Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα.
Επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται.
Ο Σαλοπετρής είχε αρχίσει πάλι να ψέλνει τη νεκρώσιμη ακολουθία έξω από το εμπορικό του Απόστολου Σενεριζή. Είχε την πλάκα του ο Πετρής ο σαλός, η συνείδηση της γειτονιάς, αλλά αλίμονο σ’ όποιον τον έπαιρνε στην πλάκα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γύριζε μ’ ένα ποδήλατο. Αγέραστος.
Μωρά γεννιόντουσαν, ο Πετρής παρών με τη ευχή:
«Να σου ζήσει, θεια. Γούρικο, νάναι, γούρικο!»
Ξεκινούσε το σχολειό, ο Πετρής σάρκαζε:
«Αντέστε, να δούμε τι θα καταλάβετε. Αντέστε, να παραμορφωθείτε!»
Το δάσκαλο τον είχε στο μάτι, γιατί τον είχε διώξει από το σχολειό. «Είσαι μεγάλος ρε Σαλέ», του είχε πει. «Σάλια στη μούρη σου», του απάντησε ο Πετρής και όπου τον συναντούσε τον έψελνε.
Γύριζαν τ’ αγόρια από το στρατό, ο Πετρής επί της υποδοχής:
«Έγινες άντρας; Και τι κατάλαβες; Τώρα θες γυναίκα. Καλά να πάθεις!»
Πάντα χαμογελαστός, καλοδεχόταν τους ξένους, με ένα: «Γεια σου φίλε». Άμα τον αγνοούσαν, δεν χαριζόταν: «Να φας την κοπριά σου, ρε! Για δες μούτρο; Ξινίλα! Ε, ξινίλα!».
Φτωχούς και πεινασμένους, τους φρόντιζε:
«Πεινάς, ρε; Μίλα, πεινάς; Περίμενε»
Μπούκαρε στο φούρνο, βουτούσε ένα καρβέλι φωνάζοντας στο φούρναρη:
«Είναι ένας που πεινάει. Σκάσε και μη μιλήσεις, θα σε ψάλω!»
Τους μπατίρηδες που το χειμώνα τουρτούριζαν, ειδικά τα παιδιά, τα έπαιρνε υπό την προστασία του:
«Κρυώνεις, μωρό μου;»
Έμπαινε φουριόζος στο εμπορικό, βουτούσε μια ζακέτα, ένα πουλόβερ, ένα κασκόλ φωνάζοντας στον υπάλληλο:
«Σκάσε ρε, θα σε ψάλω!»
Το έλεγε και το εννοούσε. Αν κάποιος τον κυνηγούσε, τον έψελνε. Στηνόταν έξω από το μαγαζί ή το σπίτι του κι άρχιζε:
Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα…
Έψελνε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία. Την άλλη μέρα, την παρ’ άλλη, ξανά και ξανά, μέχρι να πετύχει το σκοπό του.
Ο Σαλοπετρής, η συνείδηση της γειτονιάς.
Σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες πάντα παρών με δηκτικό λόγο. Στις κηδείες, όταν ο παπάς έφτανε στο «ου παραμένει ο πλούτος», δεν κρατιόταν:
«Ή τα λες ή δεν τα λες, τώρα δεν σ’ ακούει παπά! Του τά ’χα πει εγώ, αλλά πού αυτός!»
Μεγάλο άχτι είχε τον κυρ-Αποστόλη Σενεριζή, το μεγαλέμπορο με τις δίδυμες κόρες. Γιατί στο μαγαζί του, στην είσοδο, είχε μια βαριά σιδερένια πόρτα με κουδουνάκι και δεν μπορούσε να τον αιφνιδιάσει να του βουτήξει κάτι και να το δώσει σε κανένα μπατιρόπαιδο. Αλλά τα κορίτσια, τη Νένη και τη Λιλή, τα λάτρευε. Και κείνες τον αγαπούσαν. Του δίνανε κρυφά τρόφιμα, με την παράκληση να μην ψέλνει τον πατέρα τους. Έτσι ο Σενεριζής γλύτωνε το ψάλσιμο αλλά ο Πετρής τον έλουζε αλλιώς:
«Από αγκάθι βγαίνει ρόδο», του φώναζε περνώντας με φόρα δίπλα του.
Όταν μαθεύτηκε ότι τα δυο κορίτσια κάηκαν στο Νησί μέσα στο σινεμά, για πρώτη φορά έχασε το χαμόγελό του. Μελαγχόλησε. Περπατούσε αμίλητος στα σοκάκια, χωρίς όρεξη. Για μέρες δεν έψελνε κανέναν, ώσπου ξέσπασε:
«Όχι τα κορίτσια, ρε!», τριγυρνούσε και φώναζε μουντζώνοντας τον ουρανό.
«Τι σου φταίξανε, ρε! Ήταν άγγελοι! Τα κοριτσάκια ρε ήθελες; Ου να μου χαθείς, πορνόγερε!» και μούντζωνε ξανά και ξανά προς τα σύννεφα. Ούτε ο παπάς, τον οποίο γενικά σεβόταν, κατάφερε να τον ηρεμήσει:
«Άσε με παπά, μη σε ψάλω και σένα και το Θεό σου μαζί», του αντιγύρισε.
«Το Σενεριζή, τον αγιογδύτη, έπρεπε να πάρεις ρε!» και δώσ’ του φασκελώματα στον ουρανό. «Τι μας τον άφησες εδώ, να μυξοκλαίει. Θα τον ψέλνω μέχρι να πεθάνει, τον αχόρταγο».
Το ’πε και το ’κανε. Κατασκήνωσε έξω από το εμπορικό του και έψελνε ολημερίς τη νεκρώσιμη ακολουθία. Βδομάδες γινόταν αυτό. Ώσπου ένα πρωί ο Σενεριζής άνοιξε την πόρτα και τον φώναξε με ήρεμο ύφος.
«Πετρή, έλα μέσα».
Ο Σαλοπετρής προς στιγμήν σάστισε. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει τον Απόστολο Σενεριζή έτσι, δεκτικό και καλόγνωμο.
«Τελικά, είσαι και συ άνθρωπος», είπε. «Θεός σχωρέστες. Κρίμα ήτανε. Δεν θέλω τίποτα. Μόνο κάνε κάτι να τις θυμάται ο κόσμος, αν θες να τις ξανασυναντήσεις στον Παράδεισο. Γιατί αυτές είναι εκεί. Για σένα, που έχεις κατακλέψει τον κόσμο, δεν ξέρω». Κι έφυγε κλαίγοντας.
Το Σαλοπετρή, τη συνείδηση της γειτονιάς, δεν τον αναφέρει κανένα βιβλίο. Όμως, υπήρξε. Συνέχισε για χρόνια να ψέλνει τους άδικους και τους αχόρταγους, ώσπου χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνος. Κάποιοι είπανε πως για τελευταία φορά τον είδανε στο Νησί πλάι στον τάφο ενός παλιού σοφού.
Θ. Μπελίτσος
Από την σπονδυλωτή νουβέλα «Ζωές μετά…» (2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου