Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ξημέρωναν Χριστούγεννα


Είχε ξεχάσει το φως της σκάλας αναμμένο. Μόλις έσβησε το πορτατίφ το κατάλαβε, καθώς φάνηκε η ανταύγεια στη χαραμάδα της πόρτας. Το φως περνούσε κάτω από τη χαραμάδα κι έφτιαχνε ένα τριγωνικό σχήμα, σαν δέντρο ένα πράγμα, χριστουγεννιάτικο, στολισμένο με χρωματιστές γραμμούλες από τις ανταύγειες που άφηνε το χαλάκι της πόρτας. Ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο πάτωμα. Προς στιγμή μια ελπίδα σπίθισε μέσα του. Πως κάποια από τις δυο ντάμες τον είχε θυμηθεί και είχε έρθει. Πως είχε μπει από την αυλόπορτα και είχε ανάψει το φως της σκάλας. Αφουγκράστηκε κρατώντας την ανάσα του. Η απόλυτη ησυχία έσβησε τη στιγμιαία ελπίδα του. Έπειτα θυμήθηκε πως ο ίδιος είχε ξεχάσει τη λάμπα αναμμένη, το σούρουπο, όταν γύρισε από το καφενείο.
Ο Σταμάτης τον είχε κερδίσει στο τάβλι και ήταν κακόκεφος. Πώς να κερδίσει; Ήταν ζάρι αυτό απόψε; Ασσόδυο, τριόδυο κι ο άλλος εξάρες, τριάρες. Πώς να κερδίσει;
Ασσόδυο, και οι μέρες του. Ένα χάπι το πρωί για το ζάχαρο και δυο το μεσημέρι για την καρδιά.
Ασσόδυο, και η ζωή του. Μια γυναίκα, δυο κόρες. Ένας άσσος σπαθί και δυο ντάμες: ντάμα κούπα και ντάμα μπαστούνι.