Λίγο πριν σχολάσει, την ειδοποίησαν
να περάσει από το γραφείο του διευθυντή της εταιρίας. Πήρε την τσάντα της,
έβαλε σε μια σακούλα προσεκτικά το στεφάνι που είχε αγοράσει για τον
Εσταυρωμένο -δέκα ευρώ είχε δώσει γι’ αυτό- και πήρε το ασανσέρ για τον τρίτο
όροφο. Μεγάλη Πέμπτη, αντί να φάει ένα κουλούρι και να πιει έναν καφέ στο
διάλειμμά της, πετάχτηκε στον ανθοπώλη απέναντι από την εταιρία και πήρε ένα
όμορφο στεφάνι με άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα. Μόλις σχόλαγε θα πεταγόταν
στην εκκλησία, στην άλλη γωνία, κοντά στη στάση του λεωφορείου, να προσκυνήσει
και να το αποθέσει στα πόδια του σταυρωμένου Χριστού. Το ένιωθε σαν ανάγκη, σαν
υποχρέωση, γιατί αυτός ο χειμώνας είχε πάει καλά. Ήταν ο πρώτος ζεστός χειμώνας
μετά από τρία χρόνια. Ζεστός στην κυριολεξία, αφού επιτέλους είχαν χρήματα να
πληρώσουν το αναγκαίο πετρέλαιο.
Μεγάλη Πέμπτη ήταν. Όφειλε ένα
στεφάνι στον Εσταυρωμένο. Γιατί είχαν ξαναγίνει άνθρωποι.
Τα προηγούμενα χρόνια είχαν περάσει
δύσκολα. Ο άντρας της, ο Πάβελ, έκανε λίγα μεροκάματα, πέντε-έξι το μήνα.
Σοβατζής ήταν. Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά σπάνια δούλευε, όχι
σοβατίσματα, συνήθως βαψίματα και μερεμέτια σε παλιά σπίτια. Άλλοι δεν έκαναν
ούτε ένα μεροκάματο την εβδομάδα, αλλά ο δικός της ήταν φιλότιμος και τον
καλούσαν πιο συχνά. Έβγαζε ογδόντα ως εκατό ευρώ το μήνα, ίσα-ίσα για το φαγητό
τους. Πού και πού αγόραζε και μερικά ένσημα, γιατί τα χρόνια περνούσαν. Τελευταία
δούλευε σε ένα βενζινάδικο, στο πλυντήριο των αυτοκινήτων και είχε σταθερό μεροκάματο
και ασφάλιση. Μικρό μεροκάματο αλλά σταθερό. Στα ρεπό του σκάρωνε κουκλάκια από
πηλό: γατάκια, σκυλάκια, αρκουδίτσες, τα ζωγράφιζε, τα στόλιζε με σμάλτο και τα
πουλούσε στο βενζινάδικο σε πελάτες.
Μεγάλη Πέμπτη ήταν, του 2016. Ημέρα
του Εσταυρωμένου. Ήταν ασυνήθιστα καλόκεφος σήμερα ο Πάβελ. Έφτασε
σιγοσφυρίζοντας στο βενζινάδικο και μπήκε στο γραφείο να αλλάξει, να βάλει τη
φόρμα της δουλειάς. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι εκπλήξεις που είχε ετοιμάσει
για τους αγαπημένους του ανθρώπους. Το χαμόγελο που άνθιζε στο πρόσωπό του, δεν
τον άφηνε να δει τη σκοτεινιά που υπήρχε γύρω του.