Τα τελευταία χρόνια κουραζόταν εύκολα στο μάζεμα της ελιάς. Το κατσώνι δεν υπάκουε πλέον πρόθυμα στα κελεύσματά του. Το χάραμα, αντί να τον βρίσκει στο δρόμο για το Μούσκοβο, καβάλα στον Ντορή, όπως παλιά, τον έβρισκε στο τζάκι, να πυρώνεται και να γκρινιάζει με τη Βασίλω, τη γριά του, τάχα γιατί είχε αργήσει να του ψήσει τον καφέ. Εκείνη τον συγχωρούσε. Είχε υπομονή. Μια ζωή υποχωρούσε. Είχε μάθει να τον καταφέρνει με τον τρόπο της, όχι με συγκρούσεις και εκνευρισμούς.