Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Συνδρομή των Λημνίων εν γένει


Ο ευεργετισμός στη Λήμνο

Ο ευεργετισμός των Λημνιών είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο είναι αδύνατον να καλυφθεί σε μια ομιλία. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω σε γενικές γραμμές την γιγάντια κοινωνική προσφορά των Λημνιών ευεργετών. Όμως, το θέμα είναι πρακτικά αδύνατον να καλυφθεί, διότι στην ουσία κάθε κοινωφελές έργο που πραγματοποιήθηκε στο νησί από τις αρχές του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ου έγινε είτε χάρη στη γενναία οικονομική συνεισφορά ενός εύπορου Λημνιού μετανάστη είτε με την συνδρομή μικροποσών από εκατοντάδες ανώνυμους Λημνιούς της διασποράς.

Ήδη από το 1817 αναφέρεται πως την αλληλοδιδακτική σχολή του Κάστρου συντηρούσε ο Λημνιός πρόκριτος Ιωάννης Κατακουζηνός με 1000 άσπρα το χρόνο. Παράλληλα, από τα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχε το «Κοινόν της Πολιτείας Λήμνου», ένας οργανισμός ο οποίος διαχειριζόταν κεφάλαια προς όφελος της Σχολής, τα οποία προέρχονταν από τα εισοδήματα του κοινοτικού κτήματος Μητρόπολις και από τις χορηγίες εύπορων κατοίκων. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα κύρια πηγή χρηματοδότησης κοινωφελών έργων ήταν οι καραβοκύρηδες και οι έμποροι στην Τεργέστη και σε άλλες ιταλικές πόλεις, στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Σμύρνη αλλά και στην Ερμούπολη της Σύρου. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι καπεταναίοι, όπως ο Παλαιολόγου, ο Γαροφάλλου, ο Χατζή-Μαυρουδής, ο Κομνηνός, ο Βουλγαρίτσας, ο Ρεΐζης, ο Ράλλης, ο Ψαρώφ, κάποιοι από τους οποίους είχαν πάρει μέρος και στο ναυτικό αγώνα της εθνεγερσίας του Εικοσιένα. Αυτοί αφενός επιχορηγούσαν αδρά τη λειτουργία των σχολών αφετέρου διακινούσαν με τα πλοία τους καταστάσεις με την επίσημη σφραγίδα του Κοινού, όπου κατέγραφαν τις συνδρομές των Λημνιών τις οποίες συνέλεγαν στα λιμάνια που έπιαναν. Για την πιστοποίηση της αυθεντικότητάς τους, οι καταστάσεις αυτές συνοδεύονταν από μια έκκληση με τις υπογραφές των εφοροεπιτρόπων και των δημογερόντων, όπως η παρακάτω του 1845, την οποία σας διαβάζω:

«Παρακαλούμεν τους ομογενείς μας φιλομούσους Χριστιανούς εμπόρους, τεχνίτας, πλοιάρχους και ναύτας και παντός επαγγέλματος, ίνα συνδράμωσιν ευχαρίστως προς βοήθειαν της νεοανεγερθείσης ημών πτωχής Σχολής, καταχωρούντες ιδιοχείρως εις το παρόν έγγραφον, κομιζόμενον παρά του ημετέρου πλοιάρχου [όνομα] τα προσφερόμενα ποσά και τα ονόματα, δια να καταχωρισθώσιν εις το βιβλίον των συνδρομών και μνημονεύονται δια παντός».

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η μεταναστευτική ροή στρέφεται προς την Αίγυπτο, οπότε στο εξής την κύρια πηγή χορηγιών, δωρεών και ευεργεσιών αποτελούν οι Αιγυπτιώτες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα και κυρίως μετά το 1922, σημαντική υπήρξε η συμβολή των Λημνιών της Αμερικής και μεταπολεμικά της Αυστραλίας, του Καναδά και της Νότ. Αφρικής είτε μεμονωμένα είτε μέσω των σωματείων που έχουν ιδρύσει.

Εκτός από τα έργα παλλημνιακού χαρακτήρα, τα οποία συντόνιζε η Κεντρική Επιτροπή, για τα επιτόπια έργα (π.χ. για την κατασκευή μιας κρήνης, τη μεταφορά του νερού από μακρινή πηγή, για την επισκευή του ναού ή την αγορά εξοπλισμού για το σχολείο) τους εράνους διενεργούσε η τοπική επιτροπή κάθε χωριού, στέλνοντας ένα έμπιστο άτομο στην Αίγυπτο εφοδιασμένο με σφραγισμένες καταστάσεις να συλλέξει τις συνδρομές. Καθώς η συνήθεια αυτή είχε γενικευτεί, προς το τέλος του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν και απατεώνες που διενεργούσαν εράνους με πλαστές σφραγίδες, με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει η Λημνιακή Αδελφότητα και να ειδοποιεί μέσω του τύπου ή από τους ναούς να μην εμπιστεύονται τον πάσα ένα συλλογέα συνδρομών.

Παρά τα κάποια παρατράγουδα, οι Λημνιοί της διασποράς είτε μεμονωμένα είτε μέσω εράνων είτε μέσω των σωματείων τους χρηματοδοτούσαν δημόσια έργα στη Λήμνο, κυρίως στην εκπαίδευση και στην ανέγερση ναών αλλά και έργα ύδρευσης, οδοποιίας, περίθαλψης και κοινωνικής πρόνοιας γενικότερα: συσσίτια, προικοδοσία απόρων κοριτσιών κλπ.

Τα αποτελέσματα της παλλημνιακής συστράτευσης υπήρξαν εντυπωσιακά. Το 1906 ο ιστορικός Αργύριος Μοσχίδης σχολιάζει σε ένα άρθρο του: «Κολοσσιαία εν σχέσει προς τον πληθυσμόν και το περιβάλλον είναι τα ποσά τα οποία από του 1855 και εντεύθεν εδαπανήθησαν υπέρ της ανεγέρσεως και διακοσμήσεως ναών και σχολών». Αλλά και ένας ανώνυμος Λήμνιος το 1911 έγραφε σε μια εφημερίδα της Αλεξάνδρειας: «Εις απόκεντρα χωρία οι επισκέπται βλέπουσι περικαλλείς ναούς και ωραιότατα νεόδμητα σχολεία επί θελκτικών θέσεων, κατά πολύ ανώτερα των της μεγαλουπόλεως Αλεξανδρείας».

Συγκρίνοντας, λοιπόν, το μέγεθος και την επιβλητικότητα ναών και σχολείων με τα ταπεινά σπιτάκια των χωριών της Λήμνου προκύπτει μια εύλογη απορία: πώς βρέθηκαν τα απαιτούμενα για την ανέγερση κεφάλαια. Η ανέγερση ενός ναού ή μιας σχολής απαιτούσε μεγάλα ποσά. Κατ’ αρχήν ήταν αδύνατη χωρίς την έκδοση σουλτανικού φιρμανίου. Όμως, πάντα προέκυπταν δυσκολίες, κυρίως τυπικού χαρακτήρα, τις οποίες πρόβαλαν ανώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη της κρατικής μηχανής αποσκοπώντας στο μπαξίσι. Με αποτέλεσμα η έκδοση και η ενεργοποίηση του απαραίτητου φιρμανίου να εξελίσσεται σε μια αρκετά δαπανηρή υπόθεση. Αλλά και η εξεύρεση των οικοδομικών υλικών δεν κόστιζε λιγότερο. Αν εξαιρέσει κανείς την πέτρα, την οποία προμηθεύονταν από τοπικά λατομεία, ο ασβέστης, το μάρμαρο και η ξυλεία έπρεπε να μεταφερθούν από αλλού, γιατί το νησί δεν διαθέτει ούτε ασβεστολιθικά πετρώματα ούτε δάση. Αν προστεθούν η αμοιβή του τέκτονα-ναοδόμου, τα εργατικά ημερομίσθια, η αμοιβή του λιθοξόου κλπ έξοδα, ο προϋπολογισμός της κατασκευής ανέβαινε πολύ.

Τα εισοδήματα των κοινοτήτων δεν έφθαναν ούτε για το ξεκίνημα. Π.χ. όταν ξεκίνησε η προσπάθεια ανέγερσης του μητροπολιτικού ναού της Αγ. Τριάδος, η κοινότητα είχε κεφάλαιο 18.000 γρόσια, ενώ υπολόγιζε ότι θα απαιτούνταν πάνω από 400.000 γρόσια. Τα έσοδα από τους ναούς και από τη δημογεροντία ήταν ελάχιστα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην πρωτεύουσα Κάστρο, στον οικονομικό απολογισμό της περιόδου 1903-04, αναφέρεται πλεόνασμα μόλις 10.000 γρ. Στα χωριά, φυσικά, η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη.

Συνεπώς, τα εισοδήματα του νησιού δεν επαρκούσαν ούτε για την ανέγερση μεγάλων ναών ούτε για την ίδρυση και τη συντήρηση σχολείων. Τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν προήλθαν αποκλειστικά από τους Λημνιούς της διασποράς και από τους ναυτικούς. Εμπορική και ναυτική δραστηριότητα στη Λήμνο αναφέρεται από τα μέσα του 18ου αιώνα. Είναι γνωστές συναλλαγές με ιταλικά λιμάνια, ενώ στο νησί υπήρχε ένα είδος εμπορικού συλλόγου. Μετά την καταστροφή του 1770 η οικονομία του νησιού για ένα διάστημα οπισθοδρόμησε.

Όμως στις αρχές του 19ου αιώνα Λημνιοί έχουν ιδρύσει εμπορικούς οίκους σε μεσογειακά λιμάνια (Τεργέστη, Λιβόρνο), στον Εύξεινο Πόντο (Οδησσός, Αζοφική, Γαλάτσι) κι αργότερα, μετά το 1830, στη Σύρο και στην Αίγυπτο. Επίσης έχουν δημιουργήσει στόλο ιστιοφόρων, με τον οποίο εμπορεύονται τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στη Μαύρη Θάλασσα, ο οποίος μεγαλώνει ραγδαία. Από 15 λημνιά πλοία που υπήρχαν το 1813, το 1875 φθάνουν τα 300. Κάποια έχουν ελληνική σημαία, αρκετά φέρουν είτε την οθωμανική είτε την ιδιότυπη γραικοθωμανική κυανέρυθρη παντιέρα που είχε καθιερωθεί το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ή διάφορες ευρωπαϊκές: ρωσική, αυστριακή, βρετανική κλπ. Οι πιο τολμηροί επεκτείνονται και ιδρύουν ναυτιλιακούς κι εμπορικούς οίκους στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη, στη Μασσαλία, στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ, όπως οι Δούκας Παλαιολόγου, Τζων Αντωνιάδης, Δημ. Παρισίδης, Στυλ. Χριστοδουλίδης, Παν. Λασκαρίδης. Άλλοι προσανατολίζονται στον ασφαλιστικό τομέα, όπως ο Αντώνιος Δημητρίου και ο Δημήτριος Γλυκύς στην Τεργέστη, αποκτώντας τεράστιες περιουσίες.

Μετά το 1830 πολλοί μεταναστεύουν στην Αίγυπτο, με την οποία είχαν επαφές από πιο παλιά. Εκεί εμπορεύονται το βαμβάκι, τον καπνό κι άλλα είδη, κάνουν ακόμα και εμπόριο αρχαιοτήτων (σε παρένθεση να αναφέρω πως τακτικός τροφοδότης των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων που έχουν το Μουσείο του Λούβρου και το Βρετανικό ήταν ο Λημνιός συλλέκτης Γιάννης Αθανασίου ή Giovanni d’Athanasi, όπως είχε καθιερώσει να αποκαλείται, ο οποίος το 1836 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του). Οι Λημνιοί αναπτύσσονται γρήγορα στην Αίγυπτο, ιδρύουν εμπορικά καταστήματα, εκτελούν τραπεζικές εργασίες, συνεργάζονται με διεθνείς οίκους.

Πριν από το 1850 ως σημαντικός Λημνιός της Αιγύπτου αναφέρεται ο Νικ. Εμμανουήλ στο Κάιρο και μεταγενέστερα στην Αλεξάνδρεια οι: Τζων Αντωνιάδης που έχει δική του τράπεζα, Ιωάννης Δημητρίου, Κυριάκος Χριστοδούλου, Ιωάννης Παντελίδης και στο Κάιρο: Θεοφάνης Μοσχούδης, Τριαντάφυλλος Τζηρός, Ιωάννης Πανταζόγλου κ.ά. Υπήρχε λοιπόν ένας μεγάλος αριθμός εύπορων Λημνιών της διασποράς, οι οποίοι μόλις οι πολιτικές συνθήκες το επέτρεψαν, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο νησί, στην ανακαίνιση των παλιών ναών, στην ίδρυση σχολείων και γενικά στα κοινοτικά ζητήματα.

Για την καλύτερη οργάνωση αυτής της προσπάθειας οι Λημνιοί της διασποράς είχαν ιδρύσει σωματεία, σκοπός των οποίων ήταν η καλύτερη διαχείριση των κεφαλαίων και η πιο αξιόπιστη και αποτελεσματική χρήση. Από την δεκ. 1860, με αφορμή την ανέγερση του μητροπολιτικού ναού και της νέας Σχολής του Κάστρου συγκροτήθηκε μια τριμελής επιτροπή επιφανών Λημνίων, από τους προύχοντες Ιωάννη Αντωνιάδη, Ιωάννη Δημητρίου και Στυλιανό Γαροφάλλου, την οποία σταδιακά πλαισίωσαν κι άλλοι (Θεοφάνης Μοσχούδης, Ρήγας Ιωαννίδης, Αντώνιος Δημητρίου, Νικόλαος Τζηρός, Κυριάκος Χριστοδούλου, Στυλιανός Χριστοδουλίδης), οι οποίοι αποφάσισαν να στέλνουν στο νησί τα χρηματοδέματα σταδιακά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών και να παρεμβαίνουν όταν παραβιαζόταν ο αρχικός προϋπολογισμός, έχοντας συναίσθηση της δυσκολίας της συγκέντρωσης των κεφαλαίων. Π.χ. δεν συναίνεσαν στο αίτημα της επιτροπής ανέγερσης της Αγ. Τριάδος να φτιαχτεί μαρμάρινο τέμπλο, επισημαίνοντας: «Έχομεν άριστον τέμπλον» και επί πλέον «το μαρμάρινον θ αποτελεί ανορθογραφίαν εις πέτρινους κίονας».

Αυτές οι παρεμβάσεις είχαν κι έναν άλλο σκοπό. Η πρόθυμη ανταπόκριση των Αιγυπτιωτών στις εκκλήσεις για οικονομική συνδρομή δημιουργούσε συχνά αίσθημα ευφορίας στους κατοίκους του νησιού. Οι τοπικοί παράγοντες υπερεκτιμούσαν τις οικονομικές δυνατότητές τους και έκαναν μεγαλόπνοα σχέδια, τα οποία ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Πάλι το μητροπολιτικό ναό θα φέρω ως παράδειγμα. Η επιτροπή αρχικά σκεπτόταν να οικοδομήσει ναό ανάλογο σε μέγεθος με τους ναούς της Σμύρνης κι αναζήτησε εκεί προσφορές. Όταν συνειδητοποίησε το υπέρογκο κόστος, επικράτησαν πιο λογικές σκέψεις. Ένα άλλο θέμα ήταν το θέμα της εμπιστοσύνης. Όταν δεν εμπιστεύονταν τους τοπικούς παράγοντες, αναλάμβαναν προσωπικά τη χρηματοδότηση λειτουργίας σχολείων, χωρίς να μεσολαβεί η τοπική κοινότητα στη διαχείριση. Π.χ. ο Θεοφάνης Μοσχούδης αρχικά και ο Ιωάννης Αντωνιάδης στη συνέχεια συντηρούσαν το Σχολαρχείο Κάστρου επί 35 χρόνια περίπου, από το 1861 ως το 1895.

Από το 1870 αναφέρονται διάφορα βραχύβια οργανωτικά σχήματα, όπως ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος η «Ομόνοια», από τα οποία, το 1886, προέκυψε η Λημνιακή Αδελφότητα στην Αλεξάνδρεια. Πρωτοπόροι της ίδρυσης ήταν οι: Τζον Αντωνιάδης, Παναγιώτης Πολυταρίδης, Ιωάννης Παντελίδης, Κωνσταντίνος Καραγεώργης και ο πρωτοπόρος δημοσιογράφος Νικόλαος Ι. Λήμνιος, εκδότης της εφ. Μεταρρύθμισις, η οποία ήταν η πρώτη σοβαρή ημερήσια εφημερίδα της Αιγύπτου και υπήρξε πρόδρομος του πασίγνωστου Ταχυδρόμου. Η Λημνιακή Αδελφότητα είχε γύρω στα 450-500 μέλη που ζούσαν σε 20 πόλεις της Αιγύπτου, ενώ οι Λήμνιοι της Αιγύπτου ξεπερνούσαν τα 5.000 άτομα. Συγκέντρωσε μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο επένδυσε σε χρεόγραφα που απέδιδαν ετήσιους τόκους 2.700 λιρών στα σχολεία του νησιού. Μετά το θάνατο των Αντωνιάδη και Παντελίδη πέρασε μια περίοδο αδράνειας αλλά το 1905 ξαναζωντάνεψε με πρόεδρο το Νικόλαο Δάλλη και συνέχισε να λειτουργεί ως το 1964.

Πολλά ονόματα μεγάλων ευεργετών είναι γνωστά από τα ευαγή ιδρύματα και οικοδομήματα που άφησαν στη Λήμνο, αρκετά από τα οποία φέρουν το όνομα τους μέχρι σήμερα: Αντωνιάδειο, Παντελίδειο, Παρισίδειο, Χριστοδουλίδειο, Κυδάδειο, Καρατζάδειος Βιβλιοθήκη, Παπουτσίδειο, Γαροφαλίδειο, Σακτούρειο· Στράφτης και Σαρρής ήταν οι βασικοί χρηματοδότες της ανέγερσης του Γυμνασίου. Στα χωριά οι σχολές φέρουν τα ονόματα των ιδρυτών τους: Παλαιολογική στο Σαρπί (Καλλιθέα), Φαμηλιάδειος στις Σαρδές, Δημητριάδειο και Ευαγγελίδειο δυο σχολικά κτίρια στο Κοντοπούλι, Χριστοδούλειο και Φεργαδιώτειο δυο σχολικά κτίρια στο Πορτιανού, Σαράντειο και Παντελίδειο δυο σχολικά κτίρια στον Κορνό, Παπαϊωάννειος στο Ρωμανού, Διαμανταρίδειος στο Ρουσσοπούλι, Στράφτειο στον Κάσπακα, Κοκκινάρειος στη Φισίνη. Ο Καλογεράς ήταν ιδρυτής του σχολείου στο Πεσπέραγο (Παλιό Πεδινό), τα αδέρφια Καλαϊτζή στα Τσιμάνδρια, ο Γαροφάλλου στο Θάνος, ο Μακρής στα Λύχνα, ο Δοκαρέλλης στη Σκανδάλη. Κι ακόμα εκτός από τα σχολεία: η κρήνη Δημητρίου Χάμου στα Θέρμα, το υδραγωγείο και η Δάλλειος κρήνη στο Βάρος, το υδραγωγείο και η κρήνη Χαλαμανδάρη στο Λιβαδοχώρι, η κρήνη Σταματίου Ράλλη στα Σβέρδια (Δάφνη), ο εξοπλισμός της Φιλαρμονικής από τον Παναγιώτη Βέργο. Κι αν επεκταθούμε σε κωδωνοστάσια, εξωραϊσμούς ναών, εξοπλισμούς σχολείων, μαθητικά συσσίτια, ξενώνες για το δάσκαλο, διάνοιξη δρόμων, δωρεές αγροτεμαχίων, θα μας βρει το ξημέρωμα.

Όμως, αξίζει να αναφέρουμε κάποιους από τους προαναφερθέντες, που δεν υπήρξαν ευεργέτες μόνο της Λήμνου αλλά και του ελληνισμού γενικότερα. Αυτούς που την φιλογένεια και τη φιλοκαλία τους την απέδειξαν χρηματοδοτώντας εκδόσεις, έργα τέχνης και πολιτισμού, και τα φιλάνθρωπά τους αισθήματα ιδρύοντας ή επιχορηγώντας κοινωφελή ιδρύματα. Πολύ συνοπτικά:

Ο Ιωάννης Αντωνιάδης χρηματοδότησε τον Κων. Παπαρρηγόπουλο στην έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Επίσης, συνέβαλαν μαζί με τον Ιωάννη Δημητρίου στην ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αλεξανδρείας, χρηματοδότησε ανασκαφές και την ίδρυση του Μουσείου της πόλης, μια αίθουσα του οποίου ονομάστηκε προς τιμήν του ‘Salle Antoniadis’.

Ο Ιωάννης Δημητρίου δώρισε την τεράστια συλλογή του από αιγυπτιακές αρχαιότητες και αρχαία νομίσματα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και στο Νομισματικό, αντίστοιχα.

Το μοναδικό αυθεντικό δείγμα της παραδοσιακής λημνιάς φορεσιάς του 18ου-19ου αιώνα που έχουμε, το οφείλουμε στον Ιωάννη Παντελίδη, ο οποίος το δώρισε στο Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.

Ο Οδυσσεύς Παντελίδης επιχορηγούσε τους θεατρικούς διαγωνισμούς που διοργάνωνε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε έναν από τους οποίους γνώρισαν τις πρώτες τους πανελλήνιες διακρίσεις ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Φώτος Πολίτης.

Ο Αντώνιος Αντωνιάδης δώρισε την έπαυλή του στην Αλεξάνδρεια και το πάρκο που την περιέβαλε στο αιγυπτιακό δημόσιο. Οι Κήποι Αντωνιάδη αποτελούν γνωστό αξιοθέατο. Επίσης, το Αντωνιάδειο Γηροκομείο Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε από δικό του κληροδότημα και δωρεά της αδερφής του, της Μαρίας Αντωνιάδου-Μουσούρου. Η Φαμηλιάδειος Σχολή Αλεξανδρείας ιδρύθηκε από κληροδότημα του Παντελή Φαμηλιάδη από τις Σαρδές. Το Κοκκινάρειο Παρθεναγωγείο Ιμπραημίας ιδρύθηκε από κληροδότημα του Εμμανουήλ Κοκκιναρά από την Φισίνη.

Οι Αιγυπτιώτες Λήμνιοι ήταν φιλότεχνοι και φιλομαθείς. Υπάρχουν ουκ ολίγοι καλλιτέχνες, λογοτέχνες, αρχαιολόγοι, άλλοι από αυτούς γνωστοί στο πανελλήνιο, όπως η φίλη του Καβάφη Ρίκα Σεγκοπούλου-Αγαλιανού από το Κοντοπούλι, οι αρχαιολόγοι Τρύφων Μαραγκός και Ισμήνη Τριάντη, κι άλλοι λιγότερο γνωστοί, όπως ο σκιτσογράφος Κίμων Μαραγκός, οι συγγραφείς Γεώργιος Παντελίδης, Ντίνος Κουτσούμης, Ανδρέας Παλαιολόγος, Θεόφιλος Φραγκόπουλος, ο ζωγράφος Γιάννης Μαγκανάρης.

Είναι αδύνατον να αναφερθούν όλοι και η προσφορά του καθενός. Αρκεί να σας πω ότι στην επιμνημόσυνη δέηση «Υπέρ των μεγάλων ευεργετών και δωρητών των ναών, εκπαιδευτηρίων και του νοσοκομείου Λήμνου» που τελούσε κατά την δεκ. ’50 το Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο αναφέρονται πάνω από 50 ονόματα. Ο κατάλογος είναι μεγάλος και συνεχίζει να διευρύνεται μέχρι τις ημέρες μας: τα βραβεία Νικολάου Τραταρού, το κληροδότημα Βασιλείου Τραταρού, οι μεγάλες δωρεές του Αγοραστού Λαβδαρά από την Αυστραλία προς το Νοσοκομείο και το Παλλημνιακό Ταμείο, η μέγιστη δωρεά του Μουσείου Παιχνιδιού από τον Χρήστο Μπουλώτη, η παλιά και η νέα μεγάλη δωρεά της οικογένειας Γαροφαλλίδη. Σίγουρα κάποιους έχω ξεχάσει.

Πολύ περισσότερα είναι τα ονόματα των ανώνυμων δωρητών, των χιλιάδων Λημνιών της διασποράς, οι οποίοι ενώ προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα βαμβακοχώραφα της Αιγύπτου, στα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής, στα χαλυβουργεία των ΗΠΑ, στις πάμπες της Αργεντινής, στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στις γερμανικές φάμπρικες, στην έρημο της Αυστραλίας, στα εργοστάσια του Καναδά, είτε ήταν παράνομοι εργάτες, παραγιοί σε εμπορικά καταστήματα, κορίτσια παραδουλεύτρες σε πλουσιόσπιτα ή ναυτικοί που θαλασσοδέρνονταν στους ωκεανούς του κόσμου, αλλά όταν άκουγαν την έκκληση της πατρίδας, έστελναν από το υστέρημά τους ένα ή δύο δολάρια ή μισή λίρα για να επισκευαστεί ο ναός ή το σχολείο του χωριού τους, για να φτιαχτεί η βρύση, για να ανοιχτεί ένας δρόμος, για να διαμορφωθεί μια πλατεία. Μεγάλη η προσφορά των εύπορων ευεργετών αλλά εξίσου μεγάλη και συγκινητική η ανταπόκριση των εκατοντάδων αφανών, στους οποίους αναφέρεται η επιγραφή που δεσπόζει στην είσοδο του μητροπολιτικού ναού: «Συνδρομή των Λημνίων εν γένει. Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή να φιλοτεχνηθεί σε δημόσιο χώρο η Στήλη του Ανώνυμου Λήμνιου Ευεργέτη, για να τιμηθούν όλοι αυτοί που στήριξαν τη Λήμνο από το υστέρημά τους, μια Λήμνο που οι περισσότεροι δεν την ξαναείδαν ποτέ, μια πατρίδα που την αγάπησαν ίσως περισσότερο από ό,τι τους αγάπησε εκείνη.

Σας ευχαριστώ

Θ. Μπελίτσος

Ομιλία στην εκδήλωση «Λημνιοί στην Αίγυπτο» του

Συλλόγου Φίλων Μουσείου Παιδικού Παιχνιδιού Λήμνου

Χώρος Προϊστορικής Μύρινας, 19.8.2023

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου