Καλησπέρα συντροφοναύτες, συνταξιδιώτες στο απέραντο πέλαγος του διαδικτύου.
Ευχαριστώ για τις ευχές που στείλατε, ο καθένας με τον τρόπο του, για την ονομαστική γιορτή μου που φέτος ήταν περισσότερο Ψυχοσάββατο παρά γιορτινή μέρα. Το θάμα των κολλύβων των Αγίων Θεοδώρων. Κόλλυβα και γιορτή αντάμα! Πρόσφορα υπέρ υγείας των ζωντανών και πιάτα με βρασμένο στάρι υπέρ αναπαύσεως των τεθνεώτων. Από το τριήμερο ξεφάντωμα της αποκριάς, στο τριήμερο πένθος για την τραγωδία. Από το "Δόξα τω Θεώ", στο "Βόηθα Παναγιά"! Αυτή η παντοτινή χαρμολύπη που μας τυραννά ως λαό από τα γεννοφάσκια μας.
Γεράσαμε και κάνουμε ακόμα τις ίδιες διαπιστώσεις, λέμε τις ίδιες κουβέντες που συζητούσαμε ως φοιτητές, μερικοί από εμάς στα πολύωρα ταξίδια με τα βαγόνια του Ακρόπολις Εξπρές προς τη Θεσσαλονίκη την δεκ. '70, όταν ανέβαινε αγκομαχώντας τον Μπράλο, έκοβε ταχύτητα πάνω από το στενό γεφύρι του Γοργοπόταμου, για λόγους ασφάλειας αλλά θέλαμε να πιστεύουμε πως έτσι τιμούσε όσους πολέμησαν εκεί. Ξεχυνόταν στον απέραντο θεσσαλικό κάμπο, κάλπαζε δίπλα στα τηλεγραφόξυλα:
τραγουδούσαν τότε η Λιζέτα Νικολάου κι ο Παύλος Σιδηρόπουλος το άσμα του Μαρκόπουλου σε στίχους του Κώστα Βίρβου.
Μια στάση στα Παλιοφάρσαλα (που ήρθαν πάλι στην τραγική επικαιρότητα), για την ανταπόκριση με το τοπικό θεσσαλικό τρένο κι έπειτα, στην ευθεία προς τη Λάρισα, αναζητούσαμε στ' ανατολικά την ταμπέλα προς το Κιλελέρ, με τη σκέψη στον "Μπάλο" του Διονύση:
Πυρκαγιά, πυρκαγιά, μες στο μυαλό μου πυρκαγιά
πυρκαγιά στη Θεσσαλία, και στα δώδεκα χωριά.
Έξι Μαρτίου χίλια εννιακόσια δέκα.
Κιλελεεέρ, ω Κιλελέρ!
Ώσπου έμπαινε μες την μυθική κοιλάδα των Τεμπών, τον "φόβο των μηχανοδηγών", με τον γέρο Πηνειό να ρέει αρειμάνιος χαμηλά στο ρέμα και με τη φύση στα καλύτερά της. Έτρεχε δίπλα στα απέραντα λιβάδια της Πιερίας, προσπερνούσε το μόνιμα πλημμυρισμένο Δίον, με τον χιονισμένο Όλυμπο να δεσπόζει στα δυτικά, καβαλούσε τον Αλιάκμονα πάνω από μια τεράστια γέφυρα, κι άραζε στο Πλατύ Ημαθίας για αρκετή ώρα, ώσπου να γίνει η ανταπόκριση με τον τοπικό συρμό: Βέροια-Νάουσα-Έδεσσα που έφτανε μέχρι τη Φλώρινα (το είχα κάνει αυτό το ταξίδι με την Πόπη, το Βαγγέλη και το Χάρη). Κι έπειτα η τελική ευθεία μέσα από τον πάλαι ποτέ αιματοβαμμένο Βάλτο των Γιαννιτσών, τα τρία γεφύρια πάνω από Αξιό, Λουδία και Γαλλικό, ως το Σταθμό στο Βαρδάρη, στην πόλη των φοιτητικών ονείρων.
Μνήμες σκόρπιες και συναισθήματα αναβλύζουν συνεχώς αυτές τις μέρες, με τη σκέψη στο χαμόγελο των παιδιών που πάγωσε για πάντα μέσα στο μοιραίο τρένο. Γεράσαμε κι ακόμα λέμε τα ίδια, όπως τότε, κάθε φορά που η Λένγκω μας πληγώνει …πάλι ο Μαρκόπουλος στη σκέψη μου:
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, πάψε να με τυραννάς!
Αναρωτιέμαι, ποιος να είχε δίκιο άραγε;
ο Γκάτσος όταν έλεγε ...στον άμυαλο Σεβάχ:
νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
ή ο Εμπειρίκος:
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει - Το τρένο μας με το πολύτιμο φορτίο
Το τρένο μιας άλλης ώρας - Μιας άλλης χώρας που σύνορα δεν έχει...
Θα περιμένουμε λοιπόν ακόμα - Σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
Θα περιμένουμε το τραίνο πάντα - Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην περάσει.
Ευχαριστώ για τις ευχές που στείλατε, ο καθένας με τον τρόπο του. Σας χαιρετώ με τους στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου από το τραγούδι του Μάλαμα:
Μες την κοιλάδα των Τεμπών - Φόβος των μηχανοδηγών
Είναι ένας γέρο πλάτανος - μαγκούφης και παράφορος
Που πίνει απ’ το θολό νερό - του ποταμού το ιερό
Πίνει κι απλώνει ρίζωμα - βαθιά μέσα στα ανείπωτα
Κι όποτε παίρνει ανάποδες - γέρνει και πέφτει στις γραμμές
Πιάνει το τρένο από τ’ αυτί - «Μην την περνάς τη Γευγελή»
Μένα μου τόπε ο Πηνειός - το μυστικό ο φλύαρος
Πως ήταν άνθρωπος παλιά - κι είχε παιδιά στην ξενιτιά
Θ.Μ. 5.3.2023
*Ο πίνακας “Τρένο μέσα στο χιόνι” (1875) είναι του Claude Monet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου