Βγήκε από το μαγαζί του
μαρμαρά ανακουφισμένος. Είχε διευθετήσει μια υπόθεση που τον απασχολούσε σχεδόν
δέκα χρόνια. Περπάτησε ήρεμος ως την στάση του λεωφορείου. Έβγαλε το πακέτο κι
άναψε τσιγάρο. Ήταν το δεύτερο της ημέρας. Κανονικά, το φύλαγε για το μεσημέρι,
για μετά το φαγητό. Αλλά σήμερα ήταν μια εξαιρετική μέρα. Άξιζε να την
γιορτάσει με ένα τσιγάρο εκτός προγράμματος. Άλλωστε δεν είχε να φοβηθεί τίποτε
πια.
Από τα εξήντα πέντε που
βγήκε στη σύνταξη, η ζωή του χρόνο με το χρόνο γινόταν όλο και πιο μοναχική. Οικογένεια
δεν αξιώθηκε να δημιουργήσει, αδέρφια δεν είχε, μια μάνα μισοπάλαβη τού είχε
απομείνει και κάτι ξαδέρφια, με δικές τους οικογένειες, με παιδιά κι εγγόνια,
που τον είχαν ξεχάσει. Μοναδική περιουσία του ένα δυαράκι, σε πολυκατοικία του ’70,
κατασκευή της σειράς από τις χιλιάδες που κτίζονταν τη χρυσή εποχή της
αντιπαροχής.
Κάποιοι πρώην συνάδελφοι
τον κάλεσαν ένα-δυο φορές για καφέ, του είπαν και για ταβέρνα αλλά αρνήθηκε
ευγενικά. Με τετρακόσια εβδομήντα έξι ευρώ το μήνα με το ζόρι κάλυπτε το νερό,
το ηλεκτρικό και το πάγιο του τηλεφώνου. Έκοψε το καφενείο, αραίωσε το τσιγάρο
αλλά και πάλι. Με το μηνιάτικο της μάνας του κάλυπτε τα «βαριά» χειμωνιάτικα
κοινόχρηστα. Όταν εκείνη πέθανε, έβαζε από το καλοκαίρι κάτι στην πάντα για να
μην ξυλιάσει το χειμώνα.
Μετρημένος και
προνοητικός ήταν πάντα, μα ποτέ δεν κατάφερε να κάνει μια σιρμαγιά. Ο πρόωρος
θάνατος του πατέρα, λίγο μετά την αγορά του διαμερίσματος, τον έβγαλε νωρίς στη
βιοπάλη, πριν καν πάει φαντάρος. Οι δόσεις του δανείου για το σπίτι, σφιχτό
κολάρο στο λαιμό του, δεν τον άφηναν να πάρει ανάσα. Η μάνα ήταν στον κόσμο της
από νέα, είχε ξεμείνει στα χρόνια που ζούσε στην Πόλη όταν ήταν μικρή.
Ονειρευόταν παλάτια, υπηρέτες και μεγαλεία αλλά να στρωθεί κάπου να δουλέψει
ούτε κουβέντα. Δεν καταδεχόταν. Τα προξενιά για το μοναχογιό τα έδιωχνε, «δεν
είναι της σειράς μας, αγόρι μου» και τέτοια. Κάποιες υποψήφιες που της
παρουσίασε εκείνος, έφυγαν κακήν κακώς όταν διαπίστωσαν με τι πεθερά επρόκειτο
να μπλέξουν. Τα χρόνια πέρασαν, βαρέθηκε να ψάχνει. Κατά καιρούς βολευόταν με
μερικές ξέμπαρκες, που τις ξαπόστελνε όταν παραγνωρίζονταν και ζητούσαν
αποκατάσταση, κι έτσι έζησε με τη ζωή να περνάει από δίπλα του.
Το λεωφορείο που φάνηκε
στη γωνία, διέκοψε τις σκέψεις του. Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε. Το τσιγάρο
ήταν το πρώτο έξοδο που ελάττωσε, όταν έχασε τη μάνα και τη χαμηλή της σύνταξη.
Περιόρισε το κάπνισμα σε τρία την ημέρα, ένα με τον καφέ το πρωί, ένα μετά το
μεσημεριανό φαγητό κι ένα το απόγευμα. Επί δέκα χρόνια δεν επέτρεψε στον εαυτό
του να παρεκκλίνει από αυτή τη συνήθεια ούτε μια φορά. Αλλά σήμερα που έδωσε
την προκαταβολή στον μαρμαρά, ήταν αλλιώς. Επιτέλους, είχε φτάσει κοντά στο
στόχο του. Μπορούσε να το γιορτάσει με ένα έξτρα τσιγάρο.
Όταν βρήκαν έναν γείτονα
μισοφαγωμένο από τα ποντίκια, πέντε μέρες πεθαμένο, τον είχε πιάσει το πρώτο
άγχος. Μετά την κηδεία, πήγε στο φούρναρη, στη γωνία.
-Κάθε μέρα παίρνω ψωμί,
να το θυμάσαι, του είπε. Κάθε μέρα! Το κατάλαβες;
Ο φούρναρης κούνησε το
κεφάλι του.
Την άλλη μέρα το
ξαναείπε.
-Ψωμί μόνο από σένα
παίρνω, μην το ξεχνάς αυτό! Κάθε μέρα μια φρατζόλα.
Από τότε, συχνά-πυκνά,
υπενθύμιζε στο φούρναρη την καθημερινή του συνήθεια, ώσπου οι πωλήτριες του κόλλησαν
το παρατσούκλι: «Φάνηκε ο καθεμέρας
για τη φρατζόλα του; Άργησε σήμερα ο καθεμέρας»
κι έσκαγαν στα γέλια.
-Καλώς τον κ. Καθεμέρα, του είπε μια μέρα μια
καινούργια που δεν γνώριζε το ιστορικό.
Δεν τον ένοιαξε καθόλου.
Ίσα-ίσα, τότε σιγουρεύτηκε πως δεν θα έχει την τύχη του γείτονα.
Το δεύτερο σοκ ήρθε, όταν
η Βουλγάρα που φρόντιζε έναν ηλικιωμένο στην απέναντι πολυκατοικία, του έφαγε
τα χρήματα και την κοπάνησε. Έσκασε ο κακομοίρης από την πίκρα του. Τον είχε αφήσει
ταπί. Κάνανε έρανο στην γειτονιά για να τον θάψουν.
-ο-ο-ο-
Βγήκε από το μαγαζί του
μαρμαρά ανακουφισμένος. Είχε διευθετήσει μια υπόθεση που τον απασχολούσε πάνω
από δέκα χρόνια. Περπάτησε ήρεμος ως την στάση του λεωφορείου. Έβγαλε το πακέτο
κι άναψε τσιγάρο. Ήταν το δεύτερο της ημέρας. Κανονικά, το φύλαγε για το
μεσημέρι μετά το φαγητό. Αλλά σήμερα ήταν μια εξαιρετική μέρα. Άξιζε να την
γιορτάσει με ένα τσιγάρο εκτός προγράμματος. Άλλωστε δεν είχε να φοβηθεί τίποτε
πια. Με τα τελευταία του χρήματα, μόλις είχε παραγγείλει το μνημούρι του.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 16/1/2018
πολυ καλο ...
ΑπάντησηΔιαγραφή