Βγήκα να καπνίσω το τελευταίο μου τσιγάρο.
Νύχτα, στη μέση μεγάλου δρόμου.
Η δενδροστοιχία ακίνητη από το κρύο,
μόνο, κάποιος στεκόταν παράμερα,
κρατώντας μια φλογίτσα, ν’ ανάψω.
Ξημέρωνε Χριστούγεννα, και άκουγες
φωνές από χαρούμενες παρέες.
Έκοψα βήμα για ν’ ακούσω.
Λίγο ανάμνηση, λίγο νοσταλγία,
λίγο ο φόβος νύχτας και μοναξιάς.
Οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο γνωστές
μιλούσαν για μένα λέγοντας τ’ όνομά μου,
με πλησίασαν και μπήκα ανάμεσά τους.
Πάλεψα με πολλές φωνές, πολλές ώρες,
αγωνίστηκα να βλέπω τη σκιά μου,
να κρατώ στ’ αυτιά μου τις αγαπημένες φωνές.
Όταν ξύπνησα, κατάλαβα, πως με είχε ξαναγεννήσει η αγάπη.
Η νύχτα είχε φύγει πιά, η απέναντι βουνοκορφή
είχε φρέσκο χιόνι, ο ήλιος έσβηνε κάθε σκιά,
είχα κι εγώ ένα στασίδι στην γιορτή της Ζωής.
Έγινα ευσυγκίνητος, το καθετί μ’ έκανε να δακρύζω
καθώς μπροστά μου περνούσαν χιλιάδες εικόνες.
Τι να συγκριθεί, με τα μεγάλα ή τα μικρά της Ζωής;
Με το άγγιγμα των χεριών που σ’ αγαπάνε.
Με φωνές και χαμόγελα που βγαίνουν απ’ τις καρδιές.
Με το αεράκι που αλλάζει χρώμα στη Θάλασσα.
Το νυχτο-περπάτημα των άστρων του Αυγούστου.
Τα πολύχρωμα ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού.
Το τσίγκρισμα των ποτηριών στο καρώ τραπεζομάντηλο μιας ταβέρνας.
Ο Ήλιος! Ο Ήλιος, πάνω απ’ τα καταπράσινα φιντάνια του σταριού.
Η αναμφίβολη ευτυχία κ’ η ελπίδα ν’ ανασαίνεις,
η σιγουριά να περιμένει η κάθε νύχτα, μια καινούργια αυγή!
Νύχτα, στη μέση μεγάλου δρόμου.
Η δενδροστοιχία ακίνητη από το κρύο,
μόνο, κάποιος στεκόταν παράμερα,
κρατώντας μια φλογίτσα, ν’ ανάψω.
Ξημέρωνε Χριστούγεννα, και άκουγες
φωνές από χαρούμενες παρέες.
Έκοψα βήμα για ν’ ακούσω.
Λίγο ανάμνηση, λίγο νοσταλγία,
λίγο ο φόβος νύχτας και μοναξιάς.
Οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο γνωστές
μιλούσαν για μένα λέγοντας τ’ όνομά μου,
με πλησίασαν και μπήκα ανάμεσά τους.
Πάλεψα με πολλές φωνές, πολλές ώρες,
αγωνίστηκα να βλέπω τη σκιά μου,
να κρατώ στ’ αυτιά μου τις αγαπημένες φωνές.
Όταν ξύπνησα, κατάλαβα, πως με είχε ξαναγεννήσει η αγάπη.
Η νύχτα είχε φύγει πιά, η απέναντι βουνοκορφή
είχε φρέσκο χιόνι, ο ήλιος έσβηνε κάθε σκιά,
είχα κι εγώ ένα στασίδι στην γιορτή της Ζωής.
Έγινα ευσυγκίνητος, το καθετί μ’ έκανε να δακρύζω
καθώς μπροστά μου περνούσαν χιλιάδες εικόνες.
Τι να συγκριθεί, με τα μεγάλα ή τα μικρά της Ζωής;
Με το άγγιγμα των χεριών που σ’ αγαπάνε.
Με φωνές και χαμόγελα που βγαίνουν απ’ τις καρδιές.
Με το αεράκι που αλλάζει χρώμα στη Θάλασσα.
Το νυχτο-περπάτημα των άστρων του Αυγούστου.
Τα πολύχρωμα ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού.
Το τσίγκρισμα των ποτηριών στο καρώ τραπεζομάντηλο μιας ταβέρνας.
Ο Ήλιος! Ο Ήλιος, πάνω απ’ τα καταπράσινα φιντάνια του σταριού.
Η αναμφίβολη ευτυχία κ’ η ελπίδα ν’ ανασαίνεις,
η σιγουριά να περιμένει η κάθε νύχτα, μια καινούργια αυγή!
Θοδωρής Βουτσάς
Βόλος, 17 Γενάρη 2020
Εστάλει από Samsung tablet.