Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Εννέα έξι τρία

  

Στο σχόλασμα έτρεξα προς το Γουέμπλεϊ, την αλάνα δίπλα στο σχολείο. Είχαμε κανονίσει να παίξουμε ένα δίτερμα πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας. Βρήκα την ομάδα μαζεμένη σε μια γωνιά γύρω από ένα τρανζιστοράκι: Μπαλωμένος, Ρεπανάς, Ροδίτης, Τσακιράκης, όλοι ήταν εκεί. Δίπλα τους ο Σαλιάρης κρατούσε το πονεμένο του κεφάλι. Είχε μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, ήταν φανερό πως κάποιος τον είχε χτυπήσει. Ξαφνικά άρχισε να τρέχει και να φωνάζει:

«Ντούρλα βρωμιάρη, τα σουβλάκια σου είναι σάπια! Ντούρλα βρωμιάρη…».

«Τζερόνιμο ακούτε, ρε;», φώναξα εννοώντας τον «Τζερόνιμο Γκρούβι», τον πιο διάσημο ραδιοπειρατή της εποχής.

«Σσσς!», μου έκαναν όλοι με το δάχτυλο στο στόμα. Πλησίασα ν’ ακούσω πιο καθαρά.

-ο-ο-ο-

 Τον Σακκά δεν τον πήγαινα καθόλου. Είχε ένα ύφος, πώς να το πω ρε παιδί μου, του παντογνώστη, που σε έκανε να τρέμεις όταν ρωτούσε κάτι. Ήταν βέβαια και το μάθημα που μας έκανε, η άλγεβρα, το χειρότερό μου. Γεωμετρία και τριγωνομετρία κάτι σκάμπαζα αλλά από άλγεβρα γρυ. Πολυώνυμα, εξισώσεις, μιγαδικοί, κοινοί διαιρέτες, κοινά πολλαπλάσια, ζαλούρα σκέτη. Εκείνος ατάραχος δεν δεχόταν με τίποτα μεσοβέζικες λύσεις. Το αλάθητο του Πάπα προσωποποιημένο.

«Μα κύριε, βρήκα τη διακρίνουσα».

«Και λοιπόν! Δεν επιλύθηκε η εξίσωσις, συνεπώς μηδέν».

Παρασκευή πρωί, πρώτη ώρα, Σακκάς, άλγεβρα. Ό,τι πρέπει για να φτιάξει τη μέρα σου. Κάτι ψιθυριζόταν για διαγώνισμα αλλά με τον Σακκά δεν ήσουν ποτέ σίγουρος. Μπήκε μέσα αγέρωχος, όπως πάντα, με τον πέτσινο χαρτοφύλακα υπό μάλης, κατά την ορολογία της εποχής. Εμείς, όρθιοι, κλαρίνα, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.

«Καθίστε, καθίστε», είπε με ασυνήθιστα μειλίχιο ύφος. «Δεν θα γράψουμε σήμερα τεστ», συνέχισε.

Στο ομαδικό ξεφύσημα ανακούφισης της τάξης, αντέδρασε με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα, το οποίο εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως από τα χείλια του.

«Δυο ασκησούλες θα σας δώσω. Θα τις λύσει καθένας μόνος του και μετά θα τις κάνουμε στον πίνακα, για να δείτε τα λάθη σας». Ασυνήθιστο κι απρόσμενο από τον Σακκά.

«Τσακιράκη, στον πίνακα να γράψεις την πρώτη», διέταξε. «Οι υπόλοιποι στα τετράδια σας, έχετε δεκαπέντε λεπτά και τσιμουδιά. Όχι συνεργασίες, δεν θα σας βαθμολογήσω άλλωστε». Αυτό δεν ήταν «Σακκάς», ήταν κάτι άλλο!

Άσκησις πρώτη: «Να αναλυθεί ο αριθμός 963 εις γινόμενον πρώτων παραγόντων».

«Εννιά έξι τρία»! Μας δουλεύει, σκέφτηκα. Το πρωί στο δρόμο για το σχολείο, ο Μαρίνος ο Σαλιάρης γύριζε τις γειτονιές και φώναζε «εννέα έξι τρία, εννέα έξι τρία!». Από πίσω του τρέχανε κάμποσα πιτσιρίκια φωνάζοντας κι αυτά το ίδιο.

Στο πεντάλεπτο ο Ροδίτης κι ο Ρεπανάς είχαν σηκώσει χέρι. Στο δεκάλεπτο σχεδόν όλοι. Εγώ τίποτα, πάσχιζα ακόμα να διαιρέσω με το τρία αλλά η διαίρεση έβγαινε λάθος. Στο μυαλό μου είχε κολλήσει το σύνθημα του Σαλιάρη «εννέα έξι τρία». Τον Σαλιάρη δεν ήταν να τον παίρνεις στα σοβαρά. Του δίνανε ένα δίφραγκο κι έκανε τον τελάλη για τα μαγαζιά: «Κούρεμα, ξύρισμα στου Σάββα, στον πιο καλό μπαρμπέρη της Αθήνας!», τέτοια. Το «εννέα έξι τρία» ήταν μυστήριο. Το κουβεντιάσαμε λίγο στο προαύλιο πριν χτυπήσει το κουδούνι το πρωί: κάποιο καινούργιο καφενείο θα είναι, είπαμε και το ξεχάσαμε.

Το τέταρτο πέρασε, τη λύση δεν την βρήκα, την αντέγραψα από τον Ροδίτη που είχε σηκωθεί στον πίνακα: «963 = 32 * 107». Ο Σακκάς έσκυψε, είδε το τετράδιό μου και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη:

«Μπράβο, σημείωσε τη λύση για να την μάθεις».

«Σίγουρα αυτός δεν είναι ο Σακκάς», σκέφτηκα.

«Μπαλωμένε, σήκω να γράψεις στον πίνακα τη δεύτερη άσκηση».

Άσκησις δευτέρα: «Να επιλυθεί το τριώνυμον x2 + 10x - 189 = 0»

«Έχετε είκοσι λεπτά, όποιος βρει τη διακρίνουσα να σηκώσει το χέρι του για να του πω την τετραγωνική ρίζα», έδωσε την κατεύθυνση ο Σακκάς.

Με τις δευτεροβάθμιες τα πήγαινα πιο καλά. Απαλλαγμένος από τη σκέψη του Μαρίνου του Σαλιάρη, έσκυψα στο τετράδιο και υπολόγισα τη διακρίνουσα από τους πρώτους:

Δ = β2 - 4αγ = 102 - 4 * 1(-189) = 100 + 756 = 856.

Σήκωσα ολόχαρος το χέρι μου. «Μπράβο, με εκπλήσσεις», είπε ο Σακκάς. Έσκυψε και μου ψιθύρισε την τετραγωνική ρίζα του 856: 29,26. Στην επίλυση μπερδεύτηκα λίγο με τα πρόσημα, με πρόλαβαν άλλοι, πέρασε το εικοσάλεπτο κι ο Σακκάς σήκωσε τον Ρεπανά. Όταν υπολόγισε τις λύσεις στον πίνακα, έπαθα σοκ:

Χ1 = -19,63

Χ2 = +9,63

«Όχι πάλι!», ψιθύρισα αλλά καθώς η φωνή μου είναι βαρύτονη ακούστηκε πεντακάθαρα στην απόλυτη σιγή που επικρατούσε.

«Μπελίτσο, τι έπαθες;», με αγριοκοίταξε ο Σακκάς.

«Με παραξένεψε η σύμπτωση των αριθμών», είπα δειλά προσμένοντας την κατσάδα. «Με συγχωρείτε».

«Μη ζητάς συγγνώμη, συμβαίνει αυτό καμιά φορά», απάντησε ήρεμα.

«Δεν είναι ο Σακκάς αυτός», ξανασκέφτηκα. Είχα ξεθαρρέψει κι ετοιμαζόμουν να του εξηγήσω με πιο πολλές λεπτομέρειες την σύμπτωση των αριθμών αλλά με πρόλαβε το κουδούνι για το διάλειμμα.

Την επόμενη ώρα είχαμε αγγλικά με τον Τζιμόγλου. Ευχάριστος τύπος, με χοντρά γυαλιά, πατομπούκαλα, δεν μας πίεζε ιδιαίτερα. Γνώριζε ότι οι πιο πολλοί είχαμε ήδη πάρει το Lower και σνομπάραμε το μάθημα. Απαιτούσε όμως να κάνουμε ησυχία, «για όσους συμμαθητές σας δεν έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τη γλώσσα εκτός σχολείου», όπως μας έλεγε συμβουλευτικά και το σεβόμασταν.

Το 963 είχε μείνει γραμμένο ψηλά στον πίνακα. Ο Τζιμόγλου, αν και έγραψε πολλά, δεν το έσβησε. Προς το τέλος της ώρας, ενώ έγραφε μια άσκηση στον πίνακα, σημείωσε δίπλα στον αριθμό τρία γράμματα: ΚHz. Συνέχισε να γράφει την άσκηση, μιλώντας αγγλικά σα να μονολογούσε: “Find the meaning, find the meaning...”. Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι, οι πιο πολλοί δεν δώσαμε σημασία· το μυαλό μας ήταν στο διάλειμμα.

Στο σχόλασμα έτρεξα προς το Γουέμπλεϊ, την αλάνα δίπλα στο σχολείο. Είχαμε κανονίσει να παίξουμε ένα δίτερμα πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας. Μπαλωμένος, Ρεπανάς, Ροδίτης, Τσακιράκης, όλη η ομάδα ήταν εκεί, μαζεμένη σε μια γωνιά γύρω από ένα τρανζιστοράκι.

«Τζερόνιμο ακούτε, ρε;» φώναξα εννοώντας τον «Τζερόνιμο Γκρούβι», τον πιο διάσημο ραδιοπειρατή της εποχής.

«Σσσς!», μου έκαναν όλοι με το δάχτυλο στο στόμα. Πλησίασα ν’ ακούσω πιο καθαρά:

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων». Μετά τραγούδια του Μίκη και συνθήματα: «Ψωμί παιδεία ελευθερία, Όλοι ενωμένοι, Κάτω ο Παπαδόπουλος, Έξι χρόνια αρκετά δεν θα γίνουνε εφτά» κι άλλα τέτοια. Δίπλα τους ο Σαλιάρης άκουγε κι αυτός το σταθμό. Ήταν κλαμένος. Είχε μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, ήταν φανερό πως κάποιος τον είχε χτυπήσει.

Από μακριά φάνηκε ο Ντούρλας ο σουβλατζής, ο νταής της γειτονιάς, με δυο-τρεις άλλους. Ο Σαλιάρης σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει. Κρατούσε το πονεμένο κεφάλι του και φώναζε:

«Ντούρλα βρωμιάρη, τα σουβλάκια σου είναι σάπια! Ντούρλα βρωμιάρη… Ποτέ σουβλάκια απ’ του Ντούρλα!».

Σηκωθήκαμε κι εμείς βιαστικά. Με τον Ντούρλα και τη χαφιεδοσυμμορία του δεν ήταν να μπλέξεις.

«Σε ποια συχνότητα τον πιάνετε, ρε;», τους φώναξα.

«Στα 963 KHz, στα μεσαία, γραμμένο στον πίνακα ήταν, δεν το είδες;»

"Βρε τον Σακκά", σκέφτηκα, "και δεν του τόχα, αλλά κι ο πατομπούκαλος, άλλη έκπληξη κι αυτός". Έβαλα την σάκα στην πλάτη κι έφυγα τρέχοντας πίσω από τον Σαλιάρη, φωνάζοντας:

«Ντούρλα βρωμιάρη… εννέα έξι τρία! Ντούρλα βρωμιάρη… εννέα έξι τρία». 

Θοδωρής Μπελίτσος, πενήντα χρόνια μετά

 ΥΓ. Την ιδέα πήρα από τη ριψοκίνδυνη στάση κάποιων καθηγητών στα ακαδημαϊκά φροντιστήρια της Αθήνας, οι οποίοι τις ημέρες της εξέγερσης έγραφαν δήθεν αδιάφορα στον πίνακα τη συχνότητα του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου. Κατά τα άλλα το διήγημα είναι καθαρή μυθοπλασία.

Θ.Μ. 17.11.2023

1 σχόλιο: