Κείνος ο χειμώνας ήταν πρωτόγνωρος. Τέτοιους χιονιάδες και τόσο δυνατά και παγερά ξεροβόρια δεν είχε ματαδεί ο τόπος. Όσο κι αν σκάλιζαν τη μνήμη τους οι παλιότεροι δεν μπορούσαν να θυμηθούν κάτι παρόμοιο.
«Να ’πομένουμε να λιώσει το χιόνι, για να μαζώξουμε τις ελιές; Δεν το θυμούμαι τούτο το κακό γειτόνισσες!», έλεγε και ξανάλεγε η γρια Πιτρόπισσα, που όλοι παραδέχονταν το δυνατό μνημονικό της.
Τελικά οι χωριανοί, αφού είδαν κι απόειδαν, αψήφησαν την παγωνιά, γιατί ο καιρός περνούσε και το λάδι θα ’μενε πάνω στα λιόδενδρα. Αρματώθηκαν, άλλος με την πιο ζεστή του κάπα, άλλος με διπλές κάλτσες, άλλος με χοντρά μάλλινα εσώρουχα, οι γυναίκες με διπλά μισοφόρια, ό,τι είχε ο καθένας και κίνησαν για τα λιοχώραφα. Δούλεψαν αμίλητοι. Πού τα αλλοτινά γέλια και τα καλαμπούρια, πού τα παιγνιδίσματα των παιδιών, πού τα τραγούδια των μερακλήδων; Μια κουβέντα και μιαν ευχή άκουγες από τα στόματα ολονώνε:
«Να τελειώνουμε, να τελειώνουμε!»
Και βιαστικοί προσπερνούσαν κι έτρεχαν να κουρνιάσουν γύρω από το τζάκι και να ζεστάνουν τα κοκαλιασμένα μέλη τους. Κακομαζώχτηκαν τα λιόδενδρα κείνη τη χρονιά. Πλούσιο απόμεινε το χαμολόι στα λαχίδια. Μα ποιος τολμούσε να βγει να το μαζέψει μέσ’ από τα παγωμένα τριφύλλια; Κάποιες χαμολογίστρες που το τόλμησαν, από ανάγκη περισσότερο κι όχι επειδή αψήφησαν τον παγετό, γρήγορα κουράστηκαν. Ακόμα κι όταν δεν χιόνιζε, το τσουχτερό κρύο δεν άφηνε την πάχνη να λιώσει. Τα χέρια κοκάλιαζαν και τα δάχτυλα ξεραίνονταν και απόμεναν νεκρά σαν ξεφυλλισμένα κλαριά. Έτσι απόμεινε αμάζευτο το χαμολόι, να σαπίζει λιπαίνοντας τα λιοχώραφα και αναδύοντας μιαν ευωδιά χυμένου λαδιού, σαν παραφορτωμένο από καντηλέρια εικόνισμα.
«Μόνο η δύστυχη η θεια Ποτούλα αψήφησε τότες το χιονιά», ξανάπε η γριά Πιτρόπισσα με το γερό μνημονικό και σκάλισε τη φωτιά. Κι οι γειτόνισσες έστησαν αυτί για ν’ ακούσουν την ιστορία. «Πάνε χρόνια πολλά, παιδούλα ήμουνα και γέρασα», συνέχισε η Πιτρόπισσα και πήρε βαθιά ανάσα, για να θυμηθεί καλύτερα.
Η θεια Ποτούλα, γερασμένη πριν την ώρα της από τα «πάθια» -όπως θα ’γραφε κι ο βασανισμένος κυρ Αλέξανδρος απ’ τη «Σκίαθο»- δεν μπορούσε να κάμει κι αλλιώς. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, από τα χρόνια ακόμα που είχε ξανθές πλεξούδες στα μαλλιά, μάζευε χαμολόι. Αυτό ήταν το μοναδικό της εισόδημα. Το πήγαινε στο λιοτρίβι, της έδιναν ένα-δυο δοχεία λάδι κι έβγαζε τη χρονιά.
Δεύτερο μισοφόρι δεν είχε, ούτε χοντρότερη κάπα και τα πολυφορεμένα υποδήματα άφηναν την υγρασία να περνά και να της περονιάζει τα πόδια. Κρύο, ξεκρύο, αυτή το χάραμα ανηφόριζε το μονοπάτι για τις Ράχες. Σ’ εκείνο τον τόπο τής είχε παραχωρήσει το δικαίωμα κάποια σπλαχνική οικογένεια να μαζεύει το χαμολόι. Μόνο μια στιγμή στεκόταν έξω από το μικρό ναΐσκο του νεκροταφείου, για να πάρει μιαν ανάσα από τον συνεχή ανήφορο, να κάμει ένα σταυρό και συνέχιζε πάλι την ανηφοριά. Τι να ευχόταν άραγε; Να στείλει ο Θεός λίγο τον ήλιο να τη ζεστάνει ή να την πάρει μιαν ώρα αρχύτερα και να γλυτώσει μια και καλή τα βάσανα;
Εδώ οι γειτόνισσες διχάστηκαν και καθώς η Πιτρόπισσα πήρε να πιει λίγο νερό, γιατί το πες-πες απ’ τη μια κι η δυνατή φωτιά απ’ την άλλη, είχαν ξεράνει το λαρύγγι της, εκείνες άρχισαν ν’ αντιδικούν ποια τάχα ευχή να προτίμησε η άμοιρη χαμολογίστρα. Μα γρήγορα, η πρώτη του χορού ξαναπήρε το λόγο κι αμέσως ησύχασαν, χωρίς πάντως να καταλήξουν σε οριστικό συμπέρασμα.
Οι μέρες διάβαιναν, μα το μόνο που άλλαζε ήταν ο βοριάς, που άλλοτε φυσούσε δυνατός και ξερός κι άλλοτε σιγανός φέρνοντας καινούργιο χιόνι να στοιβαχτεί πάνω στο ήδη στρωμένο. Κι εκείνη σκυμμένη γέμιζε τις φούχτες της με λιόκαρπο και τον σύναζε στην ποδιά της. Κι αφού μαζευόταν αρκετός, τον άδειαζε σ’ ένα τσουβαλάκι, ως είκοσι οκάδες, το οποίο κουβαλούσε στην πλάτη το σούρουπο, μέχρι τις παρυφές του χωριού, όπου βρισκόταν το λιοτρίβι. Για να ξεχνιέται αναθυμόταν παλιές στιγμές και συχνά σιγοτραγουδούσε ή χαμογελούσε αμήχανα, βυθισμένη στις μνήμες της. Δεν είχε βέβαια και πολλά ευχάριστα ν’ αναπολήσει. Πίκρες, πίκρες και ξανά πίκρες είχαν αφήσει τα ίχνη τους βαθιά χαραγμένα στο ανέκφραστο και σκληρό πρόσωπό της.
«Αγνώστου πατρός!», τόνισε με στόμφο η γρια Πιτρόπισσα, φέρνοντας στα χείλια της την κούπα με τον αχνιστό γλυκό καφέ. Οι γειτόνισσες κοιτάχτηκαν με νόημα.
Πολλοί λέγανε πως ήταν κόρη του συχωρεμένου του κυρ Αποστόλη του λαδέμπορου, που φημιζόταν για μεγάλος μπερμπάντης στα νιάτα του.
«Του ’φερνε λίγο στο πηγούνι. Αλλά και τα μάτια της, φτυστά τα δικά του ήτανε, Θε μου σχώραμε!», συνέχισε η Πιτρόπισσα, και στρέφοντας τη ματιά προς τα εικονίσματα, σταυροκοπήθηκε, γιατί την ώρα εκείνη ένα χοντρό κούτσουρο που είχε μισοκαεί έσπασε στα δυο σκάζοντας με θόρυβο και τινάζοντας δεκάδες μικρές φλογίτσες προς τα πάνω.
Άλλοι πάλι λέγανε πως ήταν κόρη ξένου φαντάρου, από αυτούς πού είχαν στρατοπεδεύσει κάποτε στα μέρη τους. Έτσι εξηγούσαν το ξανθό μαλλί της και το χιονόλευκο δέρμα της. Εξ άλλου η μάνα της δεν φημιζόταν για την ηθική της.
«Ούτε η ίδια θα ’ξερε τον πατέρα», είπε χαιρέκακα κάποια απ’ τις γειτόνισσες, από κείνες που δεν χάνουν την ευκαιρία να κακολογήσουν τους άλλους.
Μα μήπως η Ποτούλα είχε γνωρίσει τη μάνα της; Ορφανή την είχε αφήσει στα μικράτα της, κι απόμεινε δουλικό σε μιαν άκληρη θεια της, την Ευτυχία. Για καλή της τύχη δηλαδή, γιατί η Ευτυχία ήταν μεν φτωχή, αλλά είχε το κούτελο ψηλά, αν και είχε χηρέψει πρόωρα χωρίς ν’ αποκτήσει παιδιά. Με τη θεια της πρωτοβγήκε στο χαμολόι. Ύστερα πέθανε κι αυτή και απόμεινε μόνη να ξενοδουλεύει για να ζει. Κάποιοι άλλοι μακρινοί συγγενείς τής έκλεισαν τις πόρτες. Ποιος να νοιαστεί για ένα ορφανό και μπάσταρδο; Αν είχε τουλάχιστον κάποιο κομμάτι γης στο όνομά της, ίσως βρισκόταν κάποιος να την πάρει. Κανένας χηρευάμενος ή κανένας ξεμεινεμένος. Αλλά χωρίς ένα κεραμίδι, χωρίς μια ρίζα ελιά… απόμεινε λεύτερη. Τα χρόνια πέρασαν, το ξανθό μαλλί της αραίωσε, το φωτεινό της πρόσωπο χλόμιασε και ρόζιασε, η ράχη της λύγισε και τα πόδια της κουράστηκαν. Μα πάντα σαν έφθανε η εποχή, η θεια Ποτούλα μάζευε τα ξένα χαμολόγια για να βγάλει το λάδι της. Στα γεράματα δεν είχε ούτε το καθημερινό της. Ευτυχώς κάποιες πονετικές γειτόνισσες φρόντιζαν γι’ αυτήν να έχει ένα πιάτο φαγί.
«Ας είναι καλά η παπαδιά που της έδινε πού και πού κανένα πρόσφορο», συμπλήρωσε η καλά πληροφορημένη Πιτρόπισσα, «αλλιώς ψωμί δε θα ’τρωγε». Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια για τη θεια Ποτούλα.
Σαν έφθασε στις Ράχες κείνο το πρωινό η φτωχή χαμολογίστρα, κατάλαβε ότι η μέρα θα περνούσε πιο δύσκολα από τις προηγούμενες. Έσφιξε όσο γινόταν το τσεμπέρι, ανασήκωσε την ποδιά κι έσκυψε στο παγωμένο χώμα. Σπυρί-σπυρί άρχισε να μαζεύει τις σκορπισμένες ελιές μέσ’ απ’ τα τριφύλλια. Γρήγορα τα χέρια της μούσκεψαν και ξύλιασαν. Τα ’τριψε, τα ’βαλε μέσα στις δίπλες της ποδιάς της, αλλά μάταια. Δεν μπόρεσε να τα ζεστάνει. Ήταν η πιο δύσκολη μέρα. Προσπάθησε να ξαναρχίσει το χαμολόγισμα. Αλλά σε λίγο αναγκάστηκε να ξανατρίψει τα παγωμένα δάχτυλά της και να τα κρύψει πάλι στην ποδιά της. Πολλές φορές χρειάστηκε να κάνει την ίδια κίνηση κι όλο σήκωνε το βλέμμα ψηλά, ελπίζοντας πως κάποια ηλιαχτίδα θα βρει τον τρόπο να διασχίσει τα μαύρα σύννεφα και να τη ζεστάνει. Αλλά μάταια. Κείνο το πρωινό, εκτός από τους ανθρώπους, φαίνεται πως την είχε ξεχάσει και ο Θεός.
Και ξαφνικά πήρε να γελά! Μέσα στον χαλασμό με το βοριά να λυσσομανά και το κρύο να περονιάζει, η θεια Ποτούλα γελούσε! Είχε θυμηθεί τη θεια της την Ευτυχία, που συχνά τη μάλωνε όταν, κοριτσάκι ακόμα, έκρυβε τα χεράκια της στα φουστάνια της για να ζεσταθεί. Πάντα της έφτιαχνε τη διάθεση η ανάμνηση της θειας της. Γιατί ήταν ο μόνος άνθρωπος που πραγματικά τη συμπόνεσε και τη νοιάστηκε.
Προσωρινά πήρε κουράγιο κι έσκυψε πάλι στο χώμα. Άρχισε να μαζεύει τον καρπό με γρήγορες κινήσεις, ενώ το μυαλό της απόμεινε στη θύμηση της θειας της και το χαμόγελο συνέχισε να χαράζει τα παγωμένα χείλια της. Μα σύντομα κουράστηκε. Κι ο βοριάς αντί να λιγοστεύει δυνάμωνε. Σαν είδε και απόειδε, αποφάσισε να κουρνιάξει σ’ ένα κατάρμακο, σε μιαν απανεμιά, όσο να περάσει το μεγάλο κακό. Ξαναθυμήθηκε τα μικράτα της, τα λίγα χαρούμενα χρόνια που πέρασε κοντά στη θεια της, τα τραγούδια και τα νανουρίσματα που της έλεγε, τις ορμήνιες της. Ένιωσε όμορφα.
Ξανάπιασε να γελά. Γύρω της ο βοριάς σφύριζε όλο και πιο δυνατά, μα αυτή τυλιγμένη στην παλιά ξεφτισμένη κάπα της, ζεσταινόταν από το γέλιο που τράνταζε τα πνευμόνια της. Σε λίγο θυμήθηκε ένα παλιό παιδικό τραγουδάκι και βάλθηκε να το ψάλει:
Όσο κι αν φυσά ο βοριάς, έχω ζέστα στην καρδιά.
Τα χεράκια μου τα κρύβω, την ψυχή μου δεν ανοίγω.
Εκεί στις Ράχες, σ’ ένα κατάρμακο, σε μιαν απανεμιά, τη βρήκαν ξυλιασμένη το σούρουπο δυο χωριανοί που περνούσαν τυχαία.
«Κι είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο η Χριστιανή!», απόσωσε η Πιτρόπισσα.
«Θεός σχωρέστην!» και σταυροκοπήθηκε μαζί με τις γειτόνισσες.
Θ. Μπελίτσος (1995)
Από τη συλλογή μου «Κυνηγός ονείρων» (2014)
Πρώτη δημοσίευση: «Νέα Εστία» 1634 (1.8.1995), τόμ. 138, σσ. 979-981

Ευχαριστώ για την προσφορά Θόδωρε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Γιώργο.
Διαγραφή