Στις 12.01 άναψε τσιγάρο και κάθισε στην καρέκλα. Μόνη με τον φραπέ. Σκέτος με γάλα. Δυο πικρές
ρουφηξιές στη γλώσσα και στο λαιμό, καφές και νικοτίνη. Λίγα μέτρα μπροστά της,
οι ομπρέλες γεμάτες τουρίστες. Λαδωμένα κορμιά λιάζονταν, διαβάζοντας δήθεν.
Ξελιγωμένα αρσενικά περπατούσαν ανέμελα στην αμμουδιά. Σκούρα γυαλιά έκρυβαν
τις κλεφτές ματιές στα λυμένα κορδονάκια.
Η κυρά-Αντώνα, η γιαγιά που πουλούσε
κουλούρια με κασέρι, φάνηκε στη γωνία. Στην ώρα της, όπως κάθε μεσημέρι. Παλιά
γειτόνισσα τους. Θυμήθηκε τη μάνα της. Τέτοιες μέρες πάντα έπλαθε κουλουράκια.
Πριν της Παναγιάς δεν την άφηνε να τα δοκιμάσει. Έχουν βούτυρο, της έλεγε. Πρώτα
θα κοινωνήσεις και μετά φάε όσα θες. Οι κανόνες αυστηροί.
Όλη μέρα στα σύκα. Της Παναγιάς
γινόταν το πρώτο μπάρκο. Έπρεπε να έχουν έτοιμη την παραγγελία για τον έμπορο. Το
πρωί στο χωράφι για να κόψουν τα ώριμα. Μετά κουβάλημα στην καλύβα με τα ζώα. Έπειτα
το άπλωμα στα καλαμωτά για να ξεραθούν. Νεροκουβάλημα, πότισμα των ζώων,
μαγείρεμα, δουλειές ατελείωτες. Ιδρώτας, σφήκες, μύγες, αγκάθια, χώμα, σκόνη.
Πόση σκόνη, Θεέ μου! Μια βουτιά στο κύμα και το απόβραδο το μπρούλιασμα, να
ετοιμαστούν οι τσαπέλες. Τι ζωή!
Η μάνα της ακούραστη. Με το τραγούδι
στο στόμα. Με το τραγούδι να βάλει το τσουκάλι, με το τραγούδι ν’ απλώσει τα
σύκα, με το τραγούδι να ζυμώσει στη σκάφη, με το τραγούδι ν’ ανοίξει το φύλλο
για τις χυλοπίτες, όλα της με το τραγούδι. Τρεις μέρες πριν της Παναγιάς,
σταματούσαν. Πρώτα γενική καθαριότητα. Μετά ετοίμαζαν τα κουλούρια και τις
δίπλες, ο πατέρας έσφαζε το αρνί και ανήμερα το βάζανε στο φούρνο με σταφίδες.
Το πιο γλυκό κρέας του κόσμου. Η μάνα της αεικίνητη, πάντα με ένα
τραγούδι. Με το τραγούδι στο στόμα πήγε.
«Τα χίλια καλά να κάνεις», η στερνή ευχή της. Η ζωή της μια προσφορά. Ένα δάκρυ
της ξέφυγε και κύλησε πάνω στο καλαμάκι του καφέ.
Ο πατέρας στο κουβάλημα. Να φορτώσει
τη φοράδα, να κουβαλήσει τα σύκα, να πάει τις τσαπέλες για ζύγισμα, να τσακωθεί
με τον έμπορο για την τιμή. Και μετά να ξοφλήσει το αλεύρι, το ρύζι, το
πετρέλαιο για τη λάμπα, τα τσιγάρα του και τον ξιδιά με τη ρέγκα που κουτσόπινε
τα βράδια στον καφενέ. Με τον ξιδιά στο λαρύγγι έμεινε ένα βράδυ. Κι άλλο
δάκρυ.
Ήταν καλούτσικη στα γράμματα. Τη
στείλανε στην Αθήνα να ξεφύγει. Γραφομηχανή, υπολογιστές, πήρε και το Lower, βρήκε δουλειά σε μια εταιρία,
κακοπληρωμένη, ίσα-ίσα έβγαζε ενοίκιο και φαγητό. Όσο ζούσανε, της στέλνανε πού
και πού ένα πακέτο με διάφορα από το χωριό. Όταν το λάβαινε, έκλεινε τα παράθυρα
και το άνοιγε προσεκτικά, για να μη σκορπίσουν οι αγαπημένες μυρωδιές. Δεν τις
χόρταινε: ο φούρνος, το ψωμαδιό, η ρεματιά με τη ρίγανη, ο ξινός τραχανάς, τα
μελίσσια. Όλα ήθελε να τα νιώσει, ακόμα και τη βρωμιά του κοτετσιού, την
κολλημένη πάνω στα αυγά.
Τα κουτσόβγαζε. Σχέσεις ελάχιστες, επιδερμικές,
που δεν στέριωσαν. Μπροστά στη μεγάλη απόφαση, όλοι την έκαναν. Τα χρόνια
πέρασαν, οι γονείς έφυγαν. Πρώτα η μάνα, έξι μήνες μετά ο πατέρας. Ξεπούλησε το
συκοχώραφο, ξεχρέωσε κάτι λίγα χρέη που της είχαν αφήσει. Τα υπόλοιπα τα έπαιξε
στο χρηματιστήριο. Σε σίγουρα χαρτιά, τη βεβαίωνε η τότε σχέση της, η τελευταία
της ευκαιρία για κάτι σοβαρό. Ανέμου καπνού γίνανε και τα λεφτά από το
συκοχώραφο και η «σοβαρή» σχέση. Ευτυχώς, είχε τη δουλειά της. Εταιρία αξιοπρεπής
με σταθερή πελατεία. Με τα χρόνια ανέλαβε υπεύθυνο πόστο με καλό μισθό. Αγόρασε
με δάνειο ένα δυάρι στην Ηλιούπολη -όχι δυάρι, δυομισάρι- στον τέταρτο, με
μεγάλο μπαλκόνι, και αγνάντευε το Σαρωνικό ελπίζοντας να στεγάσει και κάποιον
έρωτα.
Ένα χέρι στον ώμο διέκοψε το ρεμβασμό
της. Κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει 12.15. Σηκώθηκε αμέσως με ένα συγγνώμη στο
στόμα.
«Μαιρούλα, δέκα λεπτά είναι το
διάλειμμα για τσιγάρο», μουρμούρισε το αφεντικό και της έδειξε τις παραγγελίες
στην οθόνη. Έτρεξε στην καφετιέρα κι άρχισε να τις ετοιμάζει. Φραπέ,
καπουτσίνο, εσπρέσο και ξανά από την αρχή. Ένα κορμί που ξεφλουδιζόταν στην
αμμουδιά, φώναξε με θυμό: «Ακόμα ο φρέντο;». Ξεπέταξε τις παραγγελίες στα
γρήγορα και βγήκε από την καντίνα να φέρει αναψυκτικά από το κασόνι. Η ματιά
της έπεσε πάλι στην κυρά-Αντώνα. Κόντευε να ξεπουλήσει τα κουλούρια. Στο μυαλό
της όρμησε ξανά η ζωή της.
Σαν ξέσπασε η κρίση, στην εταιρία τής
ανακοίνωσαν ορθά-κοφτά: ή μείωση μισθού ή φεύγεις. Τελικά, έγιναν και τα δύο.
Και ο μισθός της μειώθηκε και ένα χρόνο μετά απολύθηκε. Επίδομα ανεργίας για τα
καθημερινά, η αποζημίωση για τις δόσεις του σπιτιού και στη γύρα. Απολύτως
τίποτε! Έχασε και το δυομισάρι της Ηλιούπολης. Στα 45 της γύρισε στο χωριό, στο
χαμόσπιτο που μεγάλωσε. Άνεργη, ανύπαντρη, ανέραστη, άκληρη, ανέστια και
άφραγκη. Το στερητικό «άλφα» έγινε μέρος της ζωής της. Μεροκάματα από δω και
από εκεί, λαντζέρισσα, σερβιτόρα, καθαρίστρια. Μεροδούλι, μεροφάι.
«Μαιρούλα, πάλι ταξιδεύεις;», τη σκούντησε
ο καντινιέρης. «Κοίτα! Μην έρθεις αύριο». Τρίτωσαν οι πίκρες: καφές, τσιγάρο,
απόλυση. Τρία δώρα για τη γιορτή της. Στην τηλεόραση σφάζονταν για την
αναγκαιότητα των περικοπών, για τα ισοδύναμα, για τα μέτρα κατά της
ανθρωπιστικής κρίσης και άλλα αδιάφορα.
Το βραδάκι τράβηξε κατά το νεκροταφείο.
Βρήκε το καντήλι των γονιών της αναμμένο. Παραξενεύτηκε.
«Μαιρούλα, Χρόνια πολλά!», η
κυρά-Αντώνα ξεπρόβαλε πίσω από το ναό κρατώντας ένα κουτί σπίρτα. Άναβε τα
καντήλια. Έβγαλε ένα αμυγδαλωτό από την τσέπη και της το έδωσε. «Χρονιά πολλά!»,
της ξαναείπε, «της Παναγιάς, αύριο, το ξέχασες; Βοήθα με να τελειώσω με τα
καντήλια και μετά πάμε να πιούμε μια δροσερή λεμονάδα».
Η κυρά-Αντώνα η καντηλανάφτισσα, η
παλιά γειτόνισσα, που το μεσημέρι πούλαγε κουλούρια με κασέρι στους τουρίστες, της
έδωσε ένα αμυγδαλωτό και την κάλεσε να πιουν σπιτική λεμονάδα.
Υπήρχε, λοιπόν, τουλάχιστον ένας
άνθρωπος που θυμήθηκε τη γιορτή της. Ο Διογένης με το φανάρι του, τον είχε
εντοπίσει άραγε;
Θοδωρής
Μπελίτσος, 15 Αυγούστου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου