Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Οδός Νικηταρά, σκόρπιες μνήμες

 

Άνω Δάφνη, Νικηταρά και Ακροπόλεως

Οδός Νικηταρά, Άνω Δάφνη, στη συμβολή με την Ακροπόλεως

  Με αφορμή ένα αγγελτήριο εκδημίας, της 82χρονης Ευθυμίας Κουσουρή, παλιές, λησμονημένες μορφές και εικόνες κατέκλυσαν το εσωτερικό μου σύμπαν και είπα να τις μοιραστώ. Σχετίζονται κυρίως με τα τρία, έρημα πλέον, ακίνητα στα νούμερα 1, 3 και 5 της οδού Νικηταρά, που στέκουν, για πόσο ακόμα άραγε, βουβοί μάρτυρες του παρελθόντος.


Νικηταρά 1.

  Με την Ευθυμούλα, όπως την αποκαλούσαν οι πιο παλιοί γειτόνοι, μια καλημέρα είχαμε, τίποτα περισσότερο. Κατοικούσε στην οδό Νικηταρά 1, όπου ως την δεκ. 70 περίπου στο ισόγειο είχε μπακάλικο ο πατέρας της, ο κυρ Γιώργης Κουσουρής. Τυπικός παντοπώλης της παλιάς εποχής, πανέξυπνος, χαμογελαστός, γεροδεμένος αλλά ευέλικτος κι αεικίνητος, με μια ολόσωμη μισολερωμένη ποδιά, ελισσόταν ανάμεσα στα τσουβάλια με τα όσπρια, στα βαρέλια με το τυρί και τα παστά και στα κασόνια κι εξυπηρετούσε με τη βοήθεια της "Κουσουρίνας", της οποίας το όνομα δεν διέσωσε η μνήμη μου. Ζύγιζε, δίπλωνε και με ένα μικρό μολύβι που είχε μόνιμα στο αυτί, έγραφε τα ποσά και τα πρόσθετε. 

  Δυο σκηνές έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Η πρώτη είναι να ρωτά τη μάνα μου αν συμφωνεί με την πρόσθεση, διότι αν και του δημοτικού, εκείνη τα υπολόγιζε στο μυαλό της χωρίς λάθος. "Πιθανότερο είναι να κάνω εγώ λάθος, παρά η κυρά-Κική", έλεγε. Η δεύτερη σκηνή είναι να προσπαθεί να εντοπίσει τι και πού το είχε κρύψει η Δημητρακάκαινα που έμενε απέναντι στην Ακροπόλεως, σύζυγος ενός εύπορου φαρμακοποιού, αλλά κλεπτομανής. Πάντα κάτι έκρυβε στις τσέπες της φούστας της: μια κονσέρβα, ένα λεμόνι, δυο καρύδια... 

  Ο Κουσουρής, όταν έκλεισε το μπακάλικο, ζούσε πολλούς μήνες στο χωριό του, στην Αρκαδία νομίζω. Ένα αγροτικό ατύχημα του άφησε μια αναπηρία και μετά δεν έζησε πάρα πολύ. Αντίθετα η γυναίκα του έφτασε ως τα 90. Το μαγαζί νοικιάστηκε για διάφορες χρήσεις κατά καιρούς: εμπορικό με ρούχα, γραφείο τελετών, αποθήκη ανταλλακτικών κ.ά. 


 Από αριστερά: Νικηταρά 1, 3 και 5


 
Νικηταρά 3.

  Η επαφή μου ως παιδί και οι μνήμες από την οδό Νικηταρά οφείλονται κυρίως στην οικογενειακή φιλία των γονιών μου με το ζεύγος του Αντώνη και της Ευαγγελίας Γαβαλά που κατοικούσαν στη Νικηταρά 3, δίπλα στου Κουσουρή. Στο σπίτι τους, σε ένα δωμάτιο στην αυλή, έμενε ο πατέρας μου ως εργένης για λίγα χρόνια την δεκ. '50. Μετά από τον πατέρα μου έμεινε ο κ. Θάνος Μανιάτης που τώρα έχει σπίτι Άρτης και Κιουπετζόγλου, έπειτα ο υδραυλικός Βαγγέλης Γαζοράκης με τα αδέρφια του και τελευταία η κ. Καλλιόπη συγγενής του Στεφάτου. 

  Η γνωριμία αυτή συνεχίστηκε και μετά το γάμο των γονιών μου κι εξελίχθηκε σε φιλία που διατηρήθηκε ισόβια. Τις Κυριακές μετά τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό στην Ζωοδόχο Πηγή, σχεδόν πάντα κάναμε στάση για καφέ στην αυλή τους ή στην κουζίνα. Εκεί μαζεύονταν πολλές κοντογειτόνισσες: η Κουσουρίνα, η Δημητρακάκαινα, η Μαρί μια δυναμική Αρμένισσα που είχε το ψαράδικο στην Ακροπόλεως, η Αγγέλα Καραγιαννάκη, μητέρα του φροντιστή Ζαχαρία Νικολάου, μια δυναμική γυναίκα που κάπνιζε, κατέβαινε υποψήφια δημοτική σύμβουλος κι έλεγε ιστορίες από της θηριωδίες των Γερμανών στην Κρήτη, η αδερφή της η Παρασκευή Κυριακάκαινα, η κυρά Πολυξένη μια Σμυρνιά μανάβισσα που έπινε πολύ, η χήρα Γρύσπου που έμενε δίπλα στο νο 5 κ.ά. 

  Εκτός από τα τρέχοντα κουτσομπολιά που δεν πολυπρόσεχα, αφηγούνταν παλιές ιστορίες από τα χωριά τους, από την προσφυγιά ή από την Κατοχή. Εκεί πρωτοάκουσα για το μπλόκο των Γερμανών στο Φάρο, τις αγριότητες, τις εκτελέσεις, τις συλλήψεις, τις μεταφορές των ανδρών στα στρατόπεδα εργασίας. Κι ο κυρ-Αντώνης είχε συλληφθεί αλλά δεν τον έστειλαν στη Γερμανία και γλίτωσε. 

  Ο κυρ-Αντώνης Γαβαλάς ήταν ένας καλοκάγαθος τύπος από την Ανάφη. Δούλευε στην ποτοποιία του Κατσάρου και συμπλήρωνε το εισόδημά του, κι αργότερα τη σύνταξή του, φτιάχνοντας κολώνιες στο σπίτι του. Στις τσέπες του είχε πάντα κάτι για μας τα παιδιά: μπισκότα, σοκολάτες, καραμέλες, ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι, έναν εργολάβο και σπανιότερα έναν αστακό, το πιο απρόσιτο για το λαϊκό βαλάντιο παιδικό γλύκισμα. Δυστυχώς, δεν έζησε πολύ. Απεβίωσε γύρω στο 1977, λίγα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, από καρκίνο στομάχου, που πυροδοτήθηκε από τα άφιλτρα '22 αντινικότ τσιγάρα που κάπνιζε κι από την έμφυτη αρρωστοφοβία του: είχε φαρμακάκια, όπως έλεγε, για πάσα νόσο, και τα έπαιρνε με το παραμικρό. Η κ. Ευαγγελία (από την Αμοργό, το γένος Πρασίνου) έφτασε σε βαθιά γεράματα.

Νικηταρά 3 (οικία Γαβαλά) και 5 (οικία Γρύσπου)


Νικηταρά 5.

  Ακριβώς δίπλα στο νο 5 ζούσε μια μόνιμα μαυροφορεμένη γυναίκα με το γιο της, τον Δημοσθένη Γρύσπο. Ήταν μικρασιάτισσα και αναζητούσε ένα συγγενή της, νομίζω τον αδερφό της που είχε μείνει πίσω το 1922. Την δεκ. '60, αν και είχαν περάσει 40 χρόνια, έλπιζε ακόμα κι άκουγε κάθε μέρα τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. 

  Ήταν μόνη, είχε αγκιστρωθεί στο γιο της τον Δημοσθένη και τελικά του έγινε βαρίδι. Ο δυστυχής δεν μπόρεσε ποτέ να αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο και δεν είχε καλή τύχη.

  Τρία σπίτια νεκρά με πόρτες σφαλιστέςμιας λαϊκής γειτονιάς στην οδό Νικηταρά στην Άνω Δάφνη, στη συμβολή με την Ακροπόλεως, που κουβαλούν λησμονημένες ιστορίες, θυμήθηκα σήμερα.

  Ποιος νοιάζεται, θα μου πεις;

Θ. Μπελίτσος, 12.2.2024.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου