Πάλι τα ίδια!
Δέκα σκαλοπάτια, σκοτεινά. Πρώτος
διάδρομος αριστερά, βρώμικοι τοίχοι. Τρίτη πόρτα δεξιά, ξεβαμμένη. Ένα παγωμένο
μεταλλικό γραφείο, μια ξεσκισμένη καρέκλα. Πίσω από τους φακέλους, ένα
μουστάκι, χοντρά γυαλιά, δυο ώμοι με ασημένια αστέρια, μια φωνή φιλική, δήθεν.
«Τι θα γίνει με σένα;»
Σιωπή.
«Πες τι έγινε, να τελειώνουμε!»
Σιωπή.
Τα γεγονότα ξεχειλίζουν στη
μνήμη.
Τρεις αξημέρωτο. Χτυπήματα στην
πόρτα, επίμονα. Βροντές διακόπτουν το ηλιόλουστο όνειρο. Στα πόδια μπερδεύονται σεντόνι και κουβέρτα, πέφτουν στο πάτωμα, το κλειδί γυρίζει, το σιφούνι ορμά στο
δωμάτιο.
«Πέσε κάτω, ρε!»
Συρτάρια, ντουλάπια, ρούχα,
παπούτσια, βιβλία, τεκμήρια ενοχής.
Χέρια στην πλάτη, δεμένα. Γυμνό
σφαχτάρι στην κλούβα. Ένα κλομπ χτυπά σε μια παλάμη. Υπενθύμιση εξουσίας.
«Όμως, δεν μπορεί να χτυπήσει τη
σκέψη», η αισιόδοξη ιδέα χαράζει ένα χαμόγελο στο αγουροξυπνημένο πρόσωπο.
«Τι κοιτάς ρε;» το κλομπ χτυπάει
το συρμάτινο χώρισμα. Υπενθύμιση εξουσίας.
«Ναι αλλά δεν μπορεί να χτυπήσει
τη σκέψη μου». Νέο χαμόγελο.
Η εξουσία φοβάται, χτυπάει το
δάπεδο και φωνάζει:
«Πάγωσέ το, μη σε αρχίσω στις
γρήγορες! Είσαι ένοχος! Τ’ ακούς; Έ-νο-χος! Σε λίγο θα σου κοπεί το γέλιο».
Δέκα σκαλοπάτια, σκοτεινά.
Υπόγειο, υγρό. Αέρας λίγος, σκόνη πολλή.
«Τι θα γίνει με σένα;»
Σιωπή.
Τα βλέμματα διασταυρώνονται. Ομολογία.
«Ένοχος είμαι. Όσο ζω, ένοχος θα
είμαι. Όπως κι εσύ άλλωστε».
Θ. Μύθος, 31 Ιανουαρίου 2018