Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Η Κάτω Γης εμπούχτισε

 


Ένα πουλάκι γύρισε από τον κάτω κόσμο
Είχε στα νύχια αίματα, τα μάτια τρομαγμένα
Και στάχτη μαύρη, βρωμερή, σκέπαζε τα φτερά του

Πουλάκι πόθεν έρχεσαι και τι μαντάτα φέρνεις;
Από τον Άδη έρχομαι κι έχω λωβά μαντάτα.
Τι, η ανθρωπότη βάλθηκε τον κόσμο να χαλάσει.

Άντρες αφήσαν το υνί και πιάσαν το μαχαίρι
Κι αντί για το γλυκό φιλί, γεύονται το φαρμάκι
Μανάδες κλαίνε τα παιδιά και ορφανά τις μάνες.

Τι άλλο θέτε να σας ειπώ και τι να μολογήσω;
Είναι τα λόγια δύσκολα κι η μοίρα είναι μαύρη
Το Χάρο είδα που ’τρεχε σ’ Ανατολή και Δύση

Έσερνε νιους απ’ τα μαλλιά, γέρους απ’ τις μασχάλες
Έσερνε και μωρά παιδιά στη σέλλα αρμαθιασμένα
Κι ένα δάκρυ έσταζε απ’ το ζερβί του μάτι.

Εδάκρυσε κι ο Χάροντας με το κακό που βρήκε
Τι, ο ντουνιάς λωλάθηκε, συθέμελα γκρεμίζει
κι η Κάτω Γης εμπούχτισε και δεν αντέχει άλλους

Παραλλαγή από μανιάτικο μοιρολόι, Θ.Μ. 14.6.2025

 *Ο πίνακας "Η βάρκα του Χάροντα" (1685) του Luca Giordano αντλήθηκε από τη Βικιπαίδεια.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Των ψυχών*

 


Μαγιάτικο σούρουπο, ο ήλιος αβασίλευτος ακόμα χρωματίζει απόκοσμα και μαγευτικά τα δέντρα, τα νερά, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Στο παλιό μονοπάτι προς το κοιμητήρι του Άη Γιάννη, ανάμεσα στα λιόδεντρα, μόνος με τη σκέψη στη μάνα, τέτοιες μέρες ήταν …

…μέρα Μαγιού μού μίσεψες…

για άλλο λόγο γράφτηκε ο στίχος αλλά ταιριάζει στο λογισμό μου, μέρα Μαγιού, λίγο μετά τη γιορτή της μητέρας, έφυγε κι εκείνη. Τριγύρω τα φύλλα χρυσοπράσινα, όπως τα ύμνησε ο Μίκης, μελισσάκια ακούραστα τρυγούν νέκταρ από τα αγριολούλουδα,  πεταλουδίτσες πολύχρωμες πεταρίζουν χαριτωμένες αποχαιρετώντας την εφήμερη ζωή τους και στο χώμα ένα χαλί από ανθισμένα χαμομήλια. Το μεθυστικό άρωμα που σκορπάνε σε κάθε βήμα μου, γεμίζει τα πλεμόνια μου και με αποκοιμίζει γλυκά, ηδονικά… πόση ομορφιά… η Εδέμ.

Το χέρι της μάνας με τραβά απαλά, έλα μη χαζεύεις, θα νυχτώσουμε, πάλι τις πεταλούδες κοιτάς, οι ψυχές είναι, των ανθρώπων που γυρίζουν κάθε σούρουπο να ξαναδούν έστω για λίγο τον τόπο που έζησαν, τους ανθρώπους που αγάπησαν, νοσταλγούν κι αυτές κι ας είναι στον Παράδεισο. Ο πατέρας στο βάθος, βιαστικός όπως πάντα, στρέφει το βλέμμα και γνέφει με το χέρι, ελάτε επιτέλους, τι πάθατε;