Μνήμη κυρ-Βασίλη Κρημνιώτη*
Α΄ Βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος 2018
της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας
«Αλλιώτικη μέρα σήμερα», σκέφτηκε ο Αλέκος. Ούτε ήλιος ούτε συννεφιά, καταχνιά μόνο και ζέστη. Απέναντι ο κουρέας ανέβαζε τα ρολά. Έβγαλε την τσίγκινη ταμπέλα στο πεζοδρόμιο:
«Κουρείον η ‘‘Ομορφιά’’. Ανδρικόν-Παιδικόν», με ένα μεγάλο κόκκινο βέλος στο πάνω μέρος που έδειχνε προς την πόρτα του μαγαζιού.
«Γιατί γράφει παιδικόν; Αφού μόνο μεσήλικες και υπερήλικες κουρεύει, με λιγοστό μαλλί και πολλή όρεξη για κουβέντα», αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά ο Αλέκος. Όπως είχε αναρωτηθεί και χτες και προχτές και την προηγούμενη εβδομάδα αλλά και πέρυσι και πρόπερσι, από τότε που καθηλώθηκε στην καρέκλα της σάλας, μέσα από το παράθυρο. Όπως θα αναρωτιόταν την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη, την επόμενη εβδομάδα, τον επόμενο μήνα, ίσως και τον επόμενο χρόνο.
Τέταρτη χρονιά στην ίδια θέση, στο ανοιχτό παράθυρο της σάλας, το μισοκρυμμένο πίσω από τη νεραντζιά. Σαν έχασε τη Χρυσούλα, πήρε την κάτω βόλτα. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο βαρύθυμος. Το μεράκι για τη δουλειά του έφυγε. Τα μόνιμα βουρκωμένα μάτια δεν τον βοηθούσαν πια να ράψει, να γαζώσει και να μπαλώσει σωστά. Τα δάχτυλά του γίνονταν ολοένα και πιο δυσκίνητα, όχι μόνο από τα αρθριτικά. Δυσκολευόταν ακόμα και να τρυπήσει το δέρμα. Όταν χάλασε ένα μποτάκι που του είχαν φέρει για αλλαγή σόλας, το πήρε απόφαση. Αποζημίωσε την γυναικούλα που είχε έρθει έτοιμη για καυγά και την ίδια κιόλας ημέρα κλείδωσε το Υποδηματοποιείον. Δεν ξαναμπήκε μέσα εκεί. Σόλες, δέρματα και καλαπόδια απόμειναν να κρέμονται στον τοίχο, με ένα παράπονο και μιαν απορία για το ξαφνικό κακό που τα βρήκε.
Τον πρώτο καιρό βγήκε από το σπίτι, πήγε στο καφενείο, πήγαινε στης ανιψιάς του, αλλά δεν είχε μάθει από κόσμο και δεν μπόρεσε να συνηθίσει. Τα αρθριτικά χειροτέρεψαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση. Σταδιακά κλείστηκε μέσα. Ο κόσμος του περιορίστηκε στη θέα από το παράθυρο της σάλας.
-Καλημέρα, Μπάμπη.
-Καλημέρα, Αλέκο, πάω στο μανάβη, θες τίποτα;
-Καλημέρα, κυρά-Κατίνα.
-Καλημέρα, κυρ-Αλέκο, άστα η μέση μου με τάραξε απόψε.
-Καλημέρα Αννούλα.
Μια πρωινή καλημέρα απόμεινε ως καθημερινή επαφή του με τη ζωή. Ποια ζωή, δηλαδή; Τα νέα των συνταξιούχων: γιατροί, φάρμακα, εξετάσεις, θεραπείες, αναπόληση του παρελθόντος. Και βέβαια, έννοιες για παιδιά, νύφες, γαμπρούς, εγγόνια και τα παρόμοια. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, χρόνο με το χρόνο, οι καλημέρες λιγόστευαν. Ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι που είχε ζήσει μαζί τους γερνούσαν, αρρώσταιναν, κλείνονταν στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία, έφευγαν.
Όταν κάποιος εξαφανιζόταν από το δρόμο, στην αρχή ρωτούσε τα παιδιά του, τους συγγενείς του, μα με τον καιρό δεν εύρισκε τι να ρωτήσει, αφού η απάντηση ήταν πάνω-κάτω η ίδια:
-Τι να κάνει, γεράματα κυρ-Αλέκο.
Είτε δεν βαστούσαν τα πόδια, είτε δεν δούλευε το μυαλό. Σταδιακά, άρχισαν να τον αποφεύγουν, να μην περνούν από το παραθύρι του ή να περνούν βιαστικά κάνοντας πως δεν τον έχουν δει.
Περνάς και δεν μας χαιρετάς…
«Αλλιώτικη μέρα σήμερα». Η μοσχοβολιά της ανθισμένης νεραντζιάς γέμισε τη σάλα. Άπλωσε το χέρι του, έκοψε έναν ανθό και τον έβαλε στ’ αυτί του. Μελαγχόλησε, θυμήθηκε τη Χρυσούλα. Όταν ανθίζανε οι νεραντζιές, κάθε πρωί τού στερέωνε έναν ανθό στο αυτί.
-Για να σπάει τη μυρωδιά από την παπουτσόκολλα, Αλεκάκι μου!
«Αλεκάκι» τον έλεγε. Επειδή ήταν λιανός και κοντός, μόλις ένα και σαράντα πέντε. Οριακά τον πήρανε φαντάρο. Παιδί της κατοχικής πείνας. Μικρό μπόι αλλά μυαλό ξυράφι. Με ό,τι καταπιανόταν τα κατάφερνε. Μαστορέματα, ξυλουργικά, επισκευές, δεν υπήρχε μπελαλοδουλειά που δεν εύρισκε λύση. Σβούρας! Τελικά, μπήκε παραγιός σε έναν τσαγκάρη και έμαθε την τέχνη.
Ο μεγαλύτερος «μπελάς» του υπήρξε η Χρυσούλα. Την πρωτόειδε να κόβει νεράντζια για να φτιάξει γλυκό. Λυγερή, μελαχρινή, με μέση δαχτυλίδι και δυο μαύρες κοτσίδες που της χάιδευαν την πλάτη ως την μέση. Του έγινε καημός. Καθημερινά στηνόταν στη νεραντζιά. Μα εκείνη, σημάδι δεν του έδινε. Σκληρό καρύδι η Χρυσούλα. Κάποια μέρα δεν άντεξε, πήρε θάρρος και πέταξε την ατάκα:
-Περνάς και δεν μας χαιρετάς, χαρά στην περηφάνια!
Αυτό ήταν! Για πρώτη φορά αχνογέλασε και του έριξε μια λοξή ματιά.
Σαράντα χρόνια έζησαν μαζί. «Αλέκο, Αλεκάκι», τον είχε. Παιδιά δεν κάνανε. Μέχρι που του την πήρε η παλιαρρώστια κι απόμεινε μόνος.
Έριξε μια ματιά στη γειτονιά. Τίποτε δεν είχε αλλάξει από το προηγούμενο απόγευμα. Τι να αλλάξει δηλαδή; Το μόνο που άλλαζε ήταν το κηδειόσημο στην κολώνα της ΔΕΗ. Τότε είχαν να πουν. Ποιος ήταν, από τι πέθανε, τι ώρα ήταν η κηδεία. Στην κηδεία συναντούσαν ξεχασμένους φίλους, αναπολούσαν στιγμές που έζησαν με τον αποθαμένο, μετρούσαν πόσοι απόμειναν από τους συνομηλίκους. Και την επόμενη μέρα σχολίαζαν τα της κηδείας. Αυτά. Μέγα θάμα, τρεις μέρες! Ο ένας μετά τον άλλο οι παλιοί του γείτονες μετακόμιζαν αθόρυβα στο νεκροταφείο.
Υπήρχαν ημέρες που δεν έλεγε ούτε μια καλημέρα. Η ώρα δεν περνούσε. Τότε το μυαλό του ταξίδευε στη Χρυσούλα. Θυμόταν τα βράδια του χειμώνα δίπλα στη σόμπα, όταν ακούγανε ραδιόφωνο και λέγανε τα δικά τους. Θυμόταν τα καλοκαίρια, όταν έστηναν το κρεβάτι στην ταράτσα, στο «Ξενοδοχείον των Αστέρων», όπως το αποκαλούσαν ειρωνικά. Θυμόταν το σούρουπο, όταν καθισμένοι στα «βοτσαλάκια», στα σκαλάκια της εξώπορτας, πιάνανε την κουβέντα με τους άλλους «παραθεριστές» της γειτονιάς και χάζευαν τα πιτσιρίκια που παίζανε στο δρόμο τα μήλα, το σχοινάκι, το κουτσό και τις αμάδες. Θυμόταν τις Κυριακές που πήγαιναν εκδρομές για μπάνιο στον Άλιμο ή στο Έντεμ, στοιβαγμένοι στην καρότσα κάποιου φορτηγού. Θυμόταν…
Η Χρυσούλα ήταν ο μπελάς και το καταφύγιό του. Φτωχής οικογενείας, άνευ προικός και άνευ αδελφού προστάτη. Τουτέστιν, στόχος για κουτσαβάκηδες και γόητες της πιάτσας. Μα δεν χάριζε κάστανα. Με τον τρόπο της τους έβαζε όλους στη θέση τους είτε με το καλό είτε, αν ήταν απαραίτητο, με το άγριο. Αγοροκόριστο, που λένε. Στην αρχή ο Αλέκος τρόμαξε. Την είχε φοβηθεί το μάτι του. Λες και γι’ αυτήν είχε γράψει ο Βαμβακάρης το τραγουδάκι:
Περνάς και δε με χαιρετάς, μελαχρινό, γιατί δε με γνωρίζεις
και ντρέπομαι να σου το πω, μελαχρινό, γιατί έμαθα πως βρίζεις.
Έτσι ντρεπόταν κι αυτός, ώσπου πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στο βάσανο που τον έτρωγε. Από το τραγούδι σκαρφίστηκε το στίχο που της πέταξε:
-Περνάς και δεν μας χαιρετάς, χαρά στην περηφάνια!
Και δεν αστόχησε. Η Χρυσούλα δεν μέτρησε το μπόι που του έλειπε, μέτρησε την καρδιά και το φιλότιμο που του περίσσευε. Τον ταλαιπώρησε μερικές εβδομάδες, ώσπου είπε το Ναι και το Αλεκάκι έγινε ο σύντροφος της ζωής της. Παιδιά δεν κάνανε αλλά δεν είχε παράπονο.
Εκείνος ολημερίς χωμένος στο τσαγκαράδικο, στην πίσω αυλή, πάλευε με τα βερνίκια και τα δέρματα.
Εκείνη στην κουζίνα της και στον χωματόκηπο με τις ορτανσίες, τους κατιφέδες, τις βιολέτες και τις γαρδένιες.
-Για να σπάνε τη μυρωδιά από την παπουτσόκολλα, Αλεκάκι μου!
«Αλλιώτικη μέρα σήμερα». Το πήρε απόφαση. Κατέβηκε στην αυλή κι άνοιξε το «μαγαζί». Οι φυλακισμένες για χρόνια μυρωδιές των δερμάτων και των βερνικιών ξεχύθηκαν στη γειτονιά. Οι παλιοί γείτονες, από το δικό τους σπίτι-γηροκομείο ο καθένας, τις ένιωσαν αμέσως. Ο Αλέκος ο τσαγκάρης δούλευε ξανά!
Κάθισε στο σκαμνάκι του. Γύρω του, σε μια οργανωμένη αταξία, απλωμένη όλη η ζωή του: δέρματα, σόλες, καλαπόδια, κορδόνια, πάτοι, φόλες για μπαλώματα, τρυπάνια, σακοράφες, βελόνες, καρφάκια, κουτάκια παπουτσόκολλας, μπουκαλάκια με βερνίκια και μπογιές. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη Χρυσούλα:
«Αλεκάκι μου, είναι ώρα να φέρω τον καφέ σου;»
«Αργότερα Χρυσούλα, έχω επείγον χειρουργείο», ψιθύρισε και χαμογέλασε. Ήταν το συνθηματικό του, όταν είχε κάποιο σπασμένο τακούνι ή ξεκολλημένη σόλα που ήθελαν άμεση επέμβαση.
Ξεκρέμασε τη χιλιοσημαδεμένη, μαύρη ποδιά και την πέρασε στο λαιμό του. Σαράντα χρόνια πάνω σ’ αυτή την ποδιά είχε φτιάξει, επιδιορθώσει, μπαλώσει, βάψει, γυαλίσει, ράψει άπειρα παπούτσια: παιδικά πέδιλα, γυναικεία γοβάκια, ανδρικά σκαρπίνια, γαμπριάτικα λουστρίνια, νυφιάτικα ψηλοτάκουνα, γεροντίστικα πλατύσολα, μποτάκια μαύρα, καφετιά, κόκκινα, λευκά, με κορδόνια και χωρίς. Μια ζωή μετρούσε, έκοβε, κολλούσε, έραβε, ξαναμετρούσε, τρυπούσε, έβαφε, γυάλιζε, μπάλωνε.
Έψαξε στα καλούπια, βρήκε το πιο μικρό, που το είχε φτιάξει για τον εαυτό του, στο δικό του νούμερο, και ξεκίνησε. Διάλεξε το πιο ακριβό δέρμα, ένα μαλακό, γυαλιστερό από μοσχάρι σε μαύρο χρώμα και το κατέβασε από το ράφι. Το μέτρησε, το έκοψε κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Κέντησε τα στολίδια στη γύρα της φτέρνας και στη μύτη, άνοιξε τις τρύπες για τα κορδόνια, το έραψε. Πήρε την πιο μαλακή σόλα, την προσάρμοσε κι άρχισε να ράβει το παπούτσι επάνω της. Ύστερα το τακούνι. Το σούρουπο έκλεισε το μαγαζί και πήγε για ύπνο ευτυχισμένος. Συνέχισε την επόμενη, τη μεθεπόμενη. Έφτιαξε τα καλύτερα παπούτσια που είχε φτιάξει ποτέ.
Τα δοκίμασε κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε από την ντουλάπα το καλό του κοστούμι, το καλό του πουκάμισο, τη ριγέ γραβάτα και ντύθηκε. Φόρεσε τα καινούργια του παπούτσια και τα ένιωσε να αγκαλιάζουν τα πόδια του. Βγήκε από το σπίτι και περπάτησε ως τη νεραντζιά που είχε γνωρίσει το κορίτσι με τις μακριές κοτσίδες.
Περνάς και δεν μας χαιρετάς…
Έκοψε ένα μικρό κλαράκι με δυο άνθη και το έβαλε στο αυτί του. Γύρισε στο σπίτι χαρούμενος. Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στην πολυθρόνα της σάλας. Ήπιε μια γουλιά και μύρισε το άνθος.
-Για να σπάσει τη μυρωδιά της παπουτσόκολλας, Χρυσούλα μου!
Στον τοίχο η Χρυσούλα τού έγνεψε.
Την κοίταξε στα μάτια.
-Ετοιμάσου, της είπε. Απόψε θα έρθω να σε ζητήσω.
[Ιούνιος 2017]
Από τη Συλλογή διηγημάτων «Λογισμοί στο σύθαμπο» (2019)
*Σημείωση. Ο κυρ-Βασίλης Κρημνιώτης (1947-2025), με καταγωγή από την Κοζάνη και γείτονας στη Ν. Σμύρνη, μια ζωή στην οικοδομή, ταλαιπωρημένος από σοβαρά προβλήματα υγείας, για πολλά χρόνια καλημέριζε τη γειτονιά από το παραθύρι του. Από την καθημερινή αυτή εικόνα προέκυψε η γενεσιουργός ιδέα για αυτό το διήγημα, το οποίο στα υπόλοιπα στοιχεία του αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Εδώ και λίγες ημέρες το παραθύρι του κυρ-Βασίλη έκλεισε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου