Τελευταία δεν
τα πήγαινε καλά με το φως. Προτιμούσε τις σκοτεινές ημέρες, τις σκοτεινές ώρες
της ημέρας, τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού. Ξεκίνησε ως παραξενιά, την οποία
ούτε ο ίδιος μπορούσε να ερμηνεύσει λογικά. Ή μάλλον μπορούσε να εξηγήσει το
πώς ξεκίνησε αυτή η δυσφορία αλλά όχι το πώς εξελίχθηκε σε εμμονή.
Όλα άρχισαν
όταν ένας δερματολόγος του είπε πως για τις κοκκινίλες που εμφανίζονται στο
δέρμα του φταίει η υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Φωτοερυθρίασις μέσης ηλικίας, είπε ο γιατρός. Δεν είναι κολλητικό,
του είπε. Απλά, όσο λιγότερο σε βλέπει ο ήλιος τόσο λιγότερες κοκκινίλες θα
βγάζεις. Να βάζεις αντηλιακό, του είπε, αλλά στην πορεία αυτό το λησμόνησε.
Προτιμούσε να φορά σκούρα γυαλιά, σκούρο καπέλο, μακριά μανίκια. Αλλά οι
κοκκινίλες δεν έλεγαν να φύγουν. Το πρωί τα πράγματα ήταν υποφερτά. Μια δυο
κοκκινιές εδώ κι εκεί στο μέτωπο και στο λαιμό θα μπορούσες να πεις πως
προέρχονταν από το μαξιλάρι. Αλλά το απόγευμα έντρομος αντίκριζε το πρόσωπο του
κοκκινισμένο σε όλα τα σημεία: κούτελο, μύτη, μάγουλα, λαιμός, ακόμα και πίσω
από τα αυτιά.
Αποφάσισε να μη
βγαίνει έξω την ημέρα. Μόλις σουρούπωνε, έκανε μια μικρή βόλτα αλλά στην
επιστροφή μια από τα ίδια: πρόσωπο κόκκινο σαν πιπεριά Φλωρίνης. Σιγά-σιγά
κλείστηκε στο σπίτι. Δεν άναβε ούτε το φως. Έπειτα άρχισε να αποφεύγει τις
φωτεινές συσκευές, με οθόνη: τηλεόραση, υπολογιστή, κινητό τα κατάργησε. Μόνο
ένα μικρό φακό άναβε, όταν ήταν απαραίτητο να πάει στην τουαλέτα ή για να βρει
κάτι να φάει από το ντουλάπι. Το ραδιόφωνο ήταν η μοναδική του συντροφιά. Οι έξοδοί του από το σπίτι ήταν μαρτυρικές και αγχώδεις. Ψώνιζε μόνο νύχτα, σε
διανυκτερεύοντα μαγαζιά, με το χρονόμετρο στο χέρι. Είχε υπολογίσει πως δεν
έπρεπε να μένει κάτω από φως παραπάνω από μισή ώρα. Και φυσικά δεν μπορούσε να
απαιτήσει από το κατάστημα να σβήσει τα φώτα του. Από το άγχος του να τα
προλάβει όλα σε ένα μισάωρο, ίδρωνε υπερβολικά, με αποτέλεσμα το δέρμα του να
ζεσταίνεται και να φουντώνει το σύνδρομο της ερυθρίασης. Με τα πολλά προσέλαβε
έναν υπάλληλο για τα ψώνια ώστε να γλιτώσει και από αυτή τη μικρή έκθεση στο
φως.
Στο σπίτι είχε
εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στο σκοτεινό υπόγειο που δεν είχε παράθυρα. Είχε μόνο
μια συμπαγή πόρτα που οδηγούσε σε μια σκάλα κι από εκεί στο υπόλοιπο σπίτι. Την
έβαψε μαύρη, όπως και τους τοίχους και το ταβάνι, για να εξαφανίσει και τις
απειροελάχιστες ανταύγειες. Είχε δημιουργήσει ένα πλήρες καταφύγιο, εφοδιασμένο
με τα απολύτως απαραίτητα: κρεβάτι, ρουχισμό, τρόφιμα, τουαλέτα, ένα ραδιόφωνο,
έναν καθρέφτη και έναν μικρό φακό για ώρα ανάγκης. Άφηνε τα σκουπίδια στη σκάλα,
από όπου τα έπαιρνε ο υπάλληλός του κάθε δεύτερη μέρα που ερχόταν με τα ψώνια.
Παρά τις
προφυλάξεις, η κατάσταση της ερυθρίασης χειροτέρευε. Μια φορά το εικοσιτετράωρο
άνοιγε το φακό και κοιταζόταν στον καθρέφτη. Το πρώτο κοίταγμα ήταν ενθαρρυντικό
αλλά μόλις κοιτούσε πιο προσεκτικά διέκρινε κόκκινες στάμπες να εμφανίζονται
στα σημεία που φώτιζε με το φακό. Είχε απελπιστεί. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Με τον καιρό
παρατήρησε πως είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν τα αυτιά του. Άρχισε να ξαπλώνει μόνο
ανάσκελα ώστε να μην ακουμπούν τα αυτιά του στο μαξιλάρι, νομίζοντας πως από
εκεί προερχόταν η κοκκινίλα, αλλά αυτή αντί να εξασθενεί, ολοένα και φούντωνε.
Μια μέρα, τρόπος του λέγειν δηλαδή, διότι ζώντας στο απόλυτο σκοτάδι δεν ήξερε
αν ήταν ημέρα ή νύχτα, μια μέρα άκουσε στο ραδιόφωνο έναν γιατρό να αναφέρει
ανάμεσα σε άλλες δερματικές παθήσεις, την ηχοερυθρίαση.
Πανικοβλήθηκε.
Έκλεισε αμέσως το ραδιόφωνο. Η απόλυτη ησυχία που επικράτησε τον ανακούφισε
κάπως αλλά σύντομα διαπίστωσε πως στο υπόγειο έφταναν διάφοροι ήχοι από
γειτονικά σπίτια, θόρυβοι από μηχανήματα που δούλευαν, από ανθρώπινα πατήματα
στις σκάλες, από ομιλίες. Αραιά και πού έφταναν ήχοι και από το δρόμο, από
μαρσαρίσματα αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Σκέπασε τα αυτιά του με τα χέρια του
αλλά και πάλι κάποιοι ήχοι διαπερνούσαν τους τοίχους. Θυμήθηκε ένα δάσκαλό του
στο Δημοτικό που τους έβαζε να ακουμπούν το αυτί τους στο χώμα για να
καταλάβουν πως στο έδαφος ο ήχος διαδίδεται πιο γρήγορα από ότι στον αέρα.
Απελπίστηκε. Δεν
υπήρχε σωτηρία. Παρήγγειλε ωτοασπίδες, έβαλε μονωτικό υλικό στις χαραμάδες της
πόρτας, έντυσε τους τοίχους, το ταβάνι και το δάπεδο με πλάκες από φελλό για
ηχομόνωση και η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως.
Μέχρι να
τελειώσει αυτές τις εργασίες έγινε κατακόκκινος, αφού αναγκαστικά δούλευε με
αναμμένο το φως. Στη συνέχεια εφάρμοσε πρόγραμμα απερυθρίασης, όπως το ονόμασε. Άναβε το φακό μόνο για ένα λεπτό κάθε
μέρα. Όμως, η κατάσταση του δέρματός του βελτιώθηκε ελάχιστα.
Απογοητεύτηκε.
Άρχισε να παρατείνει το ύπνο όσο περισσότερο μπορούσε. Σκέφτηκε ότι όσο
περισσότερο κοιμόταν τόσο λιγότερο ερχόταν σε επαφή με ήχους.
Άρχισε να
ονειρεύεται όλο και περισσότερο, τόσο που συχνά δεν ήξερε αν είναι ξύπνιος ή
κοιμισμένος. Καθώς δεν έβλεπε και δεν άκουγε, δεν είχε νόημα το αν κοιμόταν ή
όχι. Έβλεπε ή σκεφτόταν όνειρα με ηλιόλουστες πεδιάδες, φωτεινές ακρογιαλιές,
συναυλίες αγαπημένων μουσικών, κελαδίσματα πουλιών. Αναπλήρωνε τις ελλείψεις
του με τη φαντασία του.
Στα όνειρά του
γινόταν παντογνώστης, παντοδύναμος και ανίκητος. Ήταν ο απόλυτος άρχων του
σύμπαντος. Ενός σύμπαντος στο οποίο επικρατούσε απόλυτη δικαιοσύνη. Δεν υπήρχε
φτώχεια, ούτε ασχήμια, ούτε εκμετάλλευση, ούτε πονηριά, ούτε βία. Ως
παντοδύναμος τα είχε απαγορεύσει αυτά.
Όσο περισσότερο
ονειρευόταν, τόσο περισσότερο του άρεσε το φανταστικό σύμπαν που είχε
δημιουργήσει. Έτρωγε βιαστικά το φαΐ που του έφερνε ο υπάλληλός του και έσπευδε
να βυθιστεί στη νιρβάνα. Ξεχνιόταν τόσο που δεν άναβε πλέον το φακό να ελέγξει
την ερυθρίαση στο δέρμα του.
Όσο περνούσε ο
καιρός τόσο πλησίαζε στο απόλυτο. Στο φανταστικό του σύμπαν είχε επιτύχει
απίθανα κατορθώματα: είχε πάρει το Νόμπελ, είχε αναδειχθεί ολυμπιονίκης, έγινε
ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στον Άρη. Ήταν ο πλέον διάσημος άνθρωπος στον
πλανήτη. Η ανθρωπότητα τον ευγνωμονούσε. Όλοι κρέμονταν από το στόμα του, όταν
μιλούσε. Όταν υπήρχαν διχογνωμίες, περίμεναν με αγωνία τις σοφές αποφάσεις του.
Ένα πρωί ή
σούρουπο, δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε τι ώρα ήταν, αποφάσισε πως αυτός θα
ήταν ο κόσμος του στο εξής. Δεν τον ενδιέφερε τι υπήρχε έξω από τις ωτοασπίδες
του, τι υπήρχε έξω από τους μαύρους τοίχους του υπογείου. Το μόνο που τον
ενδιέφερε ήταν το σύμπαν που είχε δημιουργήσει ο εγκέφαλός του. Όσο το
σκεφτόταν, μια γλυκιά ικανοποίηση, μια απέραντη γαλήνη απλωνόταν στην ψυχή του.
Πέρασαν μερικές
ημέρες ξεγνοιασιάς. Πράσινα λιβάδια, χαμογελαστά παιδιά, ήρεμες λιμνούλες,
παιχνιδιάρικα ζωάκια, απαλές μουσικές, μυρωδάτα άνθη, γέμιζαν το μαύρο, άηχο
κουτί που ζούσε. Έτσι να άπλωνε τα χέρια, θα τα άγγιζε. Περπατούσε γαλήνιος
ανάμεσά τους κι όποτε ήθελε άλλαζε τοπία, άλλαζε εικόνες, ήχους, μυρωδιές.
-ο-ο-ο-
Δυο διακριτικά
χτυπήματα στην πόρτα διέκοψαν το ταξίδι στο τέλειο βασίλειό του. Ήταν ο
υπάλληλός του. Πλησίασε στο αυτί του.
-Κύριε Τάκη,
δεν θα ξανάρθω, του ψιθύρισε. Τα χρήματα τελείωσαν!
Θοδωρής
Μπελίτσος
Ν.
Σμύρνη, 4 Φεβρουαρίου 2017.
Ο λόγος σου ρέει σαν νεράκι, Θοδωρή. Η πραγματικότητα, ο κόσμος των σκέψεων και το χιούμορ. Ευχαριστώ για το δώρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ γνώριμος ο τρόπος αντιμετώπισης της απειλής από τον κ. Τάκη! Πόσα φανταστικά σύμπαντα έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας!!! Διαφορετικό αλλά πάντα ωραίο!
ΑπάντησηΔιαγραφή