Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Το στεφάνι του Εσταυρωμένου




Λίγο πριν σχολάσει, την ειδοποίησαν να περάσει από το γραφείο του διευθυντή της εταιρίας. Πήρε την τσάντα της, έβαλε σε μια σακούλα προσεκτικά το στεφάνι που είχε αγοράσει για τον Εσταυρωμένο -δέκα ευρώ είχε δώσει γι’ αυτό- και πήρε το ασανσέρ για τον τρίτο όροφο. Μεγάλη Πέμπτη, αντί να φάει ένα κουλούρι και να πιει έναν καφέ στο διάλειμμά της, πετάχτηκε στον ανθοπώλη απέναντι από την εταιρία και πήρε ένα όμορφο στεφάνι με άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα. Μόλις σχόλαγε θα πεταγόταν στην εκκλησία, στην άλλη γωνία, κοντά στη στάση του λεωφορείου, να προσκυνήσει και να το αποθέσει στα πόδια του σταυρωμένου Χριστού. Το ένιωθε σαν ανάγκη, σαν υποχρέωση, γιατί αυτός ο χειμώνας είχε πάει καλά. Ήταν ο πρώτος ζεστός χειμώνας μετά από τρία χρόνια. Ζεστός στην κυριολεξία, αφού επιτέλους είχαν χρήματα να πληρώσουν το αναγκαίο πετρέλαιο.
Μεγάλη Πέμπτη ήταν. Όφειλε ένα στεφάνι στον Εσταυρωμένο. Γιατί είχαν ξαναγίνει άνθρωποι.
Τα προηγούμενα χρόνια είχαν περάσει δύσκολα. Ο άντρας της, ο Πάβελ, έκανε λίγα μεροκάματα, πέντε-έξι το μήνα. Σοβατζής ήταν. Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά σπάνια δούλευε, όχι σοβατίσματα, συνήθως βαψίματα και μερεμέτια σε παλιά σπίτια. Άλλοι δεν έκαναν ούτε ένα μεροκάματο την εβδομάδα, αλλά ο δικός της ήταν φιλότιμος και τον καλούσαν πιο συχνά. Έβγαζε ογδόντα ως εκατό ευρώ το μήνα, ίσα-ίσα για το φαγητό τους. Πού και πού αγόραζε και μερικά ένσημα, γιατί τα χρόνια περνούσαν. Τελευταία δούλευε σε ένα βενζινάδικο, στο πλυντήριο των αυτοκινήτων και είχε σταθερό μεροκάματο και ασφάλιση. Μικρό μεροκάματο αλλά σταθερό. Στα ρεπό του σκάρωνε κουκλάκια από πηλό: γατάκια, σκυλάκια, αρκουδίτσες, τα ζωγράφιζε, τα στόλιζε με σμάλτο και τα πουλούσε στο βενζινάδικο σε πελάτες.
Μεγάλη Πέμπτη ήταν, του 2016. Ημέρα του Εσταυρωμένου. Ήταν ασυνήθιστα καλόκεφος σήμερα ο Πάβελ. Έφτασε σιγοσφυρίζοντας στο βενζινάδικο και μπήκε στο γραφείο να αλλάξει, να βάλει τη φόρμα της δουλειάς. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι εκπλήξεις που είχε ετοιμάσει για τους αγαπημένους του ανθρώπους. Το χαμόγελο που άνθιζε στο πρόσωπό του, δεν τον άφηνε να δει τη σκοτεινιά που υπήρχε γύρω του.

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Στο ίδιο μπαλκόνι



Φθινόπωρο του ’46.

Στην ταβέρνα του Τσαφατίνου, στην πλατεία Μαυρομιχάλη της Καλαμάτας, μια μικρή παρέα λαφροπίνει ρετσινάτο κρασί και τσιμπολογά τους πρόχειρους μεζέδες του ταβερνιάρη: ξαρμυρισμένο μπακαλιάρο, παξιμάδι παπάρα με λαδόξυδο, τη λεγόμενη και «ξυδομπουκουβάλα», σφέλα τυρί και ντομάτα. Ανάμεσά τους κι ο Μιχάλης, απόμαχος Ελασίτης που λίγους μήνες πρωτύτερα γαμούσε κι έδερνε στην πόλη, κατά το χειμώνα της εαμοκρατίας που κράτησε ως το Μάρτη του ’45 στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Ύστερα, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, χώθηκαν μέσα τα κεφάλια των Εαμιτών και βγήκαν μπροστά όλα τα «λουλούδια» της εθνικοφροσύνης.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

«ΘΑΛΑCΟΠΝΙΜEΝΟC»



Σε ένα μακρινό νεκροταφείο
Μια κακογραμμένη πέτρινη πλάκα
«ΘΑΛΑCΟΠΝΙΜEΝΟC»
Ένας άνδρας

Ίσως ήταν ένας σπουδαίος χορευτής
Ένας επιδέξιος ριμαδόρος
Ή ένας δυνατός δουλευτής της γης
Κανείς δεν θα μάθει

Ίσως υπήρξε ρεμάλι και μέθυσος
Χαρτοκλέφτης και σαλταδόρος
Ή μπράβος σε πορνείο
Κανείς δεν θα μάθει

Καθώς βυθιζόταν στον πόντο
Η απελπισμένη ματιά μιας μάνας
Το φλογισμένο κορμί μιας γυναίκας
Το χαμόγελο μιας θυγατέρας
Οι τελευταίες εικόνες

Σε ένα μακρινό νεκροταφείο
Μια κακογραμμένη πέτρινη πλάκα
«ΘΑΛΑCΟΠΝΙΜEΝΟC»
Ένας άνθρωπος

Ακούγοντας:
Gordon Lightfoot, “If you could read my mind”

Θοδωρής Μπελίτσος, 15 Απριλίου 2016


Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Εις το εξηκοστόν


Εδώ και μερικές ώρες διάγω πλέον το εξηκοστόν
Από τον μακρινό Απρίλη του ’57
Που ήρθα σε τούτο τον ντουνιά φασκελώνοντας τη μαμή
Και πήρα την πρώτη μου ανάσα σκούζοντας «Μη μου του κύκλους τάραττε»
Καθώς με αποσπούσαν βίαια από τη γαλήνη και την ασφάλεια της μητρικής κοιλίας
Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι

Αγαπητοί συνταξιδιώτες στο μακρινό αυτό ταξίδι
Είτε θυμηθήκατε να στείλετε τις ευχές σας μέσω δικτύου ή άλλως πως
Είτε δεν το θυμηθήκατε
Σας ευχαριστώ!
Άλλωστε χωρίς εσάς το ταξίδι της ζωής δεν θα είχε νόημα.

Θοδωρής Μπελίτσος
11 Απριλίου 2016


Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η άγνωστη θυγατέρα της Ιοκάστης


Σύμφωνα με σπάραγμα παπύρου που βρέθηκε εσχάτως
Μια άγνωστη θυγατέρα της Ιοκάστης συγκλονίστηκε σφόδρα
Σαν έμαθε πως ο Οιδίποδας εκτός από πατέρας της
Ήταν ταυτόχρονα και μεγάλος αδερφός της

Αναλογιζόμενη πώς να εκδικηθεί, σκέφτηκε να πάρει δηλητήριο
Τελικά, προτίμησε να κάνει ένα παιδί στα δεκαέξι της
Ώστε να έχει κι αυτή έναν εραστή στα τριάντα τρία της
Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα

Όταν η Ιοκάστη συνειδητοποίησε την παραπάνω αλήθεια
Ήταν πλέον πολύ αργά για να διορθώσει το λάθος της
Η άγνωστη θυγατέρα της έζησε σε κάποιο νησί των Κυκλάδων
Όπου μέχρι σήμερα συνεχίζεται η κατάρα των Λαβδακιδών

Οι μανάδες ερωτεύονται τους γιους τους
Κι εκείνοι δολοφονούν τους πατεράδες τους
Επαληθεύοντας τον παλιό χρησμό
Που είχε δώσει η Πυθία στους Δελφούς

Θοδωρής Μπελίτσος 
Ν. Σμύρνη, 8 Απριλίου 2016

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Στην πιάτσα της Νίκης




Νίκη Λανερόση. Ήταν Ιταλίδα, το γνώριζε, με ελληνοποιημένο επώνυμο. Είχε Ελληνίδα μάνα από τα Δωδεκάνησα, από Λέρο ή Κω δεν θυμόταν, δεν είχε και σημασία, και Ιταλό πατέρα, υπάλληλο σε κάποια υπηρεσία της Ιταλικής Φασιστικής Διοίκησης. Από τη μάνα της είχε πάρει το θερμό μελαψό δέρμα, το μαύρο διαπεραστικό βλέμμα και την ελιά δίπλα στο πάνω χείλος. Από τον πατέρα της είχε το αδύνατο ψηλό κορμί, το ολόισιο κατάμαυρο μαλλί και την τραγουδιστή φωνή.
Τη θυμόταν να περπατάει στην πλατεία Συντάγματος και να τραβάει όλα τα βλέμματα επάνω της. Θεά, αλλά μόνο για όποιον είχε να πληρώσει. Για τους υπόλοιπους απρόσιτος παράδεισος, βασανιστήριο των αισθήσεων και της φαντασίας, δηλαδή η κόλαση η ίδια αν σου γινόταν έμμονη ιδέα.
Ο κύριος Ντίνος έβγαλε το καπέλο του. Έπειτα έσκυψε και άφησε δυο τριαντάφυλλα, ένα κόκκινο κι ένα λευκό. Έκανε ένα βήμα πίσω και σταύρωσε τα χέρια. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στην πλάκα: