Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Περί Μίκη, Τέχνης και Πολιτικής



Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο στάθηκε η δήλωση του Σταύρου Ξαρχάκου για την αντιμετώπιση του Μίκη Θεοδωράκη από τον κόσμο, κυρίως της αριστεράς, λόγω της ενεργού συμμετοχής του στο «μακεδονικό» συλλαλητήριο. Δεν προτίθεμαι να μπω στην ουσία αλλά θα σταθώ σε έναν κοινό τόπο όσων έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Μίκη. Διότι όλοι κάνουν το ίδιο σφάλμα είτε θελημένα είτε ακούσια. Αδυνατούν (ή δεν θέλουν) να διακρίνουν τον καλλιτέχνη Μίκη Θεοδωράκη από τον πολιτικό. Και αν ο πολύς κόσμος έχει κάποια ελαφρυντικά και ταυτίζει τις δυο ιδιότητες του Μίκη, ο Σταύρος Ξαρχάκος δεν δικαιούται να επικαλεστεί το ακαταλόγιστο. Ως καλλιτέχνης και πολιτικός και ο ίδιος, γνωρίζει πως αλλιώς κρίνεσαι για τη μία ιδιότητα και με άλλα κριτήρια για την άλλη. Όταν γράφει: «Θυμίζω ότι μιλάμε για τον Μίκη Θεοδωράκη… τον σπουδαίο και σπάνιο αυτόν Έλληνα», σε ποιον Μίκη αναφέρεται άραγε; Προφανώς, στο Μίκη θρύλο της μουσικής. Όμως, εδώ δεν κρίνεται ο καλλιτέχνης Μίκης αλλά η πολιτική του συμπεριφορά.

Τις πολιτικές απόψεις του Μίκη, όπως τις διατύπωσε στην ομιλία του, έκριναν ο καθένας ανάλογα με το μορφωτικό του επίπεδο, το ηθικό του ύψος και το θυμικό του, άλλοι ήπια, άλλοι σκληρά, άλλοι με εμπάθεια. Αλλά έτσι είναι η πολιτική. Ο κ. Ξαρχάκος το γνωρίζει άλλωστε εξ ιδίας πείρας. Κάποτε δεν άντεξε και παραιτήθηκε από το κοινοβούλιο, με μια δήλωση που τον τιμούσε. Η πολιτική θέλει γερό στομάχι και ο σημερινός λαοπρόβλητος, μπορεί αύριο να γίνει περίγελος. 
Δεν τα ξέρει αυτά ο Μίκης; Ασφαλώς και τα γνωρίζει και τα έχει νιώσει στο πετσί του. 
Έχει το ακαταλόγιστο της ηλικίας; Όχι, όπως απέδειξε η πλήρους διαύγειας ομιλία του. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε και τι έλεγε. Δεν υπέπεσε σε κάποια φραστικά ολισθήματα, «ατυχείς εκφράσεις», όπως τις αναφέρει ο Ξαρχάκος. Αδικεί την ευφυΐα του Μίκη, όποιος τα γράφει αυτά για να τον υπερασπιστεί.
Ο Μίκης εκφώνησε μια καλά δομημένη και καλά προετοιμασμένη ομιλία. Μόνο που δεν αποσκοπούσε στην ενότητα του ελληνικού λαού, για την οποία «σε όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα», όπως είπε. Όταν ξεκινά την ομιλία του λέγοντας «Εγώ δεν ντρέπομαι όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν», αυτόματα αποκλείει από την ενότητα τους οπαδούς των δύο κομμάτων που κυβερνούν και που είναι η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Πάει περίπατο η επιθυμία του για ενότητα. Αυτόματα η ομιλία του αποκτά αντιπολιτευτικό χαρακτήρα. Ο δε όρος «εθνομηδενιστές» έχει ξεκάθαρα ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο από όσα είπε. Όταν αναφέρει:
«Θεωρώ ότι την ευθύνη των αποφάσεων δεν είναι ορθό να την επωμισθεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση. Όχι μόνο μια κυβέρνηση μειοψηφίας όπως είναι η σημερινή αλλά ακόμα και μια κυβέρνηση λαϊκής πλειοψηφίας. Ούτε ακόμα και η ίδια η Βουλή!»
Μπα; Και τότε ποιος θα αποφασίσει; Ο Μίκης; Τι είδους δημοκρατία έχει στο μυαλό του; «Περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές», ανέφερε στην αρχή της ομιλίας του. Όταν περιφρονείς ακόμα και τις αποφάσεις μιας κυβέρνησης λαϊκής πλειοψηφίας, ακόμα και της ίδιας της Βουλής, τότε δεν περιφρονείς τον φασισμό, όπως λες, αλλά τον υποστηρίζεις.
Αυτή δεν ήταν μια ατυχής έκφραση, όπως τη χαρακτηρίζει ο Σταύρος Ξαρχάκος, είναι ιδεολογική άποψη. Και για να μας πείσει, ότι δεν είναι φραστικό λάθος, το επαναλαμβάνει:
«Ποια είναι λοιπόν η λύση; Δημοψήφισμα; Για μας η θέση του Ελληνικού Λαού στο συγκεκριμένο θέμα είναι τόσο σαφής, σταθερή και αυτονόητη, που δεν χρειάζεται Δημοψήφισμα».
Σοβαρά; Αυτοαναγορεύεται σε αυθεντικό εκφραστή της θέσης του ελληνικού λαού; Οι προηγούμενοι που το είχαν ισχυριστεί αυτό, μας μάντρωσαν επτά χρόνια (μάντρωσαν και τον ίδιο) για να μας πείσουν. Σε τι πολίτευμα πιστεύει σήμερα ο Μίκης άραγε;
Όταν μια προσωπικότητα του μεγέθους του Μίκη εκφράζει τέτοιες επικίνδυνες για τη δημοκρατία απόψεις, δεν γίνεται να μένουν ασχολίαστες. Είναι πολιτικές απόψεις και θα δεχτούν κριτική, αντιπαράθεση, χλεύη, ό,τι λεκτικό βέλος έχει στη φαρέτρα του κάθε σκεπτόμενος πολίτης που διαφωνεί.
Ας το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ας το ξεκαθαρίσουν και όσοι δεν το έχουν κάνει ως τώρα. Κανείς δεν λοιδόρησε τον καλλιτέχνη Μίκη Θεοδωράκη. Υπήρξε και παραμένει ένας τεράστιος συνθέτης και τα τραγούδια του θα μείνουν στην ιστορία. Όμως στις πολιτικές του επιλογές υπήρξε ανεμοδούρας.
Όταν μελοποιούσε Σεφέρη και Ελύτη (που δεν τους λες και αριστερούς), κανείς δεν έκρινε το έργο του με κριτήριο την πολιτική. Όπως, και όταν παλάντζαρε μεταξύ ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ και όταν μπήκε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη κανείς δεν τον υποτίμησε ως καλλιτέχνη.
Όταν τον καλούν και τον τιμούν σχολεία, δήμοι, σύλλογοι, σωματεία, φορείς δεν τιμούν τον πολιτικό Μίκη αλλά τον μεγάλο συνθέτη. Όταν πριν από μερικούς μήνες η ΕΡΤ-3 ετοίμασε και πρόβαλε μια σειρά ντοκιμαντέρ, με αφορμή τα 90χρονά του, για ποιον Μίκη τα γύρισε; Για τον πολιτικό; Όχι βέβαια!
Το μέγεθος του μουσικού Μίκη είναι τεράστιο και καθολικά αναγνωρισμένο από τους Έλληνες κάθε πολιτικής απόχρωσης [αν και δεν είμαι σίγουρος για τους πρόσφατους λυκο-φίλους του]. Αυτό δεν σημαίνει πως και οι πολιτικές του επιλογές πρέπει ντε και καλά να έχουν καθολική αναγνώριση. Όταν προσωπικότητες του μεγέθους του Μίκη εμπλέκονται με την πολιτική, οφείλουν να γνωρίζουν ότι περισσότερο χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν και να προσελκύσουν κόσμο και λιγότερο για να προβάλουν τις προσωπικές τους απόψεις.
Ο Μίκης δέχτηκε να γίνει «κράχτης» στη συγκεκριμένη συγκέντρωση. Μπορούσε να βάλει όρους, να θέσει κάποιους κανόνες, κάποιες προϋποθέσεις για να συμμετάσχει -ο Μίκης είναι άλλωστε- αλλά δεν το έκανε. Ίσως νόμιζε πως η προσωπικότητά του και μόνο ήταν αρκετή. Τελικά, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, αποτέλεσε την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλους εκείνους που σε όλη του την ζωή τον κυνήγησαν. Για αυτούς που είχαν απαγορεύσει τα τραγούδια του επί χούντας, για όσους τον βασάνισαν στη Μακρόνησο, για όσους του έσπασαν το κεφάλι στις διαδηλώσεις όταν ήταν στους Λαμπράκηδες, για αυτούς που έκαναν καριέρες φακελώνοντας όσους τραγουδούσαν τα τραγούδια του.
Το έργο του Μάνου Χατζηδάκη δεν θα το σκιάζει ποτέ η πολιτική του τοποθέτηση, διότι υπήρξε συνεπής δημοκράτης. Παρομοίως του Σταύρου Ξαρχάκου. Δυστυχώς, για το Μίκη Θεοδωράκη, που κατά τη γνώμη μου υπήρξε πολύ μεγαλύτερος συνθέτης από τους δύο παραπάνω, δεν ισχύει πλέον αυτό. Μπήκε, μόνος του, στην κατηγορία των μεγάλων δημιουργών που η πολιτική τους συμπεριφορά σκίασε το έργο τους. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αλλά θα αναφέρω μόνο δύο παγκοσμίως γνωστές περιπτώσεις.
Η Λένι Ριφενστάλ (1902-2003) υπήρξε η σπουδαιότερη σκηνοθέτης του μεσοπολέμου. Άφησε ταινίες απαράμιλλες, όπως το «Ολύμπια», αλλά θα την συνοδεύει πάντα η ρετσινιά πως αυτή γύρισε τις ταινίες προπαγάνδας των Ναζί.
Ο Ελία Καζάν (1909-2003) υπήρξε ένας τεράστιος σκηνοθέτης, με σπουδαίες ταινίες (Ανατολικά της Εδέμ, Αμέρικα Αμέρικα κλπ) αλλά πάντα θα φέρει το στίγμα ότι την περίοδο του Μακαρθισμού κατέδωσε συναδέλφους του ως φιλοσοβιετικούς, με αποτέλεσμα πολλοί να εξοριστούν από τις ΗΠΑ, μεταξύ αυτών και ο Ζιλ Ντασέν.
Έτσι και ο Μίκης, είτε του αρέσει είτε όχι, θα αναφέρεται ως ένας ιδιοφυής συνθέτης που έδωσε σπουδαία έργα, οι βιογράφοι του θα τα απαριθμούν ένα-ένα, μα στο τέλος πάντα θα προσθέτουν ένα αλλά...

Θοδωρής Μπελίτσος, 10/2/2018

Σημείωση:
Τα αποσπάσματα από την ομιλία του Μίκη είναι από το lifo.
   Τα αποσπάσματα από τη δήλωση του Ξαρχάκου είναι από την Καθημερινή (7/2/2018) .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου