετούσε, καθότι προτιμούσε τον Πανούλη για γαμπρό και συνεταίρο.
Το πράγμα δυσκόλεψε κι άλλο, όταν με
τα πολλά η Ντόρα δέχτηκε να την κεράσει ο Βαγγέλας μια πάστα στου Ζόναρς, βαθιά
μέσα στο μαγαζί, μακριά από τις τζαμαρίες. Οι συναντήσεις συνεχίστηκαν για
μήνες, κάτω από τη μύτη του κ. Ντίνου. Όποτε η Ντόρα έβγαινε από το σπίτι να
πάει στο φούρνο ή στον μπακάλη, ο τρελό-Βαγγέλας χανόταν από την πιάτσα δήθεν
σε μακρινή κούρσα.
Κάποτε έφτασε η κρίσιμη ώρα που έπρεπε να απαντηθεί το δίλημμα. Ο Πανούλης με τις μαλαγανιές του είχε πείσει τον κ. Ντίνο πως εκτός από συνεργάτης ήταν και κατάλληλος για γαμπρός του. Ο κ. Ντίνος το ανακοίνωσε περιχαρής στην Ντόρα νομίζοντας ότι τον καλοβλέπει. Νταμλάς του ήρθε, όταν έμαθε πως προτιμούσε το Βαγγέλα και πως το πράγμα είχε προχωρήσει και ετοιμαζόταν να έρθει επισήμως. Ο κύριος Ντίνος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Από τη μια δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τη μοναχοκόρη του, από την άλλη είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Πανούλη.
Έπεσε σε μεγάλη συλλογή. Η Νίκη που
ήξερε ό,τι γινόταν στην πιάτσα, κατάλαβε αμέσως το δίλημμά του. Δεν άνοιξε
κουβέντα μαζί του, μόνο μια φράση του είπε:
«Κύριε Ντίνο, απόψε θα σου λύσω εγώ
το γόρδιο δεσμό». Κι όπως την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, εκείνη συνέχισε:
«Μόλις σχολάσεις, πιάσε ένα τραπεζάκι στου Παπαχειμώνα κοντά στη τζαμαρία και
θα καταλάβεις».
Στις οκτώ σχόλασε ο κύριος Ντίνος,
στις οκτώ και μισή είδε μέσα από τη τζαμαρία του Παπαχειμώνα τη Νίκη να
πλησιάζει τη Σεβρολέτ του Βαγγέλα και να αρχίζει κουβεντούλα. Όσο μιλούσε
εκείνη, τόσο τσαντιζόταν ο Βαγγέλας. Κάποια στιγμή η Νίκη προσπάθησε να ανοίξει την
πόρτα να μπει στο αυτοκίνητο και τότε ο Βαγγέλας βγήκε όλο νεύρα από το αμάξι
και άρχισε να φωνάζει χειρονομώντας. Ο καυγάς θα μεγάλωνε, αν δεν έτρεχαν
ένα-δυο άλλοι να τους χωρίσουν -κι ο Πανούλης ανάμεσά τους- και να απομακρύνουν
τη Νίκη. Ο Βαγγέλας μπήκε στη Σεβρολέτ κι έφυγε φουρκισμένος. Δεν ξαναφάνηκε στην
πιάτσα εκείνο το βράδυ.
Η συγχυσμένη Νίκη απόμεινε συντροφιά
με κάποια σωφεράκια που προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν. Σιγά-σιγά άρχισαν να
αραιώνουν. Τελευταίος παρηγορητής έμεινε ο Πανούλης. Ο κύριος Ντίνος μέσα από
το τζάμι νόμισε πως κατάλαβε και μακάρισε τη Νίκη. «Μπράβο μυαλό», είπε μέσα του,
«κατάφερε να μου αποδείξει ποιος θα σταθεί δίπλα στη κόρη μου στη δύσκολη
στιγμή. Φεύγω να της πάω τα μαντάτα».
-ο-ο-ο-
Έξω από το νεκροταφείο τον περίμενε ο
Βαγγέλας, ο γαμπρός του. Η Ντόρα με τα εγγόνια του ήταν στο αυτοκίνητο. Όπως
κάθε Κυριακή θα πήγαιναν στο Ζάππειο, στην Αίγλη, να τους τρατάρει πάστες και
πορτοκαλάδες.
«Το έκανες το χρέος σου; Και δεν σε
είχα για μπερμπάντη κυρ-Ντίνο», του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι ο τρελο-Βαγγέλας
που είχε δει από μακριά όλο το σκηνικό στον τάφο της Νίκης.
Ο κύριος Ντίνος χαμογέλασε, χωρίς να
μιλήσει. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η βραδιά που η Νίκη είχε λύσει το γόρδιο
δεσμό. Είχε σηκωθεί από το τραπεζάκι, με την απόφαση πως ο Βαγγέλας με τις κυκλοθυμίες του θα έκανε την κόρη του δυστυχισμένη, ενώ ο Πανούλης ήταν ο
άντρας που θα της στεκόταν με τον καλό του λόγο σε κάθε δύσκολη στιγμή της. Δεν
είχε προλάβει να πληρώσει το τσάι του και ξανακάθισε αποσβολωμένος. Η Νίκη είχε
μπει στην Κράισλερ του Πανούλη, στο μπροστινό κάθισμα, κι έφυγαν προς την
Ξούθου, στο ξενοδοχείο της. Απόμεινε άφωνος! Την άλλη μέρα η υποψία του επιβεβαιώθηκε
από την ίδια. Την είχε πέσει και στους δύο. Ο μεν Βαγγέλας την έδιωξε κακήν
κακώς, ο δε Πανούλης είχε περάσει τη νύχτα μαζί της.
Η Νίκη Λανερόση από την Λέρο ή την Κω
-δεν έχει και πολύ σημασία- η Νίκη της οδού Νίκης, όπως την γνώρισαν πολλοί, έζησε
μια σύντομη ζωή στο περιθώριο της καθωσπρέπει κοινωνίας. Για τους πολλούς ήταν
μία από τις παστρικές που έκαναν πιάτσα στην Πλατεία Συντάγματος. Αλλά για τον
κύριο Ντίνο ήταν ο άνθρωπος που τον βοήθησε να λύσει με επιτυχία το γόρδιο
δεσμό.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 15 Μαρτίου 2016
Πολύ όμορφο διήγημα...περιγράφει με γλαφυρότητα την ζωή της δεκατίας του ΄50 στο κέντρο της Αθήνας...γύρω από την πλατεία Συντάγματος...εκεί που πιάτσες διαφόρων επαγγελμάτων συναντιόντουσαν....συγχαρητήρια!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική ηθογραφία!!!!πολλά συγχαρητήρια !
ΑπάντησηΔιαγραφήΓλαφυρή περιγραφή με νότες φρεσκάδας μιας μαραμένης πλέον εποχής..
ΑπάντησηΔιαγραφή