Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Ένοχος



Πάλι τα ίδια!
Δέκα σκαλοπάτια, σκοτεινά. Πρώτος διάδρομος αριστερά, βρώμικοι τοίχοι. Τρίτη πόρτα δεξιά, ξεβαμμένη. Ένα παγωμένο μεταλλικό γραφείο, μια ξεσκισμένη καρέκλα. Πίσω από τους φακέλους, ένα μουστάκι, χοντρά γυαλιά, δυο ώμοι με ασημένια αστέρια, μια φωνή φιλική, δήθεν.
«Τι θα γίνει με σένα;»
Σιωπή.
«Πες τι έγινε, να τελειώνουμε!»
Σιωπή.
Τα γεγονότα ξεχειλίζουν στη μνήμη.
Τρεις αξημέρωτο. Χτυπήματα στην πόρτα, επίμονα. Βροντές διακόπτουν το ηλιόλουστο όνειρο. Στα πόδια μπερδεύονται σεντόνι και κουβέρτα, πέφτουν στο πάτωμα, το κλειδί γυρίζει, το σιφούνι ορμά στο δωμάτιο.
«Πέσε κάτω, ρε!»
Συρτάρια, ντουλάπια, ρούχα, παπούτσια, βιβλία, τεκμήρια ενοχής.
Χέρια στην πλάτη, δεμένα. Γυμνό σφαχτάρι στην κλούβα. Ένα κλομπ χτυπά σε μια παλάμη. Υπενθύμιση εξουσίας.
«Όμως, δεν μπορεί να χτυπήσει τη σκέψη», η αισιόδοξη ιδέα χαράζει ένα χαμόγελο στο αγουροξυπνημένο πρόσωπο.
«Τι κοιτάς ρε;» το κλομπ χτυπάει το συρμάτινο χώρισμα. Υπενθύμιση εξουσίας.
«Ναι αλλά δεν μπορεί να χτυπήσει τη σκέψη μου». Νέο χαμόγελο.
Η εξουσία φοβάται, χτυπάει το δάπεδο και φωνάζει:
«Πάγωσέ το, μη σε αρχίσω στις γρήγορες! Είσαι ένοχος! Τ’ ακούς; Έ-νο-χος! Σε λίγο θα σου κοπεί το γέλιο».
Δέκα σκαλοπάτια, σκοτεινά. Υπόγειο, υγρό. Αέρας λίγος, σκόνη πολλή.
«Τι θα γίνει με σένα;»
Σιωπή.
Τα βλέμματα διασταυρώνονται. Ομολογία.

«Ένοχος είμαι. Όσο ζω, ένοχος θα είμαι. Όπως κι εσύ άλλωστε».


Θ. Μύθος, 31 Ιανουαρίου 2018

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Ο Καθεμέρας



Βγήκε από το μαγαζί του μαρμαρά ανακουφισμένος. Είχε διευθετήσει μια υπόθεση που τον απασχολούσε σχεδόν δέκα χρόνια. Περπάτησε ήρεμος ως την στάση του λεωφορείου. Έβγαλε το πακέτο κι άναψε τσιγάρο. Ήταν το δεύτερο της ημέρας. Κανονικά, το φύλαγε για το μεσημέρι, για μετά το φαγητό. Αλλά σήμερα ήταν μια εξαιρετική μέρα. Άξιζε να την γιορτάσει με ένα τσιγάρο εκτός προγράμματος. Άλλωστε δεν είχε να φοβηθεί τίποτε πια.

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Τα λυκοκάντζαρα


Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπήγε στην πλατεία. Χάθηκε από τα στέκια. Μάζεψε κι άλλους και τις ημέρες κατέβαιναν και δούλευαν το πριόνι που άφηναν τα λυκοκάντζαρα σαν χάραζε. Σε λίγο καιρό θα γύριζε ανάποδα ο ντουνιάς, όπως το είχε προβλέψει ο ποιητής.