Άγνωστος
μεταξύ αγνώστων αγνάντευα το πέλαγο. «Επαρχιώτης στην Ομόνοια», έλεγε ο
Διονύσης. Κάπως έτσι κι εγώ, ήμουν ένας Αθηναίος «επαρχιώτης» που είχε ανεβεί στο Λευκό Πύργο και κοιτούσε τη θάλασσα.
Σουρούπωνε
στον Θερμαϊκό και το νερό έπαιζε με το φως του δειλινού. Οι όμορφες εικόνες
χάιδευαν απαλά την αναστατωμένη μου ύπαρξη.
«Με
καλοδέχθηκε η φτωχομάνα», σκέφτηκα.
-ο-ο-ο-
Ένα
βροχερό απομεσήμερο του Οκτώβρη το Ακρόπολις Εξπρές με άφησε στο σταθμό σου, όμορφη
Θεσσαλονίκη. Με δυο αλλαξιές ρούχα στη μικρή βαλίτσα κι ένα τζάκετ στον ώμο, πήρα
τη στράτα προς την Εγνατία.
«Πήγαινε
όλο ευθεία», μου είχαν πει «και θα φτάσεις στην Πανεπιστημιούπολη. Θα περάσεις
την Κολόμβου, την Αριστοτέλους, την Καμάρα. Στο Σιντριβάνι θα κάνεις αριστερά
και θα βρεις τη Θεολογική».
Κολόμβου,
Αριστοτέλους, Καμάρα. Άγνωστες λέξεις!
Η νύφη του
Βορά ήταν μια γνωστή-άγνωστη. Λευκός Πύργος, Άγ. Δημήτριος, Διεθνής Έκθεση και
λόγω ποδοσφαίρου: Καυτανζόγλειο, Τούμπα και Χαριλάου· αυτά ήταν όλα κι όλα τα
τοπόσημα που είχα ακουστά κι ανάθεμα αν γνώριζα κατά πού πέφτανε. Ροτόντα, Διαγώνιος,
Κασσάνδρου, Ιπποδρομίου, Τσιμισκή, Διοικητήριο, Κάστρα, ήταν ακόμα λέξεις χωρίς
περιεχόμενο.
Προχωρούσα,
αγχωμένος, μόνος με τις σκέψεις μου. Στο Βαρδάρη ήταν η ώρα που οι εύκολες
είχαν αρχίσει να στήνουν την απόχη τους στα άγουρα αντράκια σαν κι εμένα. Ντράπηκα. Κούμπωσα
το μπουφάν μου για να κρύψω τον πόθο που φούσκωσε ξαφνικά το παντελόνι μου και
προσπέρασα, δήθεν αδιάφορος. Ντρεπόμουν, μα πώς να κρύψω τα πυρωμένα μου μάγουλα;
Με χέρι
που έτρεμε, κάθε λίγο έψαχνα στην τσέπη να σιγουρέψω πως το μηνιάτικο ήταν εκεί.
Τριάντα κατοστάρικα, ένα την ημέρα, αυτή ήταν η επένδυση του πατέρα σε μένα.
«Αυτά
μπορώ και μόλις βρεις σπίτι, θα σου στείλω για το νοίκι», ήταν η αυστηρή οδηγία
του.
Στην άλλη
τσέπη με ζέσταινε το φυλαχτό με τις ευχές της μάνας. Η φωνή της που τρύπωνε
στους λογισμούς μου, έφερε ένα δάκρυ που σκούπισα βιαστικά.
«Ένα
τηλέφωνο κάθε Κυριακή να παίρνεις, αγόρι μου και να προσέχεις».
Προχωρούσα,
ξένος ανάμεσα σε ξένους. Κάποια στιγμή έφτασα στο Σιντριβάνι, ρώτησα και εντόπισα
το Χημείο. Αντικρίζοντας το καινούργιο μου λιμάνι, ηρέμησα κάπως κι άρχισα να το
εξερευνώ. Πρώτη μου ανακάλυψη, φυσικά, το κυλικείο, μετά το αμφιθέατρο και ακολούθησαν
οι έδρες και τα εργαστήρια: Αναλυτική, Ανόργανη, Φυσικοχημεία, Οργανική, Βιοχημεία,
Τρόφιμα.
Με ανοιχτό
το στόμα διάβαζα ταμπελάκια με ονόματα που τότε δεν μου έλεγαν τίποτα. Πολύ
αργότερα εκτίμησα το επιστημονικό τους μέγεθος: Γιαννακουδάκης, Βασιλικιώτης,
Μανουσάκης, Αλεξάνδρου, Βάρβογλης, Σιπητάνος. Ονόματα που θα με βασάνιζαν και
θα τα βασάνιζα, μέχρι να πάρω το πολυπόθητο πεντάρι στα μαθήματά τους.
Μέσα στις
προθήκες οι ογκομετρικοί κύλινδροι, οι προχοΐδες, οι σφαιρικές και οι κωνικές φιάλες, τα ποτήρια
ζέσεως, τα σιφώνια, τα θερμόμετρα, οι ύαλοι ωρολογίου, οι λύχνοι Μπούνσεν είχαν αρχίσει να
μουρμουρίζουν και να ανησυχούν. Παρατηρούσαν τα αδέξια χέρια μου να κρέμονται
άχαρα από τους ώμους και αναλογίζονταν το κακό που τα περίμενε. Οι δοκιμαστικοί
σωλήνες και οι γυάλινες ράβδοι το είχαν πάρει απόφαση και ετοίμαζαν κλαίγοντας
τις διαθήκες τους. Τα αντιδραστήρια, κλεισμένα ερμητικά στα κάτω ράφια, ούτε
που φαντάζονταν σε τι μπελάδες είχαν μπλέξει. Μόνο τα οξέα μειδιούσαν
χαιρέκακα. Σημάδευαν με πονηρές ματιές το παντελόνι μου και χασκογελούσαν με
την αθωότητά μου.
Βγήκα έξω κάπως
ανακουφισμένος. Με σημείο αναφοράς το Χημείο, εύκολα προσανατολίστηκα.
Απέναντι η ΦΜΣ, πιο ψηλά οι Εστίες, παρά κει η Φιλοσοφική, η Νομική, οι
Γραμματείες, η Βιβλιοθήκη και πέρα μακριά η Λέσχη. Αυτό λοιπόν θα γινόταν το
χωριό μου για τα επόμενα τέσσερα ή και παραπάνω χρόνια.
Γύρω μου φιγούρες
άγνωστες, με λευκές ποδιές και απορημένο βλέμμα όπως το δικό μου, τριγύριζαν
σαν χαμένες στους ίδιους χώρους και έψαχναν κάτι ή κάποιον να πιαστούν. Δεμένοι
ακόμα όλοι μας με τον ομφάλιο λώρο, πασχίζαμε να αποκοπούμε, χωρίς να είμαστε απολύτως
σίγουροι αν όντως το θέλαμε. Από διαφορετικές αφετηρίες και με το δικό του
προσωπικό όραμα για τη ζωή ο καθένας και η καθεμιά, είχαμε ακολουθήσει το νήμα
της μοίρας και αυτό μας οδήγησε – έκοντες ή άκοντες, ποιός το ξέρει; - μέχρι το
περίφημο Χημείο. Το Χημείο που αποτέλεσε τον μεταβατικό αμνιακό σάκο πριν από την
οριστική αναμέτρησή μας με τη ζωή.
Προσδεθήκαμε
και αρχίσαμε να τυλίγουμε γύρω του τα νήματά μας, τους ομφάλιους λώρους μας. Πλέξαμε
ένα πολύχρωμο υφαντό, πλουμισμένο με τα χρώματα, τις μυρωδιές και τα υφάδια που
κουβαλούσε ο καθένας. Ένα υφαντό που μας ζέστανε, μας πρόσφερε ασφάλεια· ένα
υφαντό που καθένας ήξερε πως το δικό του νήμα έπρεπε να το μοιραστεί και με
τους άλλους, γιατί αλλιώς το υφαντό-αμνιακός σάκος έπαυε να
υπάρχει. Μέσα εκεί δεν παλεύαμε μόνο με τους διαλύτες και με τα ιζήματα.
Παράλληλα, μαστορεύαμε το καλούπι του εσωτερικού μας κόσμου, ώσπου να του
δώσουμε την τελική του μορφή.
Λίγα
χρόνια μετά, με το δικό του ρυθμό και στη δική του χρονική στιγμή, όποιος
ένιωθε έτοιμος ξέπλεκε το νήμα του και αφηνόταν να τον παρασύρει το ρεύμα για
άλλους κόσμους. Όμως, όπου και αν ταξίδεψε, δεν λησμόνησε το πολύχρωμο,
μυρωδάτο υφαντό που μας σκέπασε και σφράγισε τα καλύτερά μας χρόνια. Κι
έρχονται στιγμές που διασχίζει το χρόνο και επιστρέφει σε φανταστικά τοπία,
στις φοιτητικές φιγούρες. Φιγούρες με τις οποίες έπαιξε, τραγούδησε,
ερωτεύτηκε, μάλωσε και φίλιωσε, ονειρεύτηκε· φιγούρες ανθρώπων που τον
διαμόρφωσαν και τις διαμόρφωσε· που μαζί τους έχτισε μια πατρίδα άυλη, παράξενη.
Μια πατρίδα που ήταν μαγική, γιατί δεν είχε ορίζοντες. Γιατί ο κόσμος ήταν
ακόμα άγνωστος, ανεξερεύνητος και για τούτο γοητευτικός.
-ο-ο-ο-
Με αργό
βήμα κατηφόρισα την Αγγελάκη προς τη ΧΑΝΘ. Στρίβοντας δεξιά στην Τσιμισκή
θυμήθηκα, όταν πρωτοετής έτρεχα εδώ τα πρωινά για να συμπληρώσω στο Βιβλιάριο
τις σφραγίδες με τις παρουσίες μου στη Γυμναστική. Κατευθύνθηκα προς το Λευκό
Πύργο. Χαμογέλασα. Λίγα χρόνια ενωρίτερα δεν ήμουν παρά ένας Αθηναίος «επαρχιώτης». Πόσο
μακρινά φάνταζαν τώρα όλα αυτά.
Σουρούπωνε
στον Θερμαϊκό, όπως τότε.
Στη
θάλασσα, τα παιχνιδίσματα του νερού με το φως του δειλινού δημιουργούσαν και
πάλι όμορφες εικόνες.
«Όπως με
καλοδέχθηκε εκείνον τον μακρινό Οκτώβρη, έτσι με αποχαιρετά η φτωχομάνα του
Καζαντζίδη», σκέφτηκα και ξετύλιξα ένα τελευταίο γλυκό που είχα πάρει από τον
Νίκο στην Ιπποδρομίου, απέναντι από την πολυκατοικία που γκρέμισε ο σεισμός του
’78.
Άρχισα να βαδίζω με κατεύθυνση το σταθμό του
ΟΣΕ: Διαγώνιος, Τσιμισκή, Αγία Σοφία, Εγνατία, Βενιζέλου, Δραγούμη. Τώρα ήξερα
κάθε σοκάκι αυτής της πόλης.
Σιγούρεψα
πως το πτυχίο μου βρισκόταν ασφαλές στη μέσα τσέπη του μπουφάν και άρχισα να
πλάθω όνειρα για το μέλλον.
Θοδωρής Μπελίτσος
Συνάντηση παλιών συμφοιτητών
Ταβέρνα «Σουφάλα», Λ.
Ριανκούρ 75, Αθήνα
Παρασκευή, 8 Φεβρουαρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου