Πόσο έμοιαζαν,
η μάνα μου και ο βασιλικός της!
Πολλές φορές μπερδευόμουν.
Σαν έμπαινα στο σπίτι τους,
να πω καλημέρα,
νόμιζα πως, ο βασιλικός μ' απαντούσε.
.
Πλάσματα μικρόσωμα κι’ αγέρωχα
περήφανα κι ευωδιαστά,
η μάνα μου κι' ο βασιλικός της
έπιναν καφέ στην βεράντα
του Σεπτέμβρη τ’ απογεύματα.
.
Κάθονταν σιωπηλά
- οι κουβέντες πληγώνουν -
κι εκεί στη βεράντα, με το τίποτε
γλύκαιν’ ο πόλεμος της μέρας
απ' την ηρεμία και τ’ άρωμά τους.
.
Τώρα, ταξίδεψαν κ ’οι δυο
όπου δεν υπάρχει πόνος.
Αλλά τους διακρίνω,
τα ήρεμα απογεύματα του Σεπτέμβρη,
κάπου στου ορίζοντα την άκρη,
να κουβεντιάζουν σιωπηλά.
[Θ|Β] 2012