Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Άννη: "Η Δροσοστάλακτη"


Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, ζούσε πάνω σε ένα βουνό ένα όμορφο παλικάρι. Ζούσε μόνο του, γιατί όλοι είχαν χαθεί. Του άρεσε τα βράδια να βγαίνει και να περπατάει. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ πέρασε στην απέναντι πλευρά του βουνού και βρέθηκε κοντά σε μια λίμνη. Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το ολόγιομο φεγγάρι καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης. Άκουσε κάτι περίεργους θορύβους. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν το παιχνίδισμα του φεγγαριού με το νερό. Πλησιάζοντας, όμως, είδε σκιές ανάμεσα στα δέντρα που ήταν δίπλα στην λίμνη. Τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες, πιασμένες χέρι-χέρι, με ξέμπλεκα μακριά μαλλιά να κάνουν κύκλο χορεύοντας και τραγουδώντας. Τα φορέματά τους ήταν από πέταλα λουλουδιών και έμοιαζαν σαν πολύχρωμα μπουκέτα.

Για αρκετή ώρα τις κοίταζε μαγεμένος από την ομορφιά τους. Σιγά-σιγά και μία-μία έφευγε από τον χορό, έβγαζε το φόρεμά της, έμπαινε στο νερό της λίμνης και χανόταν. Για αρκετή ώρα έμεινε στο ίδιο σημείο να κοιτάζει, μην μπορώντας να καταλάβει αν ήταν αλήθεια ή φαντασία όλο αυτό. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, όμως, άκουσε ένα κλάμα. Κοίταξε καλύτερα. Στην άκρη της λίμνης καθόταν μια μικρή νεράιδα και έκλαιγε. Την πλησίασε διστακτικά. Εκείνη όταν αντιλήφτηκε την παρουσία του, γύρισε, τον κοίταξε αλλά συνέχισε να κλαίει. Κάθισε εκεί για αρκετές ώρες. Θα κόντευε ξημέρωμα, όταν την ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνη σηκώθηκε, έβαλε τα πόδια της μέσα στα νερά της λίμνης και άρχισε να του λέει την ιστορία της.
Πριν από πολλά φεγγάρια αγάπησε ένα παλικάρι, το οποίο την ξεγέλασε και φεύγοντας πήρε μαζί του το μαντήλι της. Έτσι, όμως, πήρε την δύναμή της και εκείνη έχασε την ευκαιρία να μένει άφθαρτη. Δηλαδή να μπορεί να ανανεώνεται σε κάθε πανσέληνο. Είχε δύο επιλογές ή να του πάρει την μιλιά ή να τον σκοτώσει. Όμως, πώς να το κάνει, αφού τον αγαπούσε; Έτσι τον άφησε να φύγει. 
Το παλικάρι τής είπε ότι την θαυμάζει για την επιλογή της. Τότε πρόσεξε ότι φορούσε ένα πολύ περίεργο φόρεμα. Την ρώτησε από τι είναι φτιαγμένο και του απάντησε κλαίγοντας:
-Από τσουκνίδες.
Εκείνος της χαμογέλασε.
-Ξημερώνει, πρέπει να φύγω, του είπε. Αν με προλάβει ο ήλιος θα μου κάψει τα φτερά. Έλα αύριο το βράδυ, θα είμαι εδώ, είπε και έφυγε τρέχοντας.
Το παλικάρι τής φώναξε:
-Πώς σε λένε;
Και εκείνη πριν χαθεί του απάντησε:
-Δροσοστάλακτη.
Το παλικάρι γύρισε στο σπίτι του και προσπαθούσε να καταλάβει αν όλα αυτά ήταν αλήθεια. Η επόμενη μέρα δεν περνούσε. Ευχόταν να βραδιάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν για να την ξαναδεί. Σκοτείνιασε και ξεκίνησε τρέχοντας για την λίμνη. Την βρήκε εκεί, στο ίδιο σημείο, μόνο που αυτήν την φορά χαμογελούσε. Κάθισε δίπλα της και της είπε:
-Σε ακούω.
-Αν μπορούσα να βγάλω το φόρεμά μου, ίσως να υπήρχε μια λύτρωση για μένα.
-Και γιατί δεν το κάνεις; την ρώτησε.
-Γιατί πονάω, όταν τραβάω της τσουκνίδες και το σώμα μου ματώνει.
-Θα το κάνω εγώ για σένα, της είπε.
-Μα δεν γίνεται.
-Άσε με να προσπαθήσω, της λέει.
Απλώνει τα χέρια του και ξεκινάει. Τραβώντας ένα-ένα φύλλο, έβλεπε τον πόνο στο πρόσωπό της. Εκείνος, όμως, συνέχισε. Και τα δικά του χέρια μάτωναν και πονούσαν. Όμως, συνέχιζε. Αυτό κράτησε ένα μήνα. Την τελευταία ημέρα, όταν τελείωσαν, τον ευχαρίστησε και του ζήτησε μια χάρη.
-Θέλω να ξαναέρθεις αύριο, για να με ακούσεις και μένα να χορεύω και να τραγουδάω.
Εκείνος της το υποσχέθηκε και την άλλη μέρα ξεκίνησε χαρούμενος για να πάει. Εκείνη τον περίμενε. Τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε. Του είχε κρύψει τόσα πράγματα. Κανείς θνητός δεν ακουμπάει νεράιδες. Αν γίνει αυτό, οι νεράιδες πεθαίνουν. Με ένα χαμόγελο, όμως, ξεκίνησε να χορεύει. Τραγουδούσε τόσο ωραία. Κάποια στιγμή άρχισε να ανασηκώνεται από το έδαφος, ήρθε κοντά του και χόρευε γύρω του. Το φόρεμά της ήταν πανέμορφο. Είχε κόκκινα πέταλα παντού. Άρχισε να το βγάζει. Δίπλα στο παλικάρι σχηματιζόταν ένας σορός από κόκκινα πέταλα. Τότε την άκουσε να του μιλάει.
-Για σένα αγάπη μου που δεν ζήτησες κανένα αντάλλαγμα, για σένα δίνω και την ζωή μου για να ζήσεις.
Τότε κατάλαβε ότι τα πέταλα δίπλα του ήταν ματωμένα. Προσπάθησε να την σταματήσει. Την πήρε αγκαλιά. Εκείνη τον φίλησε στο λαιμό και απλά χάθηκε.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Κάποιοι περαστικοί από την λίμνη μιλούσαν για ένα παλικάρι που κάθε πανσέληνο έκλαιγε με ματωμένα χέρια και αναζητούσε την Δροσοστάλακτη.
Είναι άραγε σωστό ή λάθος να ζεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει;
Η απάντηση δικιά σας.
Άννη*

*Η Άννη μάς εμπιστεύτηκε το ευαίσθητο παραμύθι της 
και το δημοσιεύουμε με μεγάλη χαρά. 
"The strange quark: Καταφύγιο λόγου"

5 σχόλια:

  1. Οταν ελεγα παραμυθια στα παιδια μου τοτε συνειδητοποιησα ποση τραγικοτητα κρυβεται σ αυτά. Προσπαθησα να φτιαξω δικα μου χαρουμενα παραμύθια αλλά δεν είχαν την ιδια μαγεία, το ίδιο μυστήριο. Με ταξίδεψε Θοδωρε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τα εύσημα στην Άννη, όχι σε μένα. Το "Άννη" δεν είναι δικό μου ψευδώνυμο. Είναι υπαρκτό πρόσωπο και τα στοιχεία της τα γνωρίζει το "Strange quark". Θοδωρής.

      Διαγραφή
  2. Καταπληκτικό!!!! Αννη θέλουμε και άλλα παραμύθια ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή