Ένα πουλάκι γύρισε από
τον κάτω κόσμο
Είχε στα νύχια αίματα, τα μάτια τρομαγμένα
Και στάχτη μαύρη, βρωμερή, σκέπαζε τα φτερά του
Πουλάκι πόθεν έρχεσαι και τι μαντάτα φέρνεις;
Από τον Άδη έρχομαι κι έχω λωβά μαντάτα.
Τι, η ανθρωπότη βάλθηκε τον κόσμο να χαλάσει.
Άντρες αφήσαν το υνί και πιάσαν το μαχαίρι
Κι αντί για το γλυκό φιλί, γεύονται το φαρμάκι
Μανάδες κλαίνε τα παιδιά και ορφανά τις μάνες.
Τι άλλο θέτε να σας ειπώ και τι να μολογήσω;
Είναι τα λόγια δύσκολα κι η μοίρα είναι μαύρη
Το Χάρο είδα που ’τρεχε σ’ Ανατολή και Δύση
Έσερνε νιους απ’ τα μαλλιά, γέρους απ’ τις μασχάλες
Έσερνε και μωρά παιδιά στη σέλλα αρμαθιασμένα
Κι ένα δάκρυ έσταζε απ’ το ζερβί του μάτι.
Εδάκρυσε κι ο Χάροντας με το κακό που βρήκε
Τι, ο ντουνιάς λωλάθηκε, συθέμελα γκρεμίζει
κι η Κάτω Γης εμπούχτισε και δεν αντέχει άλλους
Παραλλαγή από μανιάτικο μοιρολόι, Θ.Μ. 14.6.2025
*Ο πίνακας "Η βάρκα του Χάροντα" (1685) του Luca Giordano αντλήθηκε από τη Βικιπαίδεια.