Αποβραδίς άφηνε
τα βιβλία του και το επόμενο πρωί περνούσε ξανά να δει τι απέγιναν. Σαν τη μάνα
που αφήνει το εξώγαμο μωρό της έξω από μια πόρτα και ξαναγυρίζει να δει αν το
περιμάζεψαν. Τα περισσότερα έλειπαν.
Η ιδέα του ήρθε
ένα απόγευμα στο πάρκο. Παραδίπλα, ένας ηλικιωμένος διάβαζε ένα βιβλίο. Πήγε
στο σπίτι, έβγαλε μια κούτα από την αποθήκη και την έβαλε στο αυτοκίνητο.
Γύρισε όλες τις πλατείες της συνοικίας. Σε κάθε μία άφηνε δυο-τρία βιβλία στα
παγκάκια. Συνέχισε στη διπλανή συνοικία. Σε δύο ώρες η κούτα είχε αδειάσει. Την
άλλη μέρα πήγε σε άλλες γειτονιές. Άφηνε βιβλία παντού: σε πλατείες, σε στάσεις
λεωφορείων, έξω από σχολεία, σε πάρκα. Σε μια εβδομάδα ελευθερώθηκε από τις
κούτες, μα το κυριότερο ήταν πως έφυγε ο βραχνάς που του έπνιγε το λαιμό.
Μια μέρα είδε
έναν άνδρα να διαβάζει το βιβλίο του καθισμένος σε ένα παγκάκι. Συγκινήθηκε.
Του ήρθε να βγει από το αμάξι και να πάει να του μιλήσει. Δεν το έκανε αλλά
στάθηκε απόμερα και τον παρατηρούσε για ώρα. Ο Τρύφων Φανουρής στεκόταν
συγκινημένος μπροστά στον άγνωστο αναγνώστη του βιβλίου του.
Η πρώτη μέρα
Βγήκε από το
τυπογραφείο ολόχαρος. Στα χέρια του κρατούσε το βιβλίο του. Το κοίταζε και δεν
το χόρταινε: Τρύφωνος Π. Φανουρή, «Ο Εξουσιαστής
του χρόνου». Ο γραφίστας είχε σχεδιάσει ένα ευρηματικό εξώφυλλο. Μια
κλεψύδρα μισογεμάτη, η οποία με κάποιο τρόπο ανακύκλωνε την άμμο που έρεε από
το επάνω τμήμα προς το κάτω. Απεικόνιζε επακριβώς το σκεπτικό του βιβλίου του:
τον άνθρωπο που νικά το χρόνο. Χρόνια το δούλευε. Ήταν το αριστούργημά του. Το
ήξερε. Όσοι είχαν διαβάσει αποσπάσματα, το εγκωμίαζαν.
«Μπράβο Τρύφωνα!
Τι σύλληψη! Η αιώνια πάλη του ανθρώπου με το χρόνο. Τι έξυπνη διέξοδο δίνεις
στο τέλος! Θα συγκλονίσει».
Κάθισε σε ένα
καφέ και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Το ρουφούσε σελίδα-σελίδα, σα να μη το είχε
ξαναδεί, παρά το ότι τελευταία, στις διορθώσεις, με το διάβασε-ξαναδιάβασε,
κόντεψε να το σιχαθεί. Όμως, τώρα ήταν αλλιώς. Το είχε στα χέρια του
φρεσκοτυπωμένο, λαχταριστό.
Κοίταξε γύρω
του. Υπήρχαν κι άλλοι στο καφέ που διάβαζαν κάποιο βιβλίο. Φυσικά δεν ένιωθαν
σαν εκείνον. Εκείνος κρατούσε και διάβαζε το δικό του βιβλίο. Ένιωθε έντονη την
ανάγκη να τους το πει, να το φωνάξει:
«Κοιτάξτε ένα
καινούργιο καταπληκτικό βιβλίο! Εγώ το έγραψα!»
Σκέφτηκε πως αν
είχε μαζί του πέντε-έξι αντίτυπα, θα σηκωνόταν, θα τα μοίραζε στα τραπέζια σαν
πλασιέ και θα τους έλεγε:
«Ρίξτε μια
ματιά. Είναι φοβερό βιβλίο. Μόνο οκτώ ευρώ κάνει».
Ήταν σίγουρος
πως θα τα πουλούσε όλα.
Το ζήτημα της
διάθεσης δεν τον ανησυχούσε ιδιαίτερα. Ήταν βέβαιος για την επιτυχία. Είναι
μέχρι να το διαβάσουν κάποιοι και να γίνει γνωστό, σκεφτόταν. Μετά όλα θα
πάρουν το δρόμο τους. Οι πωλήσεις θα κινήσουν το ενδιαφέρον των κριτικών, θα γράψουν
στα λογοτεχνικά περιοδικά και στις σχετικές στήλες των εφημερίδων και το πράγμα
θα πάρει το δρόμο του. Κάποιοι θα στάξουν χολή, άλλοι θα αδιαφορήσουν, μα οι
σοβαροί κριτικοί αργά ή γρήγορα θα το αναγνωρίσουν και θα το εξυμνήσουν.
Το είχε
δουλέψει καλά. Είχε ψάξει τη βιβλιογραφία. Κανείς δεν είχε ασχοληθεί με κάτι παρόμοιο:
Ο Εξουσιαστής του χρόνου. Το
ξεφύλλισε πάλι. Στάθηκε σε κάποια κεφάλαια που του άρεσαν. Χάζεψε το
οπισθόφυλλο με την περίληψη. Άνοιξε τα πλαϊνά πτερύγια με τη φωτογραφία και το
βιογραφικό του:
Ο Τρύφων Π. Φανουρής είναι μάχιμος
εκπαιδευτικός. Έχει υπηρετήσει σε σχολεία της επαρχίας και της Αθήνας. Τα
τελευταία χρόνια είναι Διευθυντής του 4ου Δημοτικού Σχολείου Χ… Γνωρίζει τρεις
γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Έχει μετεκπαιδευτεί στις νέες
τεχνολογίες. Αρθρογραφεί τακτικά σε εκπαιδευτικές επετηρίδες και περιοδικά.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες με
εξαιρετικές κριτικές. Το μυθιστόρημα «Ο Εξουσιαστής του χρόνου» είναι το πρώτο
του βιβλίο.
Από το τσεπάκι
του σακακιού του έβγαλε ένα σημείωμα. Ήταν ο κατάλογος των φίλων και γνωστών
που θα δώριζε το βιβλίο του. Είχε γράψει περίπου πενήντα ονόματα. Προσδοκούσε
να το διαβάσουν και να το διαδώσουν. Προσδοκούσε ο καθένας να το προωθήσει σε
τρία-τέσσερα άτομα, οπότε σύντομα θα είχε πουλήσει γύρω στα διακόσια βιβλία.
Στην εξωτερική
τσέπη του σακακιού είχε τη λίστα με τα βιβλιοπωλεία που του είχε δώσει ο
τυπογράφος. Είχε και ο ίδιος υπόψη του μερικά ακόμα, στη συνοικία που βρισκόταν
το σχολείο του. Συνολικά ήταν γύρω στα τριάντα βιβλιοπωλεία. Θα τους έδινε για αρχή
από δύο βιβλία. Σε μια εβδομάδα θα ξαναπερνούσε. Σίγουρα θα ανανέωναν την
παραγγελία. Κάποιοι θα παράγγελναν περισσότερα από δύο.
Τέλος, είχε
κατά νου ορισμένους υπευθύνους λογοτεχνικών σελίδων εφημερίδων και περιοδικών.
Έβγαλε τη σχετική λίστα από την άλλη τσέπη του σακακιού: ονόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα,
όλα έτοιμα. Είχε ήδη συντάξει το δελτίο τύπου που θα τους έστελνε μαζί τη
φωτοτυπία του εξώφυλλου του βιβλίου:
Τρύφωνος Π. Φανουρή, «Ο Εξουσιαστής
του χρόνου», μυθιστόρημα, σελ. 180.
Η μάχη του ανθρώπου με το χρόνο. Ο
διαρκής αγώνας του ήρωα του βιβλίου να προλάβει τις προθεσμίες, να ολοκληρώσει
εγκαίρως τις εργασίες του, το συνεχές άγχος του χρονόμετρου, τον οδηγεί σε μια
επαναστατική ιδέα, με την οποία καταφέρνει να εξουσιάσει το χρόνο και να είναι
πάντα συνεπής στην ώρα του. Ένα πρωτότυπο, εμπνευσμένο, απολαυστικό μυθιστόρημα
του γνωστού εκπαιδευτικού Τρύφωνα Φανουρή, το οποίο ψυχαγωγεί και διδάσκει.
Πλήρωσε τον
καφέ και σηκώθηκε χαμογελαστός.
Όλα τα είχε
άριστα σχεδιασμένα!
Τέσσερις εβδομάδες
Για τέταρτη
φορά έκανε το γύρο των βιβλιοπωλείων. Τέταρτη εβδομάδα και μόνον ένας πήρε άλλα
δυο αντίτυπα. Και μάλιστα χωρίς να του εξοφλήσει τα προηγούμενα.
«Την επόμενη
εβδομάδα θα σου πληρώσω και τα τέσσερα», του είπε.
Οι φίλοι και
συγγενείς, στους οποίους παρουσίασε το πολυαναμενόμενο βιβλίο και τους το έδωσε
-με αφιέρωση φυσικά- το είχαν καλοδεχτεί. Αλλά μάταια περίμενε να το συστήσουν
σε γνωστούς και να του παραγγείλουν. Μερικούς, που είχε μεγαλύτερο θάρρος, τους
ρώτησε πώς τους φάνηκε. Κατάλαβε ότι πιθανότατα ούτε το είχαν ανοίξει, καθώς
του λέγανε διάφορα:
«Ξέρεις Τρύφωνα,
δουλειές».
«Το έχω σε
πρώτη προτεραιότητα αλλά πού καιρός για διάβασμα».
«Το ξεφύλλισα,
καλογραμμένο φαίνεται».
«Σε πρώτη
ευκαιρία θα το διαβάσω και θα σου πω».
Οι λογοτεχνικοί
συντάκτες, στους οποίους έστειλε τα δελτία τύπου, τον αγνόησαν. Δεν είχαν
γράψει ούτε μία γραμμή. Καταξοδεύτηκε να αγοράζει τα περιοδικά και τις
εφημερίδες τους, μα τίποτα. Ούτε μια αναφορά, βρε αδερφέ, βιβλιογραφικής
μορφής, πως κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο. Τίποτα! Κάποιος συνάδελφός του, του
ψιθύρισε πως γνωρίζει έναν υπάλληλο στην εφημερίδα «Πρωινά Νέα».
«Αν του δώσουμε
ένα αντίτυπο, μπορεί να το προωθήσει στον υπεύθυνο της λογοτεχνικής στήλης»,
του είπε.
Το έκανε κι
αυτό. Έγινε μόνιμος αναγνώστης των «Πρωινών Νέων» αλλά είχαν περάσει ήδη δυο
εβδομάδες χωρίς να γράψουν κάτι.
Τέσσερις μήνες
Είχε πουλήσει
δεκαέξι βιβλία. Καμιά εξηνταριά υπήρχαν ακόμη σε διάφορα βιβλιοπωλεία. Γύρω στα
πενήντα είχε δωρίσει. Τα υπόλοιπα σκονίζονταν μέσα σε κούτες στην αποθήκη του.
Η γυναίκα του είχε αρχίσει την γκρίνια:
«Τρύφωνα,
καλοκαίριασε. Πότε θα αδειάσεις την αποθήκη; Θέλω να βάλω τις μοκέτες, τα
παπλώματα, τα χειμωνιάτικα».
Η
καθημερινότητα ως εχθρός της τέχνης! Αλλιώς τα είχε υπολογίσει. Πως μέχρι το
καλοκαίρι θα είχε σχεδόν ξεπουλήσει και θα ετοίμαζε ανατύπωση, με διορθωμένα
ορισμένα λαθάκια που είχε επισημάνει.
«Μα να μη
γράψουν ούτε λέξη!», μουρμούριζε σκασμένος και θυμωμένος με τους λογοτεχνικούς
συντάκτες που τον είχαν αγνοήσει. Πιο πολύ τα είχε με ορισμένους που τους είχε
σε εκτίμηση. Μόνο τα «Πρωινά Νέα» έγραψαν. Κι εκείνα, αφού τους ενόχλησε δυο
τρεις φορές, μέσω του κοινού γνωστού. Και τι έγραψαν δηλαδή; Τρεις γραμμές,
χωρίς φωτογραφία του εξώφυλλου και το όνομά του χωρίς το βαφτιστικό:
«Ο Εξουσιαστής του χρόνου». Ένα
νέο μυθιστόρημα του εκπαιδευτικού Τρ. Φανουρή. Μια πραγματεία σε λογοτεχνικό
ύφος για τη διαρκή πάλη του ανθρώπου ενάντια στο χρόνο.
Τίποτε άλλο.
Του ήρθε να τηλεφωνήσει στο συντάκτη και να του ζητήσει να του επιστρέψει το
βιβλίο. Είχε φουντώσει.
«Άκου
πραγματεία; Ούτε που το άνοιξες. Εγώ στο έστειλα να το διαβάσεις και να το
σχολιάσεις, όχι να γράψεις μια ανακοίνωση», θα του έλεγε.
Η γυναίκα του
τον συγκράτησε:
«Μαζέψου, βρε Τρύφωνα.
Βρέθηκε ένας άνθρωπος να γράψει δυο λόγια για το βιβλίο σου και συ θες να τον
κατσαδιάσεις», του είπε και το ξανασκέφτηκε, όταν ηρέμησε.
Η αλήθεια είναι
πως δεν ήταν η μοναδική εφημερίδα που είχε γράψει για το βιβλίο. Ένας
συνάδελφος και φίλος του είχε δημοσιεύσει στην τοπική εφημερίδα του χωριού του
μια αναλυτική παρουσίαση, αρκετά εγκωμιαστική. Μάλιστα ένας παλιός του μαθητής
που την είδε, τον πήρε να τον συγχαρεί και αγόρασε ένα αντίτυπο. Προς στιγμή
αναθάρρησε. Οι παλιοί μαθητές του σίγουρα θα το μάθαιναν και θα το αναζητούσαν.
Αλλά εκτός από μερικά ακόμα συγχαρητήρια τηλεφωνήματα, δεν υπήρξε άλλο
ενδιαφέρον.
Είχε αρχίσει να
εκνευρίζεται. Ψυχράνθηκε και με έναν αγαπημένο εξάδελφο, όταν του ζήτησε ένα
βιβλίο, για να το κάνει δώρο σε κάποιον κουμπάρο του που εόρταζε:
«Ξέρεις Τρύφωνα»,
του είπε, «δεν έχω και μεγάλη υποχρέωση. Κάτι φτηνό ήθελα και σκέφτηκα το
βιβλίο σου».
Τσαντίστηκε:
«Σήμερα
ακρίβυνε», του απάντησε, «τριάντα ευρώ το δίνω».
Και του έκλεισε
το τηλέφωνο. Έκανε μήνες να του μιλήσει.
Τέσσερα χρόνια
Οι κούτες στην αποθήκη ανέγγιχτες κάτω από τις μοκέτες και τα παπλώματα. Από καιρό είχε
πάψει να πηγαίνει στα βιβλιοπωλεία. Μερικοί βιβλιοπώλες, πιο ειλικρινείς, του
πρότειναν να του επιστρέψουν τα απούλητα αντίτυπα. Οι περισσότεροι συντηρούσαν
τις ψεύτικες ελπίδες:
«Άφησέ το, ποτέ
δεν ξέρεις ποιος θα το ζητήσει».
Ποιος να το
ζητήσει; Και πού να το βρει; Χαμένο ήταν σε ένα ράφι μαζί με δεκάδες άλλα
τοποθετημένα αλφαβητικά με το όνομα του συγγραφέα: …Φακίνου, Φαληρέας, Φαμέλος, Φανουρής,…
Ορισμένα
βιβλιοπωλεία είχαν πλέον κλείσει, έχοντας ξεπουλήσει το εμπόρευμά τους, μαζί
και τα απούλητα βιβλία του Τρύφωνα. Μάλιστα είχε βρει ένα στον πάγκο ενός
πλανόδιου, στην οδό Πανεπιστημίου. Περπατούσε μαζί με έναν καλό του φίλο που
του άρεσε να χαζεύει τους πλανόδιους βιβλιοπώλες. Πέσανε τα μούτρα του, όταν
πήρε στα χέρια το βιβλίο του και του είπε:
«Για κοίτα Τρύφωνα,
το βιβλίο σου κυκλοφορεί ακόμα. Νόμιζα πως είχε πλέον εξαντληθεί».
Τι να
απαντήσει! Πως ο ίδιος είχε εξαντληθεί από το πήγαινε-έλα στα βιβλιοπωλεία αλλά
τα βιβλία του αναπαύονταν στην αποθήκη του! Χώρια η συζυγική γκρίνια. Οι κούτες
τού είχαν γίνει βραχνάς. Το πήρε απόφαση. Έπρεπε να τις ξεφορτωθεί. Πήγε σε ένα
ημιυπόγειο στοκατζήδικο.
«Έτσι κι έτσι»,
τους είπε. «Έχω ένα βιβλίο…».
Ούτε ρώτησαν
τίτλο, θέμα κλπ. Μόνο πόσες σελίδες ήταν τους ένοιαζε.
«Εκατόν
ογδόντα», απάντησε.
«Ωραία, φέρε
είκοσι», του είπαν.
Του έδωσαν
πέντε ευρώ. Απόμεινε να κοιτάζει το χαρτονόμισμα σα χαζός. Πέντε ευρώ για
είκοσι βιβλία; Δεν είπε τίποτα. Πήγε και σε έναν άλλον, στον Πειραιά. Και
κείνος τα ίδια: πέντε ευρώ για είκοσι βιβλία. Ούτε συνεννοημένοι να ήταν.
«Πέντε ευρώ,
πέντε ευρώ. Δεν βαριέσαι!», το φιλοσόφησε. «Θα τα δίνω είκοσι-είκοσι, ώσπου να
αδειάσουν οι κούτες».
Έπειτα από
μερικές εβδομάδες ξαναπήγε. Πρώτα πέρασε από τους πάγκους. Το βρήκε στο τμήμα ελληνικής
λογοτεχνίας, στις σούπερ προσφορές: «1,99 ευρώ. Στα πέντε βιβλία, το ένα δώρο»,
έγραφε η ταμπέλα. Συγκινήθηκε κάπως.
Μέτρησε τα
βιβλία του. Έλειπαν έξι. Πήρε ένα από τη στοίβα. Άλλο ένα κρατούσε ένας κύριος,
συνομήλικός του. Κοιταχτήκανε.
«Καλό
φαίνεται», του είπε.
«Ναι, το έχω
διαβάσει», απάντησε ο Τρύφων.
«Θα το πάρω. Το
πολύ-πολύ να χάσω δύο ευρώ», είπε εκείνος χαζογελώντας.
Ο Τρύφων δεν
ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί.
«Σωστά»,
ψιθύρισε αμήχανα. «Ίσως το πάρω και εγώ για δώρο».
Απομακρύνθηκε
κακόκεφος.
Ο στοκατζής δεν
ήθελε άλλα.
«Αν δεν φύγουν
αυτά που πήρα, τι να τα κάνω», του είπε.
Σε ένα μήνα
ξαναπέρασε. Οι στοίβες ήταν περίπου ίδιες. Ίσως έλειπαν ένα-δυο βιβλία. Στον
Πειραιά παρόμοια εικόνα. Απογοητεύτηκε. Ούτε στις σούπερ προσφορές των
στοκατζήδικων δεν πουλιόταν το «αριστούργημά» του.
Ο Πειραιώτης
τον λυπήθηκε.
«Κάτσε δίπλα
και κοίτα τι πουλιέται», του είπε και τον κέρασε μια κούπα καφέ φίλτρου. Σε
μισή ώρα είχαν περάσει από το ταμείο γύρω στα τριάντα βιβλία. Τα μισά ήταν ρομαντικές
ιστορίες. Πέντε ή έξι ήταν αστυνομικά, μυστηρίου και περιπέτειας και δυο τρία
ιστορικο-πολιτικά της συμφοράς: «Οι Έλληνες δημιούργησαν τον κόσμο» και τέτοια.
«Κατάλαβες
τώρα;», του είπε ο Πειραιώτης.
«Κατάλαβα»,
είπε. «Πως πρέπει να βρω άλλον τρόπο να αδειάσω την αποθήκη μου».
Άρχισε να τα
στέλνει σε βιβλιοθήκες. Είχε ξαναστείλει, μα τα ταχυδρομικά κόστιζαν και κάποια
στιγμή σταμάτησε. Χάριζε βέβαια σε διάφορους γνωστούς, σε συναδέλφους,
συγγενείς, σε περιστασιακές γνωριμίες αλλά βαρέθηκε. Καταλάβαινε πως δεν το
διάβαζαν.
Ό,τι και αν
έκανε οι κούτες δεν άδειαζαν. Εκεί στην αποθήκη του, αμετακίνητες, γεμάτες
βιβλία. Βραχνάς!
Έκθετο βιβλίο αναζητά...
Ένα απόγευμα ήταν
στο πάρκο. Παραδίπλα, σε ένα παγκάκι, ένας ηλικιωμένος διάβαζε ένα βιβλίο. Σαν
λάμψη άστραψε η ιδέα στο μυαλό του. Άρχισε να μοιράζει τα βιβλία του στα πάρκα
και τις πλατείες. Ελευθερώθηκε από τις κούτες, απαλλάχτηκε από τη συζυγική
γκρίνια, έφυγε κι ο βραχνάς που του έπνιγε το λαιμό.
Αποβραδίς άφηνε
τα βιβλία και το επόμενο πρωί περνούσε να δει τι απέγιναν. Σαν τη μάνα που
αφήνει το εξώγαμο μωρό της έξω από μια πόρτα και ξαναγυρίζει να δει αν το
περιμάζεψαν.
Όταν είδε έναν
άνδρα, σε ένα παγκάκι, να διαβάζει προσηλωμένος το βιβλίο του, συγκινήθηκε. Στάθηκε
απόμερα και τον παρατηρούσε για ώρα. Όσο ο άγνωστος γύριζε τις σελίδες του «Εξουσιαστή»,
μια ανείπωτη χαρά ανάβλυζε από μέσα του. Υπολόγιζε το κεφάλαιο που βρισκόταν,
τις σκέψεις που έκανε για την υπόθεση, παρατηρούσε τις αντιδράσεις του προσώπου
του και τις συσχέτιζε με την πλοκή του έργου.
Ο Τρύφων
Φανουρής στεκόταν συγκινημένος μπροστά στον άγνωστο αναγνώστη του βιβλίου του.
Ήδη στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα για το επόμενο λογοτεχνικό του
δημιούργημα. Είχε βρει κιόλας τον τίτλο: Έκθετο
βιβλίο αναζητά κηδεμόνα.
Θοδωρής
Μπελίτσος
Καμίνια
Λήμνου, Ιούλιος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου