Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Το βιβλίο Αρ. Τσοτρούδη για τον πόλεμο του 1940-41

 

Αριστείδης Ι. Τσοτρούδης

«Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και η ΧΙΙΙ Μεραρχία Αρχιπελάγους»

Αθήνα 2021, σελ. 376

 


Εδώ και δύο μήνες περίπου ήρθε στα χέρια μου το νέο ιστορικό βιβλίο του φίλου από τη Λήμνο Αριστείδη Τσοτρούδη με τον πιο πάνω τίτλο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση, ελκυστική όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στο περιεχόμενο. Όπως διαπίστωσα από την προσεκτική μελέτη των κεφαλαίων, είναι ένα καλογραμμένο, πλήρως τεκμηριωμένο πόνημα, εμπλουτισμένο με άφθονο έγχρωμο χαρτογραφικό υλικό και με πολλές φωτογραφίες.


Ο Αρ. Τσοτρούδης δεν είναι άγνωστος στο αναγνωστικό κοινό, ιδίως στους φιλίστορες αναγνώστες. Έχει ήδη στο ενεργητικό του οκτώ ιστορικά βιβλία, στα περισσότερα εκ των οποίων καταπιάνεται με θέματα που δεν έχουν ερευνηθεί σε βάθος από άλλους ερευνητές. Καθώς η επιστήμη που σπούδασε και διακόνησε επαγγελματικά είναι η οδοντιατρική, το παλιότερο συγγραφικό του έργο αφορούσε μελέτες και άρθρα σχετικά με την επιστήμη του. Παράλληλα μελετούσε και ερευνούσε ζητήματα σχετικά με το παρελθόν της Λήμνου, του νησιού στο οποίο γεννήθηκε και ανδρώθηκε, με το οποίο διατηρεί πάντα στενή σχέση, παρά το ό,τι επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκε στην πρωτεύουσα. Εκτός από τα βιβλία που έχει εκδώσει, έχει δημοσιεύσει ιστορικά άρθρα και χρονικά και έχει μετάσχει σε εκδηλώσεις και ημερίδες τόσο στο νησί, όσο και στην πρωτεύουσα.

Στο συγγραφικό του έργο είχα την ευκαιρία να αναφερθώ και παλιότερα, με αφορμή την έκδοση του προηγούμενου βιβλίου του για τη Μάχη του Σκρα, το 2018, και δεν θα επεκταθώ εδώ περισσότερο. Μόνο θα επαναλάβω πως οι ιστορικές περίοδοι που τον ενδιαφέρουν είναι η δεκαετία 1912-1922 και τα γεγονότα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Αφορμή για τις μελέτες του είναι συνήθως γεγονότα στα οποία εμπλέκεται η Λήμνος αλλά ποτέ δεν περιορίζεται στην τοπική διάσταση. Πάντοτε ερευνά και παρουσιάζει το γενικότερο ιστορικό ελληνικό και διεθνές περιβάλλον, στο οποίο εντάσσει κάθε φορά και το νησί του. Αν και ξεκίνησε ως ερευνητής της τοπικής μικροϊστορίας, σταδιακά έχει εξελιχθεί σε ειδικό μελετητή της στρατιωτικής ιστορίας, με μια σειρά από έργα, όπως Η Μάχη του Σκρα, Η Εκστρατεία της Καλλίπολης, Τα Συμμαχικά Υποβρύχια στο Βόρειο Αιγαίο, το ΕΑΜ Λήμνου κ.ά. Για τις ανάγκες των ερευνών του αξιοποιεί το υλικό που υπάρχει στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ (ΔΙΣ/ΓΕΣ).

Ο Αριστείδης Τσοτρούδης

 

Κίνητρο και αφορμή για το νέο του βιβλίο ήταν η ανάγκη του να ερευνήσει τις συνθήκες κάτω από τις ποίες επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ο πατέρας του, ο επιλοχίας Ιωάννης Τσοτρούδης από το Πορτιανού της Λήμνου, ο οποίος έπεσε μαχόμενος για την πατρίδα ΒΔ του Πόγραδετς, στις 7 Απριλίου 1941, σε μια από τις τελευταίες μάχες κατά των Ιταλών. Για το σκοπό αυτό παρακολουθεί την πορεία του 1ου Τάγματος Λήμνου, του 22ου Συντάγματος (νομού Λέσβου) της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Αρχιπελάγους, από την πρώτη ημέρα της επιστράτευσης ως την διάλυσή της, μετά την γερμανική εισβολή.

Προκειμένου να τεκμηριώσει την συγγραφή του, εκτός από τις καταγραφές στα αρχεία της ΔΙΣ/ΓΕΣ, έχει μελετήσει παλιότερες ερευνητικές εργασίες για τον πόλεμο του ’40 και τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και απομνημονεύματα στρατιωτικών και πολιτικών ανδρών, όχι μόνο Ελλήνων αλλά και Ιταλών. Δεν περιορίζεται μόνο στα γεγονότα στα οποία μετείχε η Μεραρχία Αρχιπελάγους. Πιάνει το νήμα λίγο πριν από το ξεκίνημα του πολέμου, για την ακρίβεια από τα μέσα της δεκ. ’30 και με την γλαφυρή περιγραφή του οδηγεί σταδιακά τον αναγνώστη στην πλήρη κατανόηση της ελληνικής εποποιίας στα βουνά της Αλβανίας.

Οι προπολεμικές προετοιμασίες και τα γεγονότα που οδήγησαν στην ιταλική εισβολή αναφέρονται αναλυτικά στο Α΄ μέρος του έργου: οι πολιτικές διενέξεις, η δικτατορία Μεταξά, η πολεμική προετοιμασία, το ξεκίνημα του παγκόσμιου πολέμου από τον Χίτλερ, η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς. Με λιτό αλλά ουσιώδη λόγο, παρουσιάζει τη διάταξη και το δυναμικό των ιταλικών και ελληνικών δυνάμεων και αναλύει τους στόχους, τον σχεδιασμό και τις προοπτικές τους.

Στο Β΄ μέρος περιγράφει βήμα προς βήμα, μονάδα προς μονάδα, την γενναία άμυνα στην Πίνδο και στη συνέχεια την ελληνική αντεπίθεση και την προέλαση στο αλβανικό έδαφος, στα χωριά και τις πόλεις της Β. Ηπείρου. Παραθέτει αναλυτικά τις μονάδες που μετείχαν σε κάθε τομέα του μετώπου, τις επιχειρήσεις τους, τον σχεδιασμό των επιτελών, τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν με γενναιότητα και πάθος οι Έλληνες φαντάροι στα δύσβατα και χιονισμένα ορεινά μονοπάτια. Ο συγγραφέας ‘‘ζει’’ μαζί με τους φαντάρους τα πολεμικά γεγονότα, με συνέπεια να παρασύρει τον αναγνώστη και να τον κάνει συμμέτοχο στον αγώνα και στις αγωνίες τους. Θαυμάζει τη συνεχή τους πάλη με την παγωνιά, με τα κρυοπαγήματα, με την αϋπνία, την κούραση, την κακή διατροφή και τις αρρώστιες. Υποκλίνεται στο θάρρος, στο κουράγιο και στην καρτερία που επέδειξαν καθώς οι δυσκολίες χειροτέρευαν όσο προχωρούσε ο χειμώνας και όσο προωθούνταν βορειότερα. Υποκλίνεται στο μεγαλειώδες πάθος τους να εκδιώξουν τους Ιταλούς από την πατρώα γη.

Τα γεγονότα, τα οποία παρατίθενται με κάθε λεπτομέρεια, διαψεύδουν ένα κοινό μύθο που ακούγεται συχνά, υποτιμώντας το αλβανικό έπος, πως δήθεν οι Ιταλοί δεν πολέμησαν και υποχωρούσαν εύκολα. Είναι μεγάλο ψέμα αυτό. Πολέμησαν και μάλιστα με περίσσιο πάθος. Στην Αλβανία είχαν σταλεί οι πιο επίλεκτες μεραρχίες του ιταλικού στρατού, οι πιο αφοσιωμένες στον Ντούτσε. Την ιταλική υπεροπλία σε εξοπλισμό και αριθμό ανδρών εξουδετέρωσαν η αποφασιστική κι εμπνευσμένη οργάνωση της άμυνας των πρώτων ημερών, που αξιοποίησε στο έπακρο το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς, δηλαδή την καλή γνώση των ορεινών όγκων και διαβάσεων και των δυσκολιών που είχαν οι μετακινήσεις σε αυτό. Η έγκαιρη και οργανωμένη επιστράτευση και προώθηση των μονάδων στο μέτωπο, η συντονισμένη στρατιωτική δράση και φυσικά η γενναιοφροσύνη και ο ηρωισμός των οπλιτών, έφεραν το γνωστό αποτέλεσμα.

Στο Γ΄ και Δ΄ μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται η γερμανική επίθεση, η κατάρρευση του μετώπου και το άδοξο τέλος του έπους που γράφτηκε στα αλβανικά βουνά, η συνθηκολόγηση των στρατηγών Τσολάκογλου, Μπάκου κ.ά. και η διαφυγή της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας μέσω Κρήτης στην Αλεξάνδρεια. Τέλος στο Ε΄ μέρος περιγράφεται η κατάληψη των νησιών του ΒΑ Αιγαίου από τους Γερμανούς.

Μέσα από τις αναλυτικές περιγραφές, αναδύεται η σημαντική συμβολή των Αιγαιοπελαγιτών οπλιτών της ΧΙΙΙ Μεραρχίας στις πολεμικές επιχειρήσεις. Την Μεραρχία Αρχιπελάγους, όπως είχε ονομαστεί από το 1916 που δημιουργήθηκε, συγκροτούσαν συντάγματα εφέδρων από τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία και τα μικρότερα που τα περιβάλλουν (Άη Στράτης, Ψαρά, Οινούσσες, Φούρνοι). Από τις αρχές Νοεμβρίου 1940 ως τον Απρίλιο 1941 έδρασε στην Δυτική Μακεδονία και προωθήθηκε μαχόμενη στην αλβανική ενδοχώρα ως το Πόγραδετς και τη λίμνη Οχρίδα, όπου διαχείμασε. Αντιστάθηκε με επιτυχία στην εαρινή επίθεση των Ιταλών και αντεπιτέθηκε αιχμαλωτίζοντας δύο ιταλικά τάγματα. Στις 7 και 8 Απριλίου 1941 έδωσε τις πιο δραματικές και φονικές μάχες κατά των Ιταλών, στα υψώματα του όρους Κάμια γύρω από το χωριό Καλιβάτσι, με πολύ μεγάλες απώλειες, καθώς 15 αξιωματικοί και 300 οπλίτες τέθηκαν εκτός μάχης, οι περισσότεροι Λέσβιοι και Λήμνιοι. Εκεί έπεσε ‘υπέρ πατρίδος’ κι ο πατέρας του συγγραφέα, ο οποίος έχει επισκεφτεί τον τόπο της θυσίας των δεκάδων συμπατριωτών του και δεν κρύβει τη συγκίνησή του. Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:

«Κάθε φορά που επισκέπτομαι τον τόπο της θυσίας των, το όρος Κάμια, δυτικά του Πόγραδετς,… διακατέχομαι από ανάμεικτα αισθήματα θλίψης και υπερηφάνειας, βρισκόμενος ανάμεσα σε ένα μακάβριο σκηνικό, στη θέα ανθρώπινων οστών, σκόρπιων ολόγυρα, ιερά απομεινάρια ενός βάρβαρου και αναίτιου πολέμου. Μια εσωτερική δύναμη με ωθεί –ακούσια- σε μια εθνική ανάταση και σβήνοντας τον χρόνο στη μνήμη μου, μονολογώ με τους ήρωες του 22ου Συντάγματος, που στις τελευταίες μέρες του πολέμου, 7-4-1941, έδωσαν μία από τις σκληρότερες μάχες για την ανακατάληψη του χωριού Καλιβάτσι, στην πορεία τους προς το Ελβασάν».

Μετά τις 8 Απριλίου η ΧΙΙΙ Μεραρχία υποχώρησε συντεταγμένα αντιμετωπίζοντας τους προελαύνοντες Γερμανούς, οι οποίοι είχαν μπει στην Ελλάδα από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνέχεια συμπτύχθηκε προς την Θεσσαλία και στις 24 Απριλίου 1941 διαλύθηκε, αφού παρέδωσε τον οπλισμό της στον πρόεδρο της κοινότητας του χωριού Μαλακάσι Καλαμπάκας.

Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας παραθέτει πλήρη και αναλυτικό κατάλογο των 710 αξιωματικών και οπλιτών από τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου (43 ήταν από τη Λήμνο), οι οποίοι φονεύθηκαν ή εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου 1940-1945.

Ο τόμος αποτελεί ένα έργο αναφοράς για τον πόλεμο του 1940-41. Ένα έργο στο οποίο αποτυπώνεται ανάγλυφα η γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισαν και νίκησαν οι πρόγονοί μας τον φασίστα εισβολέα και ο ηρωισμός τους προς την υπέρτερη γερμανική στρατιωτική μηχανή, τον οποίο θαύμασε ακόμα κι ο Χίτλερ. Αποτελεί έναν οφειλόμενο φόρο τιμής προς τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της πατρίδας. Οι γενιές περνούν, οι μνήμες εξασθενούν, οι λιγοστοί επιζώντες που έχουν παιδικές αναμνήσεις από το έπος του ’40 είναι πλέον 90ρηδες. Εμείς είχαμε την τύχη να ζήσουμε μια μακροχρόνια ειρηνική περίοδο. Απολαμβάνοντας τα αγαθά της ειρήνης και της ελευθερίας, λησμονήσαμε την αξία τους. Το βιβλίο του Τσοτρούδη αποτελεί το πιο κατάλληλο ανάγνωσμα για να ξαναθυμηθούμε τα δεινά που υπέφεραν οι παππούδες μας από τους άδικους κι απρόκλητους πολέμους, τους αγώνες που έδωσαν και πόσο αίμα χύθηκε, να διαπιστώσουμε πως τίποτα δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο και να επανεκτιμήσουμε πόσο πολύτιμες είναι η ελευθερία και η δημοκρατία.

 Θ. Μπελίτσος, 28.2.2022

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου