Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Οι παλιές αγάπες


Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς... 

κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων.

Μάρω Βαμβουνάκη (1996)

 

Έβαλε στο πλυντήριο το πιάτο με τα υπολείμματα του ξαναζεσταμένου μπριάμ που μόλις είχε φάει και άναψε το γκαζάκι να φτιάξει έναν καφέ. «Μπριάμ», λέξη κι αυτή, πώς να προέκυψε άραγε; Ζάλισε για λίγο το μυαλό του, αν είχε ευρωπαϊκή ή ανατολίτικη προέλευση κι αποφάσισε να το ψάξει όταν θα έπινε τον καφέ του. Από το παράθυρο της κουζίνας ο ουρανός φαινόταν γκρίζος, ολίγον νεφελώδης αλλά αρκετά φωτεινός ακόμα για απομεσήμερο στα τέλη Δεκέμβρη. Το σούρουπο αναμενόταν γλυκερό, ούτε ζεστό ούτε κρύο ούτε βροχερό, προφανώς παντελώς αδιάφορο για τα κανάλια που αναζητούσαν μια καταστροφική είδηση για να γεμίσουν τα δελτία τους, ανάμεσα στα κάλαντα που έδειχναν από το πρωί να τραγουδούν διάφοροι σύλλογοι στους πολιτικούς της αρεσκείας τους εν όψει της Πρωτοχρονιάς.

Λίγο η σκέψη για το μπριάμ, λίγο τα φωτάκια που αναβόσβηναν στα γειτονικά μπαλκόνια, αφαιρέθηκε. Μόλις που πρόλαβε να σηκώσει το μπρίκι από τη φωτιά πριν ξεχειλίσει ο φουσκωμένος καφές. Κατέβασε από το ράφι το αγαπημένο του φλιτζάνι με τις καρδούλες που του είχε δωρίσει σε μια προηγούμενη ζωή μια λησμονημένη ερωμένη. Πού να βρίσκεται άραγε; αναρωτήθηκε. Το μυαλό του ανέσυρε μια εικόνα από το υποσυνείδητο, με το κορμί της ξαπλωμένο σε μια ηλιόλουστη αμμουδιά, σε κάποιο νησί, κάποιο καλοκαίρι και τον εαυτό του αγνώριστο, με μακρύ μαλλί και δυνατά μπράτσα, να την χαϊδεύει και να απλώνει απαλά το αντηλιακό σε κάθε καμπύλη της.

Μια ώριμη κυρία στην οθόνη της τηλεόρασης, πρώην φιλόλογος ή δασκάλα, μιλούσε για ένα θέμα σημαντικό για εκείνην αλλά αδιάφορο για όλους τους υπόλοιπους. Ασυναίσθητα σκέφθηκε πως η άγνωστη κυρία θα μπορούσε να είναι η σημερινή εκδοχή της παλιάς του ερωμένης. Ίσως κι εκείνη να είχε γίνει δασκάλα ή καθηγήτρια και να γνώριζε πώς προέκυψε η λέξη «μπριάμ». Ίσως και να το μαγείρευε σαν μια καλή νοικοκυρούλα, σκέφθηκε κι έβαλε στο ψυγείο το ταψί με το υπόλοιπο φαγητό. Βρήκε μια λίστα με συνταγές στο κινητό του και βάλθηκε να εντοπίσει τη λέξη. Η ώριμη κυρία της τηλεόρασης, με τη φωνή της παλιάς του φιλεναδίτσας, άρχισε να διαβάζει από τον διαδικτυακό «τσελεμεντέ»:

«Το μπριάμ είναι ένα πιάτο της ελληνικής κουζίνας, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των λαδερών. Ντομάτες, πατάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, κολοκυθάκια και κρεμμύδια κομμένα σε περίπου ίδια κομμάτια, άλλοτε σοταρισμένα και άλλοτε όχι, μπαίνουν στον φούρνο μαζί με αρωματικά ψιλοκομμένα, άνηθο, δυόσμο, μαϊντανό ή και βασιλικό και οπωσδήποτε μερικές σκελίδες σκόρδο. Κάποιες μαγείρισσες το κάνουν στην κατσαρόλα, αλλά στο ταψί έχει άλλη νοστιμιά καθώς εξατμίζονται τα υγρά, η επιφάνεια παίρνει χρώμα και γίνεται τραγανή».

Ξαφνικά το δωμάτιο μοσχομύρισε. Καμιά σχέση με το δικό του άνοστο κατασκεύασμα, τα υπόλοιπα του οποίου είχε βάλει στο ψυγείο του πριν από λίγο. Προσπέρασε στα γρήγορα τη συνταγή και τις τοπικές παραλλαγές της, ώσπου έφτασε στο ζητούμενο:

«Το όνομα προέρχεται από την περσική λέξη baryam που σημαίνει: ψητό, μαγειρεμένο. Σε κάποια μέρη το λένε τουρλού, ονομασία που επικρατεί στα Βαλκάνια και προέρχεται από την τουρκική λέξη türlüg που σημαίνει ποικιλία. Στη Γαλλία το αποκαλούν ratatouille που σημαίνει ανακατεμένο και προέρχεται από τα οξιτανικά, μια παλιά λατινογενή διάλεκτο της Προβηγκίας, συγγενική με τα καταλανικά, η οποία έχει σχεδόν εκλείψει καθώς όσοι την μιλούσαν κυνηγήθηκαν άγρια από το γαλλικό κράτος».

Έκλεισε την ιστοσελίδα αηδιασμένος. Άκου ρατατούιγ! Φαντάστηκε αρουραίους (rats) να περπατούν στο ταψί του. Έχασε πάσα ιδέα. Οι εκλεπτυσμένοι Γάλλοι ανέχονταν τέτοιο όνομα για ένα φαγητό; Ούτε το τουρλού του άρεσε, ούτε κάποιες άλλες τοπικές ονομασίες. Κατέληξε στο μπριάμ: «ανατολή, ανατολή, δική σου είμαστε φυλή», ψιθύρισε ασυναίσθητα τους στίχους του Γκάτσου.

Μελαγχόλησε για λίγο αλλά παρηγορήθηκε στη σκέψη πως η παλιά καλοκαιρινή ερωμένη του θα έφτιαχνε μπριάμ τραγουδώντας το ίδιο τραγουδάκι. Ποιος ξέρει, μπορεί κάποια μοναχικά απομεσήμερα σαν το σημερινό να ξανάφερνε στη μνήμη της εκείνο το καλοκαίρι κι εκείνη την ακρογιαλιά, όπου είχαν σμίξει τα κορμιά τους. Πριν την αποδιώξει από τη σκέψη του, φίλησε τις καρδούλες στο φλιτζάνι που ήταν ακόμα καυτό από τον καφέ και για μια στιγμή ένιωσε την ξεχασμένη ερωτική ανατριχίλα που ένιωθε σαν άγγιζε με τα χείλη του το ξαναμμένο κορμί της.

 

Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι του σαλονιού κι άραξε στην τηλεόραση· μόλις είχε ξεκινήσει ένα ματς βόλεϊ. Τα κουτάκια από το φαρμακείο που ήταν επίσης στο τραπεζάκι, του θύμισαν πως είχε ξεχάσει μετά το φαγητό να πάρει το χάπι για το σάκχαρο. Μαζί με την ηλικία είχαν πάρει τον ανήφορο και οι ενδείξεις στις ιατρικές εξετάσεις: πέντε χρόνια στην πλάτη; πέντε μονάδες πάνω το σάκχαρο· δέκα χρόνια; δέκα μονάδες πιο ψηλά η χοληστερίνη· κι από κοντά τα τριγλυκερίδια, το ουρικό οξύ, η πίεση, όλα είχαν ανεβεί.

«Μόνο η λίμπιντο πέφτει!», μονολόγησε φωναχτά και τρόμαξε από τη φωνή του που αντήχησε στο διάδρομο. Έσπευσε έντρομος να δει μη τυχόν ήταν ανοιχτό κάποιο παράθυρο και τον άκουσε η θεούσα γειτόνισσα που έστηνε μόνιμα αυτί από το διπλανό διαμέρισμα.

Γέμισε ένα ποτήρι νερό, πήρε το χάπι του και κάθισε στην πολυθρόνα να δει τον αγώνα. Του άρεσε το βόλεϊ. Στο γήπεδο δεν πήγαινε πια, αλλά περνούσε δυο ευχάριστες ωρίτσες όταν είχε κάποιο ματς η τηλεόραση. Μια κοπέλα, η Μιλένα, που είχε έρθει πρόσφατα από τη Σερβία στην ομάδα του, ήταν το κάτι άλλο. Όταν κάρφωνε ή έκανε σερβίς ήταν απόλαυση· χάρμα ιδέσθαι. Του θύμιζε μιαν άλλη Μιλένα, μια φλογερή Γιουγκοσλάβα που είχε γνωρίσει φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Λυγερή, κοκκινομάλλα, του είχε στοιχίσει το μισό από το μηνιάτικο χαρτζιλίκι που έστελναν οι γονείς του αλλά το άξιζε με το παραπάνω. Ήταν ο πρώτος του έρωτας, ο οποίος όπως ξέρουν όλοι οι αρσενικοί, δεν ξεχνιέται ποτέ.

Ima li sobe?” ήταν η ερώτηση που τους γνώρισε, η οποία στην σλαβοτουριστική lingua franca της συμπρωτεύουσας σήμαινε: «Υπάρχει κάποιο δωμάτιο;». Και δωμάτιο υπήρχε και σόμπα είχε και ολόθερμα σαββατοκύριακα πέρασαν μαζί, όταν η Μιλένα ερχόταν από τη Στρούμιτσα ή «Στρώμνιτσα» όπως τον διόρθωνε ένας Ελληναράς φίλος του, που τον ζάλιζε με ένα σωρό πληροφορίες για τον Ελληνισμό που ζούσε πιο παλιά στην πόλη αυτή, για τη συμμετοχή του στην επανάσταση του Εικοσιένα, στον μακεδονικό αγώνα κι ένα σωρό άλλες πληροφορίες, παραλείποντας τεχνηέντως να πει πως εκεί ζούσαν και Σλάβοι διαφόρων αποχρώσεων: Σέρβοι, Βούλγαροι κλπ.

Του είχε κοστίσει ακριβά η Μιλένα, όχι μόνο σε δραχμές αλλά και σε χαμένες εξεταστικές, αλλά η μαθητεία κοντά της άξιζε τον κόπο. Κι ενώ είχε βυθιστεί σε ένα παρελθόν που μόνο στη μνήμη του υπήρχε πια, η άλλη Μιλένα στην οθόνη συνέχιζε να καρφώνει την μπάλα με μανία, δίνοντας πόντους στην ομάδα του. Ασυναίσθητα σκέφτηκε πως η όμορφη αθλήτρια θα μπορούσε να είναι κόρη του, αν τότε είχε γονιμοποιήσει τη Σλάβα φίλη του με τον σπόρο του.

Μέχρι να τελειώσει το ματς είχε σκοτεινιάσει. Η ομάδα του νικούσε. Είχε ενθουσιαστεί. Μετά από κάθε σετ πανηγύριζε, όχι τόσο για την ομάδα, όσο για την «κόρη» του, η οποία φυσικά δεν φανταζόταν κάτι τέτοιο. Του αρκούσε που το γνώριζε εκείνος. Σημείωνε και σχολίαζε το σκορ σε ένα μπλοκάκι κι αγωνιούσε μαζί της. Κι όταν στο τελευταίο σετ, με ένα φοβερό σερβίς η Μιλένα πήρε τον πόντο της νίκης, πετάχτηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να φωνάζει ολόχαρος το όνομά της, χωρίς να υπολογίσει αν τον άκουγε ή όχι η θεούσα γειτόνισσά του.

Φόρεσε ένα μπουφάν και έφυγε για το κλειστό να πανηγυρίσει από κοντά τη νίκη με τους φίλους της ομάδας και τις παίκτριες. Δεν ήταν μακριά αλλά μέχρι να φτάσει το γήπεδο είχε αδειάσει. Μια απλή νίκη ήταν, δεν είχαν πάρει δα κανέναν τίτλο. Οι φίλαθλοι φώναξαν μερικά συνθήματα κι έφυγαν βιαστικά να ετοιμαστούν για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Μόλις πρόλαβε τις αθλήτριες να μπαίνουν στο πούλμαν της ομάδας.

«Μπράβο κορίτσια!», φώναξε κι εκείνες έγνεψαν χαρούμενες τα χέρια με ένα τεράστιο χαμόγελο να φωτίζει πρόσωπά τους. Η ματιά του έπεσε στην όμορφη Μιλένα. Από κοντά έδειχνε πιο όμορφη από ό,τι στην οθόνη κι ας μην φορούσε την εφαρμοστή αθλητική στολή που τόνιζε τις καμπύλες της. Μια σκέψη του ήρθε στο νου. Την πλησίασε και της έδειξε το μπλοκάκι που σημείωνε το σκορ.

«Θα μου δώσεις ένα αυτόγραφο;», ρώτησε δειλά.

Εκείνη ξαφνιάστηκε, δεν κατάλαβε. Μια Ελληνίδα συμπαίκτριά της εξήγησε: “He wants an autograph”.

«Ο! άουτογκραμ; Νταα, κάκο σε γιόβες;», του απάντησε. Η σλάβικη λαλιά της, μια μελωδία που τον έστειλε στα ουράνια, τον ταξίδεψε στη δική του Μιλένα της Σαλονίκης. Η θωριά της, η μυρωδιά της, το γέλιο της, οι λέξεις που άλλες έπιανε κι άλλες όχι, αναδύθηκαν από τα βάθη της καρδιάς του και ξύπνησαν αναμνήσεις ονειρεμένες.

«Ζόβεμ σε Νίκολα, Μίλενα», της απάντησε στη γλώσσα της που την θυμήθηκε ξαφνικά σαν να ήταν χτες: «Με λένε Νικόλα, Μιλένα».

Πήρε το μπλοκάκι και το στυλό από τα χέρια του και τον κοίταξε με απορία.

«Όντακλε στι;», ρώτησε, ενώ υπέγραφε, «από πού είσαι;».

«Γιέντνομ σαμ ουποζνάο Μίλενου ου Σολούνου», απάντησε σε άπταιστα σλάβικα που ανέβηκαν αυτόματα στο στόμα του: «Γνώρισα κάποτε μια Μιλένα στη Θεσσαλονίκη».

«Ήταν όμορφη σαν εσένα», ψιθύρισε στα ελληνικά, ενώ τα μάτια του είχαν υγρανθεί. Η φωνή της, το φευγαλέο άγγιγμα των χεριών της, τον είχαν αναστατώσει.

«Στρέτσνα Νόβα γκόντινα!», του ευχήθηκε με ένα ολάνθιστο χαμόγελο και του έδωσε πίσω το μπλοκάκι. Τον φίλησε στο μέτωπο και μπήκε στο πούλμαν.

«Στρέτσνα Νόβα γκόντινα ι τέμπι, τσέρκο μόγια», απάντησε χαιρετώντας με το χέρι του το φωτεινό προσωπάκι που συνέχισε να χαμογελά μέσα από το τζάμι: «Καλή χρονιά και σε σένα, κόρη μου».

Κίνησε ολόχαρος για το μοναχικό του διαμέρισμα, σφίγγοντας σαν θησαυρό το μπλοκάκι με την υπογραφή της. Στο μέτωπό του ένιωθε ακόμα το φιλί της και η καρδιά του πετούσε στον πρώτο και αλησμόνητο έρωτά του. Έκοψε προσεκτικά το φύλλο με το αυτόγραφο, το έβαλε σε ένα καδράκι και το ακούμπησε στο κομοδίνο του, για να το διαβάζει κάθε πρωί:

Николи, с пуно љубави, да се сећа Милене коју је некада познавао“.

«Στο Νικόλα, με πολλή αγάπη, για να θυμάται τη Μιλένα που γνώρισε κάποτε».

«Καλή Χρονιά Μιλένα», ψιθύρισε κι ένιωσε ανάλαφρος όσο ποτέ.

 

Σαν άλλαξε ο χρόνος, έβαλε μια μερίδα από το ξεπαγωμένο μπριάμ στο πιάτο, κρασί στο ποτήρι και ευχήθηκε στις παλιές αγάπες που ομόρφυναν την ζωή του.

 

Θ. Μπελίτσος, Δεκέμβρης 2025.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου