Στη μνήμη του Ζακ.
Έσφιξε το σακίδιο στην πλάτη και άρχισε να τρέχει. Ένα καρβέλι είχε, λίγα κέρματα και ένα βιβλίο με παραμύθια, δώρο του παππού του. Αλλά εκείνοι δεν το ήξεραν. Η πλατεία είχε γεμίσει πάλι από φουσκωμένα μπράτσα με τατουάζ. Μανιασμένα μαρσαρίσματα κυνηγούσαν μελαμψές φιγούρες. Γωνία Χέυδεν και Φυλής τον πρόφτασε ένα ξύλινο κοντάρι και τον έριξε στο πεζοδρόμιο.
«Άρπα τη, μωρή
σκουριά!», γκάριξε ένα λαρύγγι.
Απέναντι στο
Ινδικό εστιατόριο είχανε σπάσει την τζαμαρία και κάνανε πλιάτσικο. Ένα μπράτσο τράβηξε
με δύναμη το σακίδιο από την πλάτη του. Ένιωσε τα χέρια του να ξεκολλάνε από τους
ώμους. Έβγαλε μια κραυγή και λιποθύμησε.