Στη μνήμη του Ζακ.
Έσφιξε το σακίδιο στην πλάτη και άρχισε να τρέχει. Ένα καρβέλι είχε, λίγα κέρματα και ένα βιβλίο με παραμύθια, δώρο του παππού του. Αλλά εκείνοι δεν το ήξεραν. Η πλατεία είχε γεμίσει πάλι από φουσκωμένα μπράτσα με τατουάζ. Μανιασμένα μαρσαρίσματα κυνηγούσαν μελαμψές φιγούρες. Γωνία Χέυδεν και Φυλής τον πρόφτασε ένα ξύλινο κοντάρι και τον έριξε στο πεζοδρόμιο.
«Άρπα τη, μωρή
σκουριά!», γκάριξε ένα λαρύγγι.
Απέναντι στο
Ινδικό εστιατόριο είχανε σπάσει την τζαμαρία και κάνανε πλιάτσικο. Ένα μπράτσο τράβηξε
με δύναμη το σακίδιο από την πλάτη του. Ένιωσε τα χέρια του να ξεκολλάνε από τους
ώμους. Έβγαλε μια κραυγή και λιποθύμησε.
-ο-ο-ο-
Στα λιβάδια του
Πεσαβάρ, ο παππούς του, καθισμένος δίπλα στο ποτάμι, του διάβαζε την ιστορία
του Θεού, όταν είχε φτιάξει τον κόσμο. Πώς τον είχε μοιράσει σε κομμάτια και είχε
δώσει από ένα σε κάθε πλάσμα. Στα πουλιά είχε δώσει τον αέρα, στα ψάρια το
νερό, στα έντομα τα δέντρα, στα φίδια το χώμα. Όταν έπλασε τους ανθρώπους δεν
είχε μείνει τίποτα να τους δώσει. Τότε σκέφτηκε να τους δώσει μυαλό, ώστε να
μπορούν να ζήσουν παντού. και στο χώμα και στο νερό και στα δέντρα
και στον αέρα.
Αλλά οι
άνθρωποι έγιναν αχόρταγοι. Απλώθηκαν σε όλη την πλάση διώχνοντας τα υπόλοιπα
πλάσματα. Ώσπου ο αέρας έμεινε χωρίς πουλιά, το νερό χωρίς ψάρια, το χώμα χωρίς
φίδια, τα δέντρα χωρίς έντομα. Έπειτα ο ένας άρχισε να διώχνει τον άλλο από τον
τόπο που ζούσε. Ώσπου απόμειναν μόνοι. Τότε κατάλαβαν πως μόνοι τους δεν
μπορούν να ζήσουν αλλά ήταν πια αργά. Άρχισαν ένας-ένας να πεθαίνουν.
«Γι’ αυτό, ποτέ
μην κυνηγήσεις άλλους ανθρώπους», τέλειωνε την ιστορία ο παππούς του.
Πέρασαν αιώνες
από τότε. Με το παραμύθι του παππού του, ένα καρβέλι και λίγα κέρματα ταξίδεψε σε
χιονισμένα βουνά, σε ξερές πεδιάδες, σε σκουριασμένες καρότσες, σε
μουχλιασμένες αποθήκες, σε σάπιες βάρκες, ώσπου βρέθηκε σε ένα φανάρι στην οδό
Αριστοτέλους να καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων με απορημένο βλέμμα.
-ο-ο-ο-
Ένιωσε να
πνίγεται. Δυο μπότες τον είχαν σταυρώσει στο πεζοδρόμιο κι ένα ανοιχτό
παντελόνι κατουρούσε στη μούρη του. Τον πέταξαν στο δρόμο. Άκουσε φρένα να στριγγλίζουν,
κορναρίσματα να προσπερνούν. Βρήκε το σακίδιο ξεσκισμένο και άδειο. Αλλά το βιβλίο
με τα παραμύθια ήταν εκεί, στο ρείθρο. Μισοβρεγμένο αλλά ζωντανό.
«Κρίμα να μην
ξέρουν παστούν*», σκέφτηκε. «Θα τους έδινα να διαβάσουν το παραμύθι του παππού
μου».
Το μάζεψε, κάθισε
σε ένα σκαλοπάτι κι άρχισε να ξεφυλλίζει την ιστορία του κόσμου.
*παστούν: η
γλώσσα που μιλούν στο Πακιστάν.
Θοδωρής
Μπελίτσος,
Ν.
Σμύρνη, 20 Απριλίου 2018
Το σκίτσο είναι από: http://www.efsyn.gr/live/anaziteitai-allileggyi-gia-toys-prosfyges
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου