Μόλις έφτασε στην αποβάθρα,
ακούμπησε τη βαλίτσα και κοίταξε το μεγάλο ρολόι του σταθμού. Ήταν έξι παρά
είκοσι. Είχε τρία τέταρτα ακόμα ώσπου να περάσει η ταχεία. Θα σταματούσε, θα επιβιβαζόταν
και θα έφευγε μακριά. Κάθισε στο γνώριμο παγκάκι, στην άκρη του υπόστεγου. Από
εκεί μπορούσε να βλέπει τη γραμμή ως πέρα στη μεγάλη στροφή, εκεί όπου
ξεκινούσε το δάσος με τις αγριοκαστανιές.