Βασίλης Κωνσταντόπουλος
«...𝛌ί𝛄𝛂 𝛌ό𝛄𝛊𝛂 𝛄𝛊𝛂 𝛕𝛈 𝛇𝛚ή 𝛍𝛐𝛖»
Αθήνα 2019, σελ. 125.
Ένα καλογραμμένο αυτοβιογραφικό βιβλίο με τον πιο πάνω τίτλο επέσε πρόσφατα στην αντίληψη μου, γραμμένο από έναν άνθρωπο που δεν σπούδασε σε κάποια σχολή αλλά μαθήτευσε στο μεγάλο σχολείο της ζωής. Και μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία της ζωής του αποφάσισε να αφηγηθεί τις περιπέτειες του βίου του, ως παρακαταθήκη για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Όμως, αν και το προόριζε για την οικογενειά του, το έργο του έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, διότι αποτελεί μια αυθεντική μαρτυρία της κοινωνικής πραγματικότητας της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Τον κ. Βασίλη τον γνωρίζω πολλά χρόνια καθώς τα καλοκαίρια παραθερίζει στο χωριό μου, την Παλιόχωρα Αβίας. Ευγενής, αξιοπρεπής, καταδεκτικός, ολιγομίλητος αλλά όχι απόμακρος, απολαμβάνει διακριτικά τις διακοπές με την οικογένειά του, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Οι ηλικίες μας δεν ταιριάζουν ώστε να κάνουμε στενή παρέα. Τον γνώρισα κυρίως ως τακτικό συνομιλητή του αείμνηστου πατέρα μου, καθώς μεταξύ τους υπήρχε μια αμοιβαία εκτίμηση. Γνώριζα πως έχει δημιουργήσει μια επιτυχημένη οικογενειακή επιχείρηση και τίποτα περισσότερο. Δεν φανταζόμουν ούτε τον περιπετειώδη βίο του ούτε πως είχε γράψει και εκδώσει ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του. Το πληροφορήθηκα πρόσφατα, εντελώς τυχαία, από έναν κοινό γνωστό μας.
Η αρχική έκπληξη που ένιωσα μετατράπηκε σε θαυμασμό, όταν το διάβασα. Θαυμασμό για την αφηγηματική του ικανότητα, για τον λιτό και περιεκτικό του λόγο, για το δομημένο και καλογραμμένο κείμενο, και κυρίως για τη σαφήνεια, την αυθεντικότητα και την αθωότητα που αποπνέει η γραφή του. Ας μου επιτραπεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Με τη λέξη αθωότητα εννοώ την ειλικρίνεια, την αυτοκριτική όπου το θεωρεί απαραίτητο, αλλά κυρίως το ό,τι δεν κατακρίνει όσους τον αδίκησαν ή τον ξεγέλασαν. Πού και πού διατυπώνει ένα μικρό παράπονο, όπως όταν τον γέλασε κάποιος, του οποίου προώθησε τα χειροτεχνήματα ως μικροπωλητής, κι εκείνος όχι μόνο δεν τον αντάμειψε αλλά δεν του είπε ούτε ευχαριστώ. Αντί ν' αρχίσει να κατακρίνει τον πονηρό που εκμεταλλεύτηκε την παιδική του αφέλεια, επιλέγει να γράψει για την πίκρα που ένιωσε καθώς λιγουρευόταν τους λουκουμάδες στις προθήκες που υπολόγιζε να ψωνίσει με την αμοιβή του αλλά δεν μπορούσε να δοκιμάσει ούτε έναν.
Τις αδικίες που βίωσε, τις θεωρεί μαθήματα ζωής. Αντί να μεμψιμοιρεί, να κατακρίνει και να φορτώνει σε άλλους τα λάθη και τις ατυχίες του, τα αφήνει πίσω του και φροντίζει να μην τα επαναλάβει. Π.χ. άνοιξε ένα μανάβικο με τα πρώτα λίγα χρήματα που μάζεψε, αλλά όταν κατάλαβε τη μεγάλη φύρα που είχε, το έκλεισε και στράφηκε σε άλλου είδους εμπόριο. Καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο, αντιλαμβάνεται πως δεν γράφτηκε για να περιαυτολογήσει και να κοκορευτεί για την οικονομική του πρόοδο. Αντιθέτως, στα γραπτά του αποτυπώνεται η σεμνότητα που τον διακρίνει ως χαρακτήρα.
Ο κ. Βασίλης Ηλ. Κωνσταντόπουλος ανήκει στη γενιά που έζησε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια κατά τη δύσκολη περίοδο των δεκαετιών '40 και '50, μια περίοδο οικονομικής ανέχειας για την πλειοψηφία των Ελλήνων, την οποία χειροτέρεψαν οι πολεμικές κι εμφυλιοπολεμικές συνθήκες. Μια εποχή που βασική προτεραιότητα των κατοίκων, ειδικά στην επαρχία, ήταν η επιβίωση, η εξεύρεση τροφής, ο επιούσιος. Το σχολειό και η μόρφωση, ακόμα κι αν το ήθελαν, για τους πιο πολλούς αποτελούσε πολυτέλεια, κι αν δεν υπήρχε το συσσίτιο, ίσως δεν πατούσαν καν.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεννήθηκε ο κ. Βασίλης το 1938, σε ένα μικρό κι απόμακρο χωριό, το Ξηροκάσι (νυν Παλαιόκαστρο), χαμένο κάπου στα λεγόμενα Κοντοβούνια του νομού Μεσσηνίας, πάνω από την αρχαία Μεσσήνη. Παιδί υπερπολύτεκνης οικογένειας, τη θαλπωρή της οποίας στερήθηκε από πολύ ενωρίς, αφού οι γονείς του τον έστειλαν από μικρό παιδάκι να ζήσει με την οικογένεια ένος θείου του, ιερέα στα Λέικα της Καλαμάτας, για να έχει μια καλύτερη προοπτική. Κι ο μικρός Βασίλης από τότε έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του, να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος για να βοηθήσει τους οικείους του και να δημιουργήσει τη δική του αγαπημένη οικογένεια.
Και το πέτυχε, αφού προηγουμένως πέρασε του Χριστού τα πάθη. Μπήκε από μικρός στη βιοπάλη, έχοντας πάντα στο νου του τη συμβουλή που του έδωσε ο πατέρας του: μακριά από το ποτό και το ξενύχτι, να στηρίζεται στον εαυτό του και να μην παρασύρεται από άλλους. Το σχολείο δεν πρόλαβε να το αγαπήσει αλλά μορφώθηκε. Αυτός που απέδειξε στη ζωή του ότι είχε μεγάλο εμπορικό κι επιχειρηματικό ένστικτο, αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή του στη νυχτερινή Εμπορική Σχόλη της Καλαμάτας, γιατί κάποιος φιλόλογος τον απέρριψε δυο φορές επειδή ήταν ανορθόγραφος! Τι να πει κανείς. Μπορεί ως παιδί να μην πήρε τις γνώσεις που δίνουν τα βιβλία και οι δάσκαλοι, αλλά έμαθε τη ζωή στο πεζοδρόμιο, στην αγορά, στην καθημερινή συναναστροφή του με τον κόσμο. Βίωσε αδικίες, κακή μεταχείριση από δύστροπα αφεντικά, δύσκολες εργασιακές συνθήκες, έκανε λάθη, εμπιστεύτηκε πονηρούς ανθρώπους αλλά κάθε δυσκολία που συναντούσε τον έκανε πιο έμπειρο, πιο δυνατό. Είχε την ευστροφία να μαθαίνει από τα λάθη του, από κάθε πρόσωπο που συνεργάστηκε να κρατά τα θετικά που αποκόμισε, να ξεχνά τυχόν άσχημες συμπεριφορές και να προχωράει μπροστά.
Μέχρι να σταθεί στα πόδια του οι δουλειές που έκανε ήταν αμέτρητες, πρώτα στην Καλαμάτα, αργότερα στον Πειραιά και στην Αθήνα κι εν τέλει για δέκα χρόνια περίπου στην μακρινή Αυστραλία. Από πολύ μικρός, μαθητής του δημοτικού ακόμα, μπήκε στο μεροκάματο. Δούλεψε σε εμπορικά καταστήματα, σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, σε καφενεία, σε μπακάλικα, ακόμα και λιανοπωλητής. Στην πρωτεύουσα άνοιξε ενα μανάβικο αλλά από τη μία η φύρα καθώς τα φρούτα είναι ευάλωτο είδος, από την άλλη τα βερεσέδια, τον οδήγησαν στην απόφαση να το κλείσει. Τελικά, πήρε τη μεγάλη απόφαση να πάει στην Αυστραλία κοντά στα μεγαλύτερα αδέρφια του που ήταν ήδη εκεί.
Ταξίδεψε μαζί με εκατοντάδες νύφες, κορίτσια αρραβωνιασμένα ή λογοδοσμένα που είχαν μαζί τους μόνο μια φωτογραφία και μιαν αντρέσα, ως μοναδικό τους εφόδιο στον ξένο τόπο, όπου έλπιζαν να κάνουν ένα καλύτερο ξεκίνημα. Η περιγραφή του υπερπόντιου ταξιδιού, το οποίο ήταν επεισοδιακό διότι έπεσαν σε τυφώνα και για πολλές ημέρες τους θεωρούσαν χαμένους, συγκλονίζει, καθώς τον πλημμυρίζουν τα συναισθήματα από αυτή την εμπειρία. Δεκαετίες αργότερα, όταν είδε την ταινία "Νύφες" του Παντελή Βούλγαρη, ενώ οι άλλοι λέγανε πόσο καλή ήταν η ταινία, εκείνος βούρκωσε που βίωσε ξανά εκείνο το ταξίδι στο άγνωστο.
Από την πρώτη στιγμή η σκέψη του ήταν να καζαντίσει και να επιστρέψει. Ο πολυπόθητος νόστος κάθε μετανάστη, που ελάχιστοι τον κατάφεραν. Το κεφάλαιο "Αυστραλία" είναι το πιο εκτεταμένο στο βιβλίο του καθώς εκεί πάλαιψε στα ίσα με τη ζωή, εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που του δόθηκαν και τα κατάφερε. Οι περιγραφές του από τη σκληρή ζωή των μεταναστών, την πολύωρη εργασία συχνά υπό ανυπόφορες συνθήκες, τις κακοτυχίες, αλλά παράλληλα η μεταξύ τους αλληλεγγύη, οι μικροχαρές τις Κυριακές στα ελληνικά καφενεία με τον Καζαντζίδη να παίζει στο τζουκ-μποξ, οι απογευματινές βόλτες, οι νίκες στη μπάλα που έπαιζε με μια ομάδα ποδοσφαίρου, περιγράφονται με λυρισμό και νοσταλγία από τον κ. Βασίλη, καθώς αναπολεί τα νεανικά του χρόνια, που ήταν δύσκολα μεν αλλά ελπιδοφόρα.
Έκανε δυο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα, με σκοπό να συγκεντρώσει ένα κεφάλαιο και να γυρίσει πίσω: σε εργοστάσιο ελαστικών, σε βενζινάδικο, σε άλλο εργοστάσιο, σερβιτόρος, αλλά δεν του έμεναν αρκετά χρήματα. Παράλληλα, όντας φιλοπρόοδος, έμαθε τη γλώσσα κοντά σε έναν δάσκαλο, έβγαλε δίπλωμα οδήγησης και δούλεψε ταξιτζής και οδηγός φορτηγού. Ώσπου αποφάσισε να ρισκάρει αναζητώντας οπάλιο, έναν πολύτιμο λίθο που είχε μεγάλη ζήτηση αλλά χρειάζονταν κεφάλαια, κι απαιτούσε σκληρή προσωπική δουλειά σε ορυχεία στην έρημο, με πολλούς κινδύνους και ακόμα περισσότερη τύχη. Με σχέδιο, προσεκτικά βήματα και πολλή δουλειά, τελικά κατάφερε να εντοπίσει μια φλέβα με τους συνεταίρους του. Η ευχή της μάνας του "Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται" είχε πιάσει στην κυριολεξία, αφού οι βαθιές στοές στο υπέδαφος υπήρξαν το Ελντοράδο του.
Το γεγονός αυτό σήμανε το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Με τη σκληρή δουλειά του αλλά και με την εμπορική οξυδέρκεια που είχε αποκτήσει από την μακροχρόνια τριβή του με την αγορά, χρόνο με το χρόνο κατάφερε να βελτιώσει τη ζωή του. Κι όταν ήρθε το μεγάλο δίλημμα, είτε να μείνει εκεί και να φτιάξει το δικό σπιτικό κοντά σε κάποια από τα αδέρφια του που είχαν ήδη οικογένειες στην μακρινή ήπειρο, είτε να επιστρέψει στην πατρίδα, επέλεξε την επιστροφή. Όμως, όχι με την θορυβώδη, επιδεικτική επάνοδο του μετανάστη που σπαταλά τον όποιο πλούτο έχει αποκτήσει, αλλά με διάθεση να δημιουργήσει στην πατρίδα και να φτιάξει εδώ οικογένεια.
Γύρισε στην Ελλάδα, πήγε στο χωριό του, θυμήθηκε τα φτωχά παιδικά χρόνια που πέρασε, όταν ο πιο μεγάλος θησαυρός για όλα τα παιδιά ήταν λίγες καραμέλες και τα λουκούμια στο πανηγύρι. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τα κατάφερε, όταν 11χρονος ακόμα, μοσχοπούλησε τα γουρουνάκια των γονιών του, το καντάρι και το ξυπνητήρι που αγόρασε ο πατέρας του με τα χρήματα που έφερε στην οικογενειά του ως παραγιός σε έναν ζαχαροπλάστη. Τώρα μπορούσε επιτέλους να πάει σε ένα νυχτερινό κέντρο, αντί να ξεροσταλιάζει στο αγιάζι έξω από την Τριάνα του Χειλά για να ακούσει τον Τσιτσάνη. Ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, κι αφού χάρηκε όλα όσα είχε στερηθεί, το αποφάσισε. Αυτός ήταν ο τόπος του, εδώ θα ζούσε κι ας ήταν πιο ελπιδοφόρες οι οικονομικές προοπτικές στην Αυστραλία.
Με προσεκτικές κινήσεις, αφού πρώτα έκανε κάποιες διερευνητικές επαφές, επένδυσε το κεφάλαιο που με τόσα βάσανα είχε δημιουργήσει, ξεκινώντας μια επιχείρηση στο κέντρο της Αθήνας, στον τομέα που είχε μάθει καλά από την εμπειρία του με τους πολύτιμους λίθους και το οπάλιο. Με την ενεργή συμπαράσταση της συζύγου του, η δουλειά τους αναπτύχθηκε, το κατάστημά τους καθιερώθηκε και σήμερα το συνεχίζουν τα παιδιά του. Ο κ. Βασίλης, αποσυρμένος πλέον από την ενεργό δράση, απολαμβάνει τους κόπους της ζωής του, κοντά στην πολυμελή δικιά του οικογένεια, στα παιδιά και τα εγγόνια του και χαίρεται με την πρόοδό τους. Γράφοντας αυτά τα "...λίγα λόγια για τη ζωή του", τους υπενθυμίζει, υπενθυμίζει σε όλους μας, πως τα γερά θεμέλια στα οποία στηρίζονται, φτιάχτηκαν με κόπο, υπευθυνότητα αλλά και με τίμια εργασία.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που περιγράφει με απλό τρόπο, αλλά με δυνατές εικόνες και συναίσθημα, τη ζωή στη μεταπολεμική Ελλάδα μέσα από τα βιώματα του κ. Βασίλη, που με τοπικές και ατομικές παραλλαγές, υπήρξαν παρόμοια με την ζωή και τα βιώματα των γονιών μας.
Αξίζει να διαβαστεί από όλους.
Θ. Μπελίτσος, Παλιόχωρα Αβίας, 9.8.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου