"Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο εκ Σκιάθου". Ράλλης Κοψίδης 1960 |
Κατά το 19ο αιώνα οι επαφές της Λήμνου με τη Σκίαθο και με τα άλλα νησιά των Βορείων Σποράδων ήταν συχνές. Απείχαν άλλωστε μόλις λίγα μίλια. Αν και μετά το 1830 βρέθηκαν εκατέρωθεν της θαλάσσιας μεθορίου που χώρισε την οθωμανική ακόμα Λήμνο από τα λευτερωμένα μικρονήσια των Σποράδων, οι καπεταναίοι συνέχισαν να ταξιδεύουν στο Αιγαίο όπως παλιά, μεταφέροντας εμπορεύματα κι ανθρώπους στα νησιά και τις ακτές του. Οι σχέσεις αυτές έχουν επισημανθεί παλιότερα κι από μένα[1] κι από άλλους ερευνητές.[2]
Μια τέτοια περίπτωση περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) στο διήγημά του «Στο Χριστό στο Κάστρο» το οποίο δημοσίευσε το 1892 στο περιοδικό «Εστία».[3] Εκεί κάνει λόγο για τον καπετάν-Κωσταντή τον Λημνιαραίο, ο οποίος τα Χριστούγεννα του 186.. εξόκειλε στο Μικρό Γιαλό, μια απόμερη βορινή ακτή της Σκιάθου. Εκείνα τα Χριστούγεννα ο κυρ-Αλεξανδρής είχε συνοδέψει ως ψάλτης τον παπά-Φραγκούλη και λίγους προσκυνητές που μετέβησαν με τη λέμβο του μπάρμπα-Στεφανή στο απομονωμένο κι έρημο μεσαιωνικό Κάστρο, με σκοπό να λειτουργήσουν τον παλιό ναό της Γέννησης του Χριστού για τους λίγους ποιμένες της περιοχής που σπάνια έβλεπαν ιερέα κι ακόμα σπανιότερα τα Χριστούγεννα. Αλλά ενώ ξημέρωνε η αγία ημέρα, πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν τον όρθρο, ακούστηκαν «κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ’ εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι». Προέρχονταν από το πλοίο του Λημνιού καπετάνιου το οποίο είχε προσαράξει «υπό τον Κουρούπη... από του πελάγους ερχόμενον», όπως αναφέρει ο συγγραφέας. Και συνεχίζει, περιγράφοντας την προσπάθεια των αιπόλων να το βοηθήσουν καθώς κινδύνευε να συντριβεί στα βράχια:
«Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδία είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ».
Και ήταν σωτήρια αυτή η ενέργεια, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Ο δε ο παπά-Φραγκούλης, καθώς οι πιο πολλοί προσκυνητές βγήκαν από το ναό είτε για να βοηθήσουν είτε εκ περιεργείας αγωνιούντες, καθυστέρησε όσο μπορούσε την θεία λειτουργία, δεόμενος και υπέρ της σωτηρίας των αγνώστων ναυαγών:
«Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την Πρόθεσιν, κ’ εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ου μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνώριζεν… Εδεήθη δε και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ου, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα».
Μέχρι που επανήλθαν όλοι στο ναό, μαζί με τους τρεις επιβάτες της λημνιάς σκούνας:
«Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ’ η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθόντες προς επισκόπησιν, είτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής και οι μετ’ αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ’ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τας εικόνας και λάβωσι το αντίδωρον»
Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα τον ίδιο τον συγγραφέα να διηγηθεί τα γεγονότα με το δικό του μοναδικό λογοτεχνικό ύφος, όπως τα έζησε:
«Το εξοκείλαν πλοίο ήτο το γολετί του καπετάν-Κωσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: Προ δύο ημερών ήτο προσωρμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ’ ο βοριάς τον εξούριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη δια μιας δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τας δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικής, όπου άμα εισπλεύση τις δεν βλέπει πλέον πόθεν εισέπλευσεν, αλλ’ όπου δυσκόλως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής.
Και το γολετί ξυλάρμενον, μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων οι αγωνιώντες ναυβάται είδον έξαφνα φως, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς ους είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφάνη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαίνοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψίστοις».
Επλησίασαν φερόμενοι μάλλον ή πλέοντες προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβώσιν εις τούς βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, δι’ επιτηδείου χειρισμού απέφυγον την καταστροφήν, κ’ εκάθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμένον, όσον δεν ηδύνατο να είναι με τας δύο αγκύρας του, τας μεινάσας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης».[4]
Το έρημο κι απόκρημνο Κάστρο της Σκιάθου [πηγή: Βικιπαίδεια] |
Ποιός όμως ήταν ο καπετάν-Κωσταντής ο Λημνιαραίος; Ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή λογοτεχνικό εύρημα του Παπαδιαμάντη; Με δεδομένο ότι ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος κατά κανόνα δραματοποιεί γεγονότα που έζησε, πρέπει να ήταν παρών σε κάποιο παρόμοιο ναυάγιο και να είχε γνωρίσει Λημνιούς καπεταναίους, πιθανότατα και κάποιον καπετάν-Κωσταντή, αφού συνήθιζε να χρησιμοποιεί τα αυθεντικά ονόματα των ηρώων του. Στο κείμενο γράφει ότι ήταν «ανήρ μεσήλιξ». Αν υποθέσουμε ότι ως μεσήλικα εννοεί άνδρα ηλικίας 50-55 ετών, τότε κάλλιστα μπορούμε να ταυτίσουμε τον καπετάν-Κωσταντή με τον Λημνιό ναυτικό Κωνσταντή Χατζή-Μαυρουδή από τον Κοντιά, ο οποίος σε νεαρή ηλικία, 10-15 ετών, υπήρξε θαλασσομάχος του αγώνα για την ανεξαρτησία, υπηρετώντας στο πλοίο «ΦΩΚΙΩΝ» του αδερφού του. Για τη συμβολή του αυτή, το 1835 τιμήθηκε με Χάλκινο Σταυρό από το ελληνικό κράτος, ενώ ο αδερφός του, ο Νικόλας Χατζημαυρουδής, έλαβε Ασημένιο Σταυρό και το βαθμό του Σημαιοφόρου. Το 1856 βρίσκουμε τον καπ. Κωνσταντή σε κάποια δικαιοπραξία να δηλώνει πλοίαρχος, κάτοικος και δημότης Λήμνου.[5]
Αλλά όποιος κι αν ήταν ο «εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης», όπως τον χαρακτηρίζει ο Παπαδιαμάντης, έσπευσε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τους Σκιαθίτες βοσκούς, προσφέροντας στο γιορτινό τραπέζι ό,τι αγαθά διέθετε στη σκούνα του: κρασί, κοτόπουλα, αβγά, τυρί, σκουμπριά, όπως περιγράφει ο κυρ-Αλέξανδρος:
«…και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολετί... δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου».
Ήπιαν μπόλικο λημνιώτικο κρασί κι αποκοιμήθηκαν ευτυχείς:
«Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του».
Και την επαύριο που εκόπασε ο άνεμος:
«Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπάρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολετί, το οποίον δεν είχεν πάθει τίποτε, αλλ’ εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κόπων».
Αλληλοβοηθούμενοι απέπλευσαν προς τη Χώρα, για να επισκευάσουν τις ζημιές τους.
Αλ. Παπαδιαμάντης, ανάγλυφο στην πλατεία "Δεξαμενής" της Αθήνας. Έργο του Θωμά Θωμόπουλου (1923) |
Δεν είναι η μοναδική φορά που ο Παπαδιαμάντης αναφέρει τη Λήμνο στο έργο του. Άλλη μια αναφορά υπάρχει στο χριστουγεννιάτικο διήγημα «Ο Χαραμάδος» που δημοσίευσε στην εφ. «Άστυ» (25.12.1904), τα συμβάντα του οποίου τοποθετεί στα τέλη της δεκαετίας 1860-70.[6] Γράφει:
«Την άλλην χρονιάν, μεσούντος του Δεκεμβρίου, ο καπετάν-Ηρακλής, προερχόμενος από τα Μπογάζια, και το Δεδέαγατς, φέρων καί τινα εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, επλησίασεν εις την Λήμνον, εφόρτωσεν ωραία κοκκινωπά κρασιά, κ’ έπλευσεν εις Θεσσαλονίκην».
Παρατηρούμε ότι πάλι αναφέρεται η θρακική πόλη Αίνος, η οποία είχε στενές σχέσεις με τη Λήμνο κατά τον 19ο αιώνα, σε σημείο ώστε να συγχέεται η καταγωγή ορισμένων Αινιτών αγωνιστών του 1821, όπως του καπετάν-Αντώνη Βισβίζη.[7] Κάνοντας μια μικρή παρέκβαση από τον Παπαδιαμάντη, αξίζει ν’ αναφερθεί ότι συχνή είναι η αναφορά της Λήμνου στο μυθιστόρημα της Άννας Γκέρτσου-Σαρρή «Με ενάντιους ανέμους», στο οποίο βιογραφεί την Αινίτισσα καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη.[8]
Στο διήγημα ο Παπαδιαμάντης θέλει τον Σκιαθίτη ναυτικό καπετάν-Ηρακλή τον αποκαλούμενο Καλούμπα, να περιλαμβάνει στο εμπορικό του δρομολόγιο και τη Λήμνο για την προμήθεια κόκκινου κρασιού. Πρόκειται για το διάσημο από την αρχαιότητα κόκκινο λημνιό κρασί, το γνωστό στο νησί ως «καλαμπάκι» από την ομώνυμη ποικιλία αμπελιού, και πανελληνίως με την επωνυμία «Λημνιό».[9]
Κατά τον συγγραφέα τα κρασιά που μετέφερε ο καπετάν-Ηρακλής για λογαριασμό κάποιου εμπόρου, του είχαν κοστίσει ελάχιστα και βιαζόταν να τα πουλήσει όσο-όσο ώστε να προλάβει να επιστρέψει στην Σκιάθο για τα Χριστούγεννα:
«Επειδή ήρχοντο Χριστούγεννα… ενδομύχως ηύχετο να έστελλεν ο Θεός ένα καλόν βορρά διά να πωλήση τα κρασιά οπουδήποτε (τα οποία ήξευρεν ότι εκόστιζαν πάμφθηνα εις τον έμπορόν του) και έπειτα μίαν καλήν νοτιάν δια να ποδίση και μεταβή εις την πατρίδα του».
Δεν γνώριζε πως στο νησί του τη χρονιά εκείνη «τ’ αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει· άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια» και πως «με τον ουρανίσκον στεγνόν, έμειναν οι αγρυπνούντες εις το μικρόν καπηλείον του Γιαννιού της Στέργαινας» που υπήρχε στο Κάστρο της Σκίαθου. Κι εύχονταν να γίνει κάποιο θαύμα για να μη μείνουν χωρίς κρασί τα Χριστούγεννα. Και το θαύμα έγινε. Πραγματοποιήθηκαν και η ευχή του κάπελα και του καπετάνιου. Ευνοϊκοί αγέρηδες βοήθησαν να φτάσει εγκαίρως στο νησί, όπου ξεπούλησε το φορτίο του και το λημνιό κρασί προς είκοσι λεπτά την οκά:
«Όπως ευχήθη, ούτω σχεδόν έγινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός νότος. Επόδισε την νύκτα και κατέπλευσεν εις το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον. Άμα εξημέρωσε, και έπαυσεν ο άνεμος, εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία κ’ ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κ’ επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν. Κ’ έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι του βορεινού θαλασσοδαρμένου χωρίου».[10]
Πριν ολοκληρώσουμε το άρθρο για τη Λήμνο στο έργο του Παπαδιαμάντη, πρέπει να διαλύσουμε μια συχνή παρανόηση. Ο Σκιαθίτης δημιουργός αναφέρει σε διάφορα έργα του μια εκκλησία της Σκιάθου, την Παναγία τη Λιμνιά.[11] Την Παναγία τη Λιμνιά αναφέρει κι ο έτερος Σκιαθίτης πεζογράφος και εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ο Γ. Βαλέτας,[12] ο Ν.Γ. Πεντζίκης,[13] ίσως και άλλοι, σημειώνουν την παραπάνω εκκλησία ως «Παναγία Λημνιά», οπότε ο ανύποπτος αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι η εν λόγω εκκλησία σχετίζεται με το νησί της Λήμνου. Όμως, όπως γνωρίζουν οι Σκιαθίτες, ο ναός αυτός οφείλει την επωνυμία του στην ομώνυμη συνοικία της Σκιάθου, το όνομα της οποίας προήλθε από την κωμόπολη Λίμνη της Εύβοιας. Συγκεκριμένα η συνοικία της Λιμνιάς, στην οποία δέσποζε «της Κοκκώνας το σπίτι», πήρε αυτό το προσωνύμιο το 1790, μετά από την εγκατάσταση εκεί κατοίκων από τη Λίμνη Ευβοίας. Το 1837-38, οι απόγονοι των πρώτων οικιστών ανακαίνισαν έναν μικρό ναό του Αγ. Χαραλάμπους που βρισκόταν εκεί, και τον καθιέρωσαν ως Γενέθλιο της Θεοτόκου ή Παναγία η Λιμνιά, όπως τον «βάφτισαν» έκτοτε οι Σκιαθίτες.[14]
Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και μην ξεχνάτε τη ρήση του Ελύτη:
«…όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…».[15]
Θ. Μπελίτσος, Δεκέμβρης 2024
Από το ανέκδοτο έργο «Η Λήμνος στη Λογοτεχνία»
Σημειώσεις
[1] Θ. Μπελίτσος, «Δύο λαϊκά τραγούδια από την Αλόννησο», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 26 (1994), σελ. 272-275 και «Τα πατριδωνυμικά οικογενειακά ονόματα των Λημνίων», Η Φωνή του Μούδρου 129 (Σεπτέμβρης- Οκτώβρης 1996).
[2] Τάσος Καψιδέλης, «Η Λήμνος στον αγώνα του 1821», Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 1986, σσ. 67, 77, 92 κ.ά.
[3] Αλ. Παπαδιαμάντη, «Τα Άπαντα», Αθηναϊκές Εκδόσεις, Αθήναι 1954, τόμος 2, σσ. 278 κ.επ.
[4] ‘https://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/368-st-xrist-st-kastro-1892’.
[5] Τρύφων Μαραγκός, «Χρονικό του καπετάν Νικόλα Χατζημαυρουδή από τη Λήμνο», εφ. Λήμνος 5.7.1959.
[6] Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τόμος 4, σ. 247.
[7] Καψιδέλης ό.π., σσ. 40-41, 55 κ.ά.
[8] Άννα Γκέρτσου-Σαρρή «Με ενάντιους ανέμους», εκδ. Κέδρος 1996, σσ. 99, 111, 112, 116 κ.ά.
[9] Θοδωρής Μπελίτσος, «Από την Λημνία άμπελο ως το μοσχάτο Αλεξανδρείας. Μια αμπελο-οινική αναδρομή», στο συλλογικό «Λημνία άμπελος. Οίνος ο λήμνιος», εκδ. Αγιαρμόλας 2024, σσ. 18-32.
[10] ‘https://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/297-xaramados-1904’.
[11] Στα διηγήματα: «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (Ακρόπολις, φ. 14.8.1893 ως 5.9.1893), Άπαντα, τόμ. 3, σ. 205 και «Αμαρτίας φάντασμα» (Άστυ, φ. 1.1.1900), ό.π., τόμ. 3, σ. 383.
[12] Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τόμος 6, σ. 347.
[13] Ν.Γ. Πεντζίκης, «Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας γεωγραφικής», εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 189.
[14] «Επτά Ημέρες» Καθημερινής, 22.4.1995, «Πάσχα στη Σκίαθο», σσ. 4-5 και 24.
[15] Οδυσσεά Ελύτη «Το Άξιον Εστί» ΙΑ΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου