Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Επαμεινώνδας (Νώντας) Γερασιμόπουλος

Η Παλιόχωρα τίμησε τη μνήμη 
ενός άξιου τέκνου της





Επαμεινώνδας (Νώντας) Γερασιμόπουλος
Ιατρός-Καρδιολόγος
 (1957-2008)

Την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018, στην Παλιόχωρα Αβίας της Δυτικής Μάνης, τιμήθηκε η μνήμη ενός αδικοχαμένου τέκνου του χωριού, του ιατρού-καρδιολόγου Επαμεινώνδα Κ. Γερασιμόπουλου, του Νώντα για μας τους παιδικούς του φίλους, ο οποίος πριν από δέκα χρόνια είχε πέσει θύμα κακοποιών, σε μια υπόθεση που είχε συνταράξει τότε το πανελλήνιο.


Με πρωτοβουλία του Ιωάννη και της Δήμητρας (Τούλας) Γεωργουλέα στήθηκε η προτομή του στον αύλειο χώρο της προγονικής οικίας. Κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου μίλησε για τον Νώντα ο αδελφός του δικηγόρος Τάκης Γερασιμόπουλος και απήγγειλαν στίχους η Θεοδότη Κωτσάκη (Γεωργουλέα) και η Μαριάνθη Σπύρη (Σκιά). Η λιτή εκδήλωση έκλεισε με την κεντρική ομιλία του Θ. Μπελίτσου. Ακολούθως οι διοργανωτές παρέθεσαν ευκτήριο γεύμα στους 80 περίπου παρευρεθέντες συντοπίτες. 
Θ.Μ.




Μνήμη ενός καλού ανθρώπου



Καμιά φορά συλλογίζομαι τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω ως πατρίδα μου αυτό το χωριό. Είναι η καταγωγή των γονιών μου, άραγε, που με τραβάει σε αυτόν τον τόπο; Μήπως είναι το ό,τι εδώ υπάρχει το σπίτι του παππού μου; Ή μήπως το ό,τι κατοικούν μερικοί συγγενείς μου; Νομίζω πως δεν είναι τίποτε από όλα αυτά.
Ένας Γάλλος φιλόσοφος, ο Ρολάν Μπαρτ, είχε πει πως «Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία». Θεωρώ λοιπόν πως οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια είναι ο βασικός λόγος που αισθάνομαι αυτό τον τόπο ως πατρίδα μου. Κάθε φορά που επιστρέφω, οι αναμνήσεις αυτές με κατακλύζουν. Με ξαναφέρνουν σε μια εποχή και σε έναν τόπο που δεν υπάρχει, σε μια πατρίδα παράξενη, άυλη, που όμως είναι μαγική. Είναι μαγική, γιατί δεν είχε ορίζοντες. Γιατί ο κόσμος ήταν ακόμα άγνωστος, ανεξερεύνητος και για τούτο γοητευτικός.
Κάθε φορά που επιστρέφω σε αυτήν την πατρίδα, βιώνω ξανά τις πρωτόγνωρες εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας, η καθεμιά από τις οποίες μου αποκάλυπτε κάτι καινούργιο. Και σκάλιζε λίγο-λίγο το καλούπι του εσωτερικού μου κόσμου, ώσπου να του δώσει την τελική του μορφή. Όταν έρχομαι εδώ, νοσταλγώ, σαν τον ξενιτεμένο, να ξαναβρώ την πατρίδα που διαμόρφωσε το είναι μου. Πετώντας από εποχή σε εποχή κι από γειτονιά σε γειτονιά, ξαναζώ τα αθώα χρόνια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας.
Εκεί κάτω, στην κατηφόρα, στην στροφή, ξαναβρίσκω το παλιό πηγάδι και το πεζούλι δίπλα στις καλαμιές που καθόμαστε το σούρουπο – και ο Νώντας μαζί μας· εδώ πίσω ξαναβρίσκω τα κατσάβραχα, που ονομάζαμε γήπεδο και σκοτώναμε τα γόνατά μας και τα παπούτσια μας κλωτσώντας ένα τόπι· εδώ που πατάω αυτή τη στιγμή ξαναβρίσκω το δέντρο που έδενε το γαϊδουράκι του ο παπά-Πότης.
Διασχίζοντας το χρόνο, κυκλοφορώ σε αυτή την πατρίδα μέσα σε φανταστικά τοπία, ανάμεσα σε σκιές ανθρώπων. Ανθρώπων που μεγάλωσα μαζί τους, έπαιξα μαζί τους, ονειρεύτηκα μαζί τους, μάλωσα και φίλιωσα μαζί τους, ανθρώπων που ο ένας διαμόρφωσε τον άλλον και όλοι μαζί βιώσαμε και χτίσαμε αυτό που σήμερα αναπολούμε με νοσταλγία, την πατρίδα της παιδικής ηλικίας. Σε αυτή την πατρίδα, που όλοι μας κουβαλάμε, υπάρχουν πρόσωπα ξεχωριστά για τον καθένα. Ένα από αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα υπήρξε για μένα ο αείμνηστος Νώντας, ο Επαμεινώνδας Γερασιμόπουλος.
Με τον Νώντα μας συνέδεσαν, από γεννησιμιού μας, μια σειρά από συμπτώσεις. Γεννηθήκαμε και οι δύο δέκα μέρες πριν από το Πάσχα του 1957, με λίγες ώρες διαφορά. Εκείνος το απόβραδο της 10ης Απριλίου, εγώ ξημερώματα της 11ης. Οι μανάδες μας, η Χρυσούλα και η Κική, ήταν παιδικές φίλες και επιπλέον ο πατέρας του, ο μακαριστός παπά-Κώστας, ήταν συγγενής της μητέρας μου, εξάδελφος του παππού μου του Τηλέμαχου για την ακρίβεια. Δηλαδή, εκτός του ότι ήμασταν συνομήλικοι, οι οικογένειές μας συνδέονταν με συγγενική αλλά κυρίως με φιλική σχέση. Αυτή η σχέση υπήρξε η βάση, από την οποία ξεκίνησε η γνωριμία μας.


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στα παιδικά μου καλοκαίρια η μέρα ξεκινούσε και τελείωνε με το Νώντα. Πρωί-πρωί αφήναμε μισοάδειο το κύπελλο με το γάλα κι ενώ οι μανάδες μας φώναζαν, βουτούσαμε στη θάλασσα. Μ’ ένα κομμάτι λαδωμένο ψωμί, πασπαλισμένο με ζάχαρη, τη βγάζαμε ως το μεσημέρι. Το μπανιερό μας δεν στέγνωνε. Συνεχώς τσαλαβουτούσαμε στο νερό, παίζοντας με κάτι χοντροφτιαγμένες βάρκες που φτιάχναμε καρφώνοντας καδρόνια και διάφορα άλλα παλιόξυλα.
Το βασίλειό μας ήταν ο πόντης, η ξύλινη εξέδρα στην παραλία, από όπου ρίχναμε βουτιές αδιαφορώντας για την αγωνία των παππούδων μας μήπως γλιστρήσουμε, μήπως πέσουμε, κάτι που γινόταν συχνά άλλωστε, όπως φανέρωναν τα μονίμως ματωμένα γόνατά μας. Σκαρφαλώναμε ξυπόλητοι στα Λεουτσέικα ή στα Κοτσωνέικα βράχια, με το αλάτι να ξασπρίζει στις ξεφλουδισμένες πλάτες μας και βουτούσαμε στο νερό. Παλεύαμε να αγκιστρώσουμε κανένα ζήλο ή κοκωβιό ή σπάρο, με κάτι πρωτόγονες πετονιές της συμφοράς. Το ψωμοτύρι των μανάδων μας συνήθως γινόταν δόλωμα, γιατί ήμασταν και οι δυο λιγόφαγοι και μας κυνηγούσαν από πίσω, μπας και καταφέρουν να μας χώσουν καμιά μπουκιά στο στόμα.

Αύγουστος 1967, στην Παλιόχωρα.
Με το Νώντα στον περίφημο πόντη.
Εκείνος δολώνει, εγώ μεταφέρω το αλίευμα στην ακτή.
[φωτ. Γεώργιος Σπ. Γεωργουλέας]
Το απομεσήμερο κυνηγούσαμε τζιτζίκια, κόβαμε μύγδαλα απ’ τις αμυγδαλιές και παίζαμε μπάλα στην αλάνα που απλωνόταν από το σχολείο ως το δρόμο ή μπροστά στο πηγάδι της κοινότητας. Ως καλός τεχνίτης, ο Νώντας ήταν μόνιμο στέλεχος της ποδοσφαιρικής ομάδας μας στα παιδικά ντέρμπι με την Μικρή Μαντίνεια και με το Κοπάνο. Ευτυχώς που κανείς δεν ήθελε να παίζει τερματοφύλακας, οπότε έπαιρνα αυτή τη θέση, μέχρι που φόρεσα γυαλιά.
 Μόλις σουρούπωνε, αράζαμε στο μουράγιο ή στο μεγάλο βράχο, όπου έφτανε λίγο φως από τη λουξ λάμπα του καφενείου του παππού μου -το ηλεκτρικό τότε ήταν ακόμα μακρινό όνειρο.
Κι όσο μεγαλώναμε, τόσο μεγάλωνε κι ο κόσμος μας. Τα θαλασσινά μας σύνορα φτάσανε κάποτε ως τη φυκιάδα ενώ τα στεριανά μας πρώτα ως τον Κούκκινο και μετά στο Αρχοντικό. Κι όσο το χνούδι πύκνωνε στο πρόσωπό μας τόσο ξεθαρρεύαμε, ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον και κάποτε κατακτήσαμε και το «Περίπτερο» στη Μικρή Μαντίνεια. Άγουρα αντράκια πια, με αγωνίες και ανομολόγητες επιθυμίες, καθόμαστε στα δύο καφενεία, στου Μπελίτσου ή στου Πουλέα, παραγγέλναμε μια μπίρα ή ένα ούζο και κάναμε σχέδια για το μέλλον.

Αρχοντικό Αβίας 1977
Ο Νώντας κάτω αριστερά

Μικρή Μαντίνεια 1979
Ο Νώντας κάτω δεξιά

Και οι δύο αγαπούσαμε τα γράμματα και είχαμε στόχο τις σπουδές. Κάποτε έφτασε η κρίσιμη στιγμή που καθορίζει την πορεία κάθε νέου ανθρώπου. Εννοώ τα αποτελέσματα των εισαγωγικών, όπως λέγαμε τότε τις πανελλήνιες εξετάσεις. Σήμερα με την πείρα των δεκαετιών που έχουν περάσει, ξέρουμε πως δεν είναι πια και τόσο καθοριστικό αυτό το αποτέλεσμα, αλλά τότε δεν σκεφτόμαστε έτσι.
Μέσα Οκτώβρη του 1975 ήταν, όταν ανακοινώθηκαν τα δικά μας αποτελέσματα. Τότε τα μαθαίναμε από το ραδιόφωνο και από τις εφημερίδες. Είχε γεμίσει το κέντρο της Αθήνας από 18άρηδες που γυρνούσαν από εφημερίδα σε εφημερίδα, όπου αναρτούσαν τις καταστάσεις με τους επιτυχόντες. Αξέχαστη θα μου μείνει η στιγμή, όταν διασταυρωθήκαμε με το Νώντα στην οδό Πειραιώς, κάτω από τα γραφεία της εφημερίδας «Βραδυνή». Με πρόσωπα που λάμπανε από ευτυχία, με βλέμματα που καθρέφτιζαν την άφατη χαρά της ψυχής μας, δυο λέξεις μόνο είπαμε: Χημικό εγώ, Ιατρική εκείνος κι αγκαλιαστήκαμε. Δύο παιδικοί φίλοι, μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος που σπρωχνότανε για να πλησιάσει τους αναρτημένους πίνακες, αγκαλιασμένοι χαιρόμαστε ο ένας για την επιτυχία του άλλου και ονειρευόμασταν το μέλλον.

Φοιτητής [δεύτερος από αριστερά]
με παλιοχωρίτικη αντροπαρέα

Με αυτή την αγκαλιά αποχαιρετήσαμε την παιδική μας ανεμελιά και πήρε ο καθένας το δικό του δρόμο. Εγώ στη Θεσσαλονίκη, εκείνος στην Αθήνα· κοινός τόπος συνάντησης παρέμεινε πάντα η Παλιόχωρα. Το χαμογελαστό, δυναμικό αγόρι, με το ξεχωριστό, λεπτό χιούμορ, έγινε ένας σοβαρός επιστήμονας, που ήταν πάντοτε πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες και τις γνώσεις του σε όποιον τις είχε ανάγκη.
Τον θυμάμαι, φοιτητή ακόμα ή νέο πτυχιούχο, κάθε καλοκαίρι να περιδιαβαίνει τις αυλές και να εξετάζει τους παππούδες και τις γιαγιάδες του χωριού μας, να μετράει τις πιέσεις, να δίνει συμβουλές. Ακούγεται ασήμαντο σήμερα, αλλά τότε που υπήρχε μόνο ένας αγροτικός γιατρός για όλα τα χωριά του δήμου μας και σπάνια ερχόταν στην Παλιόχωρα, δεν ήταν ασήμαντο. Αν μη τι άλλο, ο Νώντας έδινε στα γεροντάκια κουράγιο και τον περίμεναν, διότι η παρουσία του τους δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας.
«Ο καρδιολόγος μου!», έλεγε η μάνα μου με καμάρι καθώς τον είχε μόνιμο πλέον γιατρό, όταν χρειαζόταν να κάνει τις σχετικές εξετάσεις. Δεν ήταν μόνο ο γιατρός της· ήταν ο γιος της παιδικής της φίλης· ήταν το παιδί της. Και το παιδί σου το εμπιστεύεσαι πιο πολύ από το γιατρό. Κάπως έτσι τον νιώθαμε όλοι μας εδώ. Ήταν ο δικός μας άνθρωπος, ο παιδικός μας φίλος που έγινε ένας περίφημος γιατρός.
Τα χρόνια πέρασαν. Νέες παρέες, νέα ενδιαφέροντα, νέες υποχρεώσεις αλλά ποτέ δεν αποκοπήκαμε. Άλλωστε διατηρούσαμε πάντα τη στενή οικογενειακή σχέση, που συνέδεσε με φιλία και τις αδερφές μας, τη Γιώτα και την Καίτη καθώς και τα άλλα δύο αδέρφια του Νώντα, τον Τάκη και τον Ηλία. Πάντα παρόντες όλοι, τόσο στις χαρούμενες οικογενειακές στιγμές όσο και στις δυσάρεστες.
Ο Νώντας, χρόνο με το χρόνο, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στο ιατρικό στερέωμα. Το χαμόγελο και η καλοσύνη με την οποία υποδεχόταν τους ασθενείς του αλλά κυρίως η επιστημονική του κατάρτιση, σύντομα έκαναν γνωστό το όνομά του σε όλη την Αττική αλλά και εκτός Αθηνών και φυσικά στη Μεσσηνία. Οι μεγάλες ουρές στο ιατρείο του, αυτό ακριβώς αποδεικνύουν. Όταν αργότερα έγινε το κακό, οι αστυνομικοί είχαν μείνει κατάπληκτοι από το πλήθος των τηλεφωνημάτων από ασθενείς του, που αγωνιούσαν και ζητούσαν πληροφορίες για την τύχη του. Άλλο ένα δείγμα της αγάπης που είχαν γι’ αυτόν οι ασθενείς του.


Δεν ήταν λίγες οι φορές που πρόσφερε αμισθί τις υπηρεσίες του σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη, σε απόρους, σε αλλοδαπούς, χωρίς να το διαλαλεί. Κουβαλούσε στο είναι του το αίσθημα της διακονίας και της αθόρυβης προσφοράς, το οποίο διδάχθηκε από τα παιδικά του χρόνια από τους γονείς του, αλλά και από τον παππού του τον παπά-Πότη, τον καλοκάγαθο ιερέα του χωριού μας. Του χωριού μας, που διαμόρφωσε και τον δικό του αξιακό κόσμο, όπως όλων εμάς που ζήσαμε εδώ τα παιδικά μας καλοκαίρια.
Το αγαπούσε το χωριό μας και τους ανθρώπους του ο Νώντας. Παρά το ό,τι οι οικογενειακές και οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν του άφηναν πολύ χρόνο, φρόντιζε να ξεκλέβει λίγες ημέρες και να έρχεται εδώ. Και επεδίωκε να τους δει όλους: φίλους και συγγενείς· να διακινήσει αναμνήσεις· να συμπυκνώσει βιώματα· να ζήσει αυτές τις μαγικές στιγμές της Παλιόχωρας, στις οποίες ο χρόνος διαστέλλεται και ο κόσμος μοιάζει αιώνιος. Και τότε γινόταν ξανά ο παιδικός φίλος, ο χαρούμενος άνθρωπος, ο γελαστός σύντροφος, ο ανέμελος Νώντας της παλιάς εποχής.
Όπως οι περισσότεροι από εμάς, έτσι και εκείνος μεγάλωσε με τις παλιές αξίες της οικογένειας. Κάποια στιγμή δημιούργησε κι αυτός τη δικιά του. Όνειρό του ήταν να κατασκευάσει ένα σπίτι, μακριά από την πόλη, για να δώσει την ευκαιρία στα παιδιά του να μεγαλώσουν στην εξοχή. Αυτό το σπίτι, το οποίο έφτιαξε στη Βάρκιζα, αποτελούσε το καταφύγιο του. Εκεί απολάμβανε την οικογενειακή γαλήνη μαζί με την άξια σύζυγό του, την Άννα (Δήμα), με την οποία απέκτησαν δύο όμορφα παιδιά, την Αναστασία και τον Κωνσταντίνο. Ήταν ένα σπίτι ανοιχτό στην ευρύτερη οικογένειά του, στους συγγενείς και τους φίλους και φρόντιζε με το κέφι και την φιλοξενία του να δημιουργεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα για τους συνδαιτυμόνες του. Μια φιλόξενη ατμόσφαιρα που είχε τύχει να την βιώσω και προσωπικά με την οικογένειά μου.
Απολάμβανε τους κόπους της ζωής του και βρισκόταν στο απόγειο της επαγγελματικής και οικογενειακής ευτυχίας, όταν πριν από δέκα χρόνια ξαφνικά σκοτείνιασε το σύμπαν. Ο χαμογελαστός καρδιολόγος, ο καλός άνθρωπος, ο οποίος με τις συμβουλές και με την επιστημονική του γνώση είχε ανακουφίσει τις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων, έπεσε θύμα σκληρόκαρδων κακοποιών.
Άνθρωποι τυφλωμένοι από το κυνήγι του χρήματος, ζηλόφθονες για την επιτυχία των άλλων και μοχθηροί, ανίκανοι να διακρίνουν την αξία του ανθρώπου πίσω από την εικόνα, προτίμησαν να καταστρέψουν την ευτυχία ενός συνανθρώπου τους, αντί να παλέψουν να δημιουργήσουν τη δική τους ζωή. Εκείνοι δεν αποκόμισαν τίποτα, εκτός από κάποια λίγα χρήματα που σύντομα θα τα κατασπατάλησαν. Όμως, με την πράξη τους στέρησαν από την κοινωνία έναν επιστήμονα, έναν καλό Σαμαρείτη, τον οποίο και οι ίδιοι οι κακοποιοί ενδεχομένως θα μπορούσαν να χρειαστούν κάποια στιγμή.
Το πλήγμα για την οικογένεια ήταν μεγάλο· δεν χρειάζονται λόγια· δεν υπάρχουν λόγια που μπορούν να το περιγράψουν.
Οι ηλικιωμένοι γονείς του στερήθηκαν τη χαρά να ζήσουν ευτυχισμένα τα λίγα χρόνια που τους απέμεναν κοντά στο παιδί τους και έσβησαν πικραμένοι.
Τα αδέρφια του, με τα οποία ήταν πολύ δεμένος, στερήθηκαν την καθημερινή συντροφιά του, τη ζωντάνια του, τη ζεστασιά του και την ανυπόκριτη αδερφική αγάπη που τους πρόσφερε.
Η οικογένειά του στερήθηκε τον φυσικό της προστάτη. Απόμεινε η σύζυγός του η Άννα, να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην οδύνη για το χαμό του συζύγου της και στην αγωνία για το μέλλον των ανήλικων τότε παιδιών της. Είναι άξια θαυμασμού αυτή η γυναίκα, που κατάφερε να ξεπεράσει το τραγικό πλήγμα, να μεγαλώσει και να σπουδάζει σήμερα τα παιδιά της.
Μια μικρή ελπίδα που υπήρχε στην αρχή, μήπως τον είχαν απαγάγει, χάθηκε γρήγορα. Απόμεινε η πίκρα και τα ερωτήματα.
Γιατί η μοίρα επέλεξε να πάρει από κοντά μας, με απάνθρωπο τρόπο, έναν άκακο άνθρωπο, που το μόνο μέλημά του υπήρξε να βελτιώνει την υγεία των άλλων και να φροντίζει την οικογένειά του;
Γιατί άραγε η ζωή, και δεν είναι η μοναδική περίπτωση, μάς φορτώνει με τέτοιες απορίες· μάς ταλανίζει με τέτοιες φρικτές σκέψεις;  
Τα χρόνια πέρασαν. Η οργή έγινε θλίψη· η θλίψη έγινε πίκρα· η πίκρα έγινε κουράγιο· το κουράγιο έγινε δύναμη· η δύναμη έγινε ζωή.
Λέει ένας ποιητής:

Όλα περνούν αγύριστα και πίσω μένει ο πόνος,
Μαδούν τα τριαντάφυλλα στης λίμνης τα νερά.
Όλα περνούν και φεύγουνε όσ’ άγγιξεν ο χρόνος,
Και μόνο μια ανάμνηση μένει παντοτινά…
[Ν.Κ. Βίγλας, Δεκέμβριος 1933]

Αυτό είναι το δικό μας χρέος. Να διατηρήσουμε την ανάμνηση· να διατηρούμε και να τιμούμε τη μνήμη αυτών που έφυγαν· και εννοώ των καλών ανθρώπων, των δημιουργικών ανθρώπων, των ανθρώπων της προσφοράς· αυτών που άφησαν πίσω τους ένα χνάρι πάνω στο οποίο μπορούμε να βαδίσουμε είτε συνεχίζοντας το έργο τους είτε μιμούμενοι το παράδειγμά τους.
Αυτό ακριβώς κάνουμε σήμερα εδώ με πρωτοβουλία των θείων του Νώντα, του Γιάννη και της Δήμητρας (Τούλας) Γεωργουλέα, οι οποίοι βίωσαν πριν από δυόμισι περίπου χρόνια μια ανάλογη πικρή απώλεια, όταν έχασαν από ανίατη ασθένεια τη θυγατέρα τους, την ερίτιμη Μαριζέτα· μια νέα γυναίκα που τόλμησε, πέταξε ψηλά, διέπρεψε σε Ελλάδα και Ευρώπη, ώσπου τη ζήλεψε η μοίρα και την πήρε από κοντά μας. Τα λέγαμε πέρυσι τέτοιες ημέρες εδώ. Ακριβώς για να μην ξεχαστεί, πήραν την πρωτοβουλία οι γονείς της και δημιούργησαν σε αυτόν εδώ το χώρο ένα λιτό μνημείο.

Τα δυο εξαδέλφια πλάι-πλάι
Μαριζέτα και Νώντας

Φέτος αποφάσισαν να προσθέσουν δίπλα της την προτομή του Νώντα (έργα του γλύπτη Γ. Παλαμάρη από τη Ναύπακτο, γεν. 1977), ώστε τα δύο εξαδέλφια να βρίσκονται δίπλα-δίπλα, στην αυλή που έρχονταν τα καλοκαίρια να συναντήσουν τον παππού και την γιαγιά τους.
Για να τους θυμούνται όσοι τους γνώρισαν.
Για να ξαναφέρνουν στη μνήμη όλων εμάς που μεγαλώσαμε μαζί τους, την πραγματική πατρίδα που έλεγα στην αρχή, την όμορφη Παλιόχωρα της παιδικής μας αθωότητας.

Αγκρομάσου!

Ένα αεράκι θροΐζει τα φυλλώματα
Μη μιλάς!
Δυο σκιές περνούν…

Ένα αεράκι θροΐζει τα φυλλώματα
Μη φοβάσαι!
Τα δικά μας παιδιά είναι...

Ένα αεράκι θροΐζει τα φυλλώματα
Αγκρομάσου!
Μια γουλιά νερό ζητούν κι ένα χαμόγελο.

Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος
Παλιόχωρα Αβίας, 19-8-2018.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου