Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Των ψυχών*

 


Μαγιάτικο σούρουπο, ο ήλιος αβασίλευτος ακόμα χρωματίζει απόκοσμα και μαγευτικά τα δέντρα, τα νερά, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Στο παλιό μονοπάτι προς το κοιμητήρι του Άη Γιάννη, ανάμεσα στα λιόδεντρα, μόνος με τη σκέψη στη μάνα, τέτοιες μέρες ήταν …

…μέρα Μαγιού μού μίσεψες…

για άλλο λόγο γράφτηκε ο στίχος αλλά ταιριάζει στο λογισμό μου, μέρα Μαγιού, λίγο μετά τη γιορτή της μητέρας, έφυγε κι εκείνη. Τριγύρω τα φύλλα χρυσοπράσινα, όπως τα ύμνησε ο Μίκης, μελισσάκια ακούραστα τρυγούν νέκταρ από τα αγριολούλουδα,  πεταλουδίτσες πολύχρωμες πεταρίζουν χαριτωμένες αποχαιρετώντας την εφήμερη ζωή τους και στο χώμα ένα χαλί από ανθισμένα χαμομήλια. Το μεθυστικό άρωμα που σκορπάνε σε κάθε βήμα μου, γεμίζει τα πλεμόνια μου και με αποκοιμίζει γλυκά, ηδονικά… πόση ομορφιά… η Εδέμ.

Το χέρι της μάνας με τραβά απαλά, έλα μη χαζεύεις, θα νυχτώσουμε, πάλι τις πεταλούδες κοιτάς, οι ψυχές είναι, των ανθρώπων που γυρίζουν κάθε σούρουπο να ξαναδούν έστω για λίγο τον τόπο που έζησαν, τους ανθρώπους που αγάπησαν, νοσταλγούν κι αυτές κι ας είναι στον Παράδεισο. Ο πατέρας στο βάθος, βιαστικός όπως πάντα, στρέφει το βλέμμα και γνέφει με το χέρι, ελάτε επιτέλους, τι πάθατε;

Τα βλέφαρα κλείνουν, γλαρώνω, ακουμπώ το κεφάλι μου σε μια ρίζα κι αφήνομαι. Ένα αεράκι δροσερό θροΐζει τα φυλλώματα και με νανουρίζει. Δυο σκιές περνούν, τρομάζω, μη φοβάσαι τα δικά μας παιδιά είναι, μια τρυφερή φωνή με καθησυχάζει, ένα απαλό χέρι μου χαϊδεύει το μάγουλο, ένα φιλί με συνεφέρνει, μισανοίγω τα μάτια: Μαριζέτα! Μα πώς; Πριν από λίγο προσπέρασα τη μαρμάρινη θωριά σου, δίπλα σε κείνη του στοιχειωμένου Νώντα. Χαμογελάει και υψώνεται σαν αερικό, ανασηκώνομαι, την ψάχνω. 

Μια άλλη φωνή με ξυπνάει για τα καλά. Πάμε για μπάλα στο σχολείο, αργήσαμε, οι άλλοι έχουν μαζευτεί, φτάνουν τα τζιτζίκια για σήμερα. Ο Νώντας, τα τζιτζίκια, ποια τζιτζίκια; Η τσέπη στο κοντοβράκι μου βουίζει, χώνω το χέρι μου, βρίσκω ένα σακουλάκι με τζιτζίκια, τ’ αφήνω να πετάξουν στα δέντρα. Μα τι κάνεις; Πάλι ο Νώντας, μα πώς; Τρέχα τώρα, οι άλλοι θα μας ψάχνουν. Ποιοι άλλοι; Όλοι εκεί είναι, χάζεψες; Ο Σπύρος, ο Τάσος, ο Αντρέας, ο Λιας, ο Θοδωρής του Παναγιωταρέα, η κλάση μας. Μα, αντιμίλησα, αυτοί έχουν πάρει το σκοτεινό στρατί! Άστα αυτά, έχουμε ντέρμπι με τη Μικρή Μαντίνεια, απόψε, σε χρειαζόμαστε.

Θα είναι και η Όλγα; μουρμούρισα αμήχανα. Σιγά μη χάσω το μπάνιο μου για το χαζο- ποδόσφαιρο, αποκρίθηκε και το γάργαρο γέλιο της αντιλάλησε παντού. Πάω στη θάλασσα, φώναξε. Μόλις που πρόλαβα να αντικρίσω το αγαλματένιο κορμί της να κατηφορίζει προς τον Κούκκινο, τυλιγμένο με μια πετσέτα. Είχα ξυπνήσει για τα καλά. Για λίγο οι εικόνες στο βίντεο της μνήμης, πάγωσαν: ο Νώντας με τη μπάλα, ο Τάσος με την μηχανάρα Ντουκάτι, ο Σπύρος στην ακροθαλασσιά, ο Αντρέας στο Βράχο, ο Παναγιώτης καπετάνιος, ο Βασίλης στο συνεταιρισμό, η Άσπα, η Λίτσα, ο Ρετζής, ο Κουλεπάκης, όλοι εκεί, καταγραμμένοι και ασάλευτοι, φιγούρες αναλλοίωτες, όπως τότε που ζήσαμε μαζί. Μια φωνή αγαπημένη, άρχισε να απαγγέλει αργά-αργά, στίχους που με άγγιξαν κάποτε:

Καυτές μέρες του καλοκαιριού με τα στάχυα χρυσοκίτρινα να λικνίζονται

ατελείωτες ώρες με φωνές από τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα

ιδρώτας σκόνη και θαλασσινή αρμύρα, παρέες από εφήβους

στο στόμα το τσιγάρο και τα τραγούδια του Μάνου αξέχαστα.

Ω Αθηνά, πόσο λείπεις! Μα είμαι πάντα εδώ, απάντησε, βάζοντας το χέρι στην καρδιά. Αφέθηκα στην απαγγελία της και αποκοιμήθηκα στη ρίζα της ελιάς, ενώ γύρω μου…

και οι γυναίκες με τα σκαμμένα πρόσωπα

και οι άντρες με τα λιοκαμμένα μπράτσα

στις αυλές αμίλητοι αναπαύονται

Οι πεταλούδες συνέχιζαν να πεταρίζουν, λίγο πριν σβήσουν οριστικά, όταν…

το σούρουπο ένας κόκκινος ήλιος αργοπεθαίνει πάνω απ’ το σταυρό.

 

Στο Σούρουπο θα μαζευτούμε, μια αγαπημένη φωνή, υπενθύμισε το μηνιάτικο ραντεβού των παλιών συμμαθητών. Μισάνοιξα το ένα μάτι, οι πεταλούδες συνέχιζαν να πεταρίζουν, μα τα λιόδεντρα είχαν δώσει τη θέση τους σε κουκουναριές, πεύκα και κυπαρίσσια, δρομείς έκαναν τζόκινγκ, μαμάδες με καροτσάκια έκοβαν βόλτες, πιτσιρίκια παίζανε σε μια παιδική χαρά. Στο Άλσος ήμουν, στη Νέα Σμύρνη, πώς γίνεται;

Στο Σούρουπο, την Πέμπτη, όπως κάθε μήνα, ξαναμίλησε η αγαπημένη φωνή. Φώτη; απάντησα και γύρισα το κεφάλι προς τα εκεί, μα η φωνή είχε γίνει μια αέρινη φανέλα της Λίβερπουλ που έσβηνε ανάμεσα στις φυλλωσιές, ενώ ένα τραγούδι ανέβαινε από το υποσυνείδητο στα χείλια μου.

Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός, είχες τις χάρες όλες

Όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες

Θα είναι κι ο Λευτέρης; ξαναρώτησα, αφελώς, μιας κι ο Λευτέρης μας είχε αποχαιρετίσει τηλεφωνικά την τελευταία φορά, λέγοντας πως δεν είχε πολλή ζωή μπροστά του. Η κακιά αρρώστια τον είχε καταβάλει. Φυσικά, και θα είμαι, κάθε φορά που μαζεύεστε έρχομαι, όλοι ερχόμαστε, κι ο Φώτης κι ο Θεοχάρης κι ο Μάντης κι ο Ασημάκης κι ο Πάρις, όλοι. Όσο μας θυμάστε, θα ερχόμαστε. Λευτέρη; απάντησα με χαρά, πριν χαθεί η χαμογελαστή φιγούρα που ήρθε στιγμιαία να μου ξυπνήσει το παρελθόν. 

Ξεθωριασμένες φωτογραφίες
σε ένα συρτάρι του μυαλού, σκονίζονται
παλεύουν να σώσουν τη μνήμη
ώσπου εξαφανίζονται δια παντός.

Κι αν, από τύχη, ανασυρθεί κάποια
φτεροκοπά σα νεογέννητη πεταλουδίτσα
ζωντανεύει μια φιγούρα, ένα χαμόγελο
και καίγεται στον απογευματινό ήλιο.

Μνήμες που σβήνουν, δειλινά που περνούν
κι ο χρόνος ακούραστος τραβά τον ανήφορο
προς την άλλη πλευρά του σύμπαντος
ένθα, λένε, ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός.

 Θ. Μπελίτσος, 8.6.2025

*Με αφορμή τη φωτογραφία που ανάρτησε η Μιράντα Τερζοπούλου στο FB.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου