Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Θοδωρής Βουτσάς: "Στην γιορτή της Ζωής"



Βγήκα να καπνίσω το τελευταίο μου τσιγάρο.
Νύχτα, στη μέση μεγάλου δρόμου.
Η δενδροστοιχία ακίνητη από το κρύο,
μόνο, κάποιος  στεκόταν παράμερα,
κρατώντας μια φλογίτσα, ν’ ανάψω.

Ξημέρωνε Χριστούγεννα, και άκουγες
φωνές από χαρούμενες παρέες.
Έκοψα βήμα για ν’ ακούσω.
Λίγο ανάμνηση, λίγο νοσταλγία,
λίγο ο φόβος νύχτας και μοναξιάς.

Οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές, πιο γνωστές 
μιλούσαν για μένα λέγοντας τ’ όνομά μου,
με πλησίασαν και μπήκα ανάμεσά τους.
Πάλεψα με πολλές φωνές, πολλές ώρες,
αγωνίστηκα να βλέπω τη σκιά μου,
να κρατώ στ’ αυτιά μου τις αγαπημένες φωνές.

Όταν ξύπνησα, κατάλαβα, πως με είχε ξαναγεννήσει η αγάπη.
Η νύχτα είχε φύγει πιά, η απέναντι βουνοκορφή
είχε φρέσκο χιόνι, ο ήλιος έσβηνε κάθε σκιά,
είχα κι εγώ ένα στασίδι στην γιορτή της Ζωής.

Έγινα ευσυγκίνητος, το καθετί μ’ έκανε να δακρύζω
καθώς μπροστά μου περνούσαν χιλιάδες εικόνες.
Τι να συγκριθεί, με τα μεγάλα ή τα μικρά της Ζωής;
Με το άγγιγμα των χεριών που σ’ αγαπάνε.
Με φωνές και χαμόγελα που βγαίνουν απ’ τις καρδιές.

Με το αεράκι που αλλάζει χρώμα στη Θάλασσα.
Το νυχτο-περπάτημα των άστρων του Αυγούστου.
Τα πολύχρωμα ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού.
Το τσίγκρισμα των ποτηριών στο καρώ τραπεζομάντηλο μιας ταβέρνας.
Ο Ήλιος! Ο Ήλιος, πάνω απ’ τα καταπράσινα φιντάνια του σταριού.

Η αναμφίβολη ευτυχία κ’ η ελπίδα ν’ ανασαίνεις,
η σιγουριά να περιμένει η κάθε νύχτα, μια καινούργια αυγή!

Θοδωρής Βουτσάς
Βόλος, 17 Γενάρη 2020




Εστάλει από Samsung tablet.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Το μπαλωμένο σακάκι


Vincent van Gogh, "Γέρος σε θλίψη" 


Όταν κατάπεσε, οι κόρες του ξεκίνησαν να ξεκαθαρίζουν τα δωμάτια από τη σαβούρα. Πετούσαν, πετούσαν, πετούσαν... Τρεις ημέρες κουβαλούσαν στα σκουπίδια μαύρες σακούλες και τελειωμό δεν είχαν. Ογδόντα έξι χρονώ ο παππούς, γίνεται να χωρέσουν ογδόντα έξι χρονώ αναμνήσεις σε λίγες μαύρες σακούλες; Δεν γίνεται. Εκείνος, καθηλωμένος στην κρεβατοκάμαρα, τον μοναδικό πλέον χώρο που χρησιμοποιούσε, τις άκουγε να σκορπίζουν τη ζωή του στα σκουπίδια χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Γινόταν παρελθόν, πριν ακόμα αναχωρήσει από τη ζωή.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Μνήμες Κουκκινιώτικες


Έγειρε ο ήλιος στο χωριό της μάνας κι όπου νάναι...

Οι ψαρόβαρκες θα φανούν πίσω απ' το βράχο, 
γιομάτες γόπα και μαρίδα.

Οι γυναίκες θα βγουν στη ρούγα να πλέξουν κοφινέλα 
και να μαντάρουν κάλτσες.

Οι γιαγιάδες θα λύσουν το τσεμπέρι 
και θ' απλώσουν παλιές ιστορίες στο μουράγιο.

Οι παππούδες θ' ανάψουν με το τσακμάκι το τσιγάρο 
και θα κεραστούν ένα τελευταίο ποτήρι κρασί.

Και τα παιδιά, αχ τα παιδιά, θα τιτιβίζουν στ' ακροθαλάσσι 
και θα γεμίζουν με πατρίδα τα πλεμόνια τους

Έγειρε ο ήλιος στο χωριό της μάνας
Βγήκα στο ξάγναντο προσμένοντας, γιατί όπου νάναι...

Μα δεν φάνηκε κανείς
Ούτε η μάνα...

Θ. Μπελίτσος, καληνύχτα.
----------
*Η φωτογραφία "Κούκκινος. Ηλιοβασίλεμα του Γενάρη" είναι από τη σελ. "Αβία-Ιρή" στο FB.