Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

«ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ...»

Το ιστορικό μυθιστόρημα της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου



Ομιλία κατά την παρουσίαση της α΄ έκδοσης του βιβλίου 
σε εκδήλωση του Λυκείου Ελληνίδων Λήμνου 
στο Γυμνάσιο Μύρινας (10 Αυγούστου 1997).

 Κυρίες και Κύριοι
 εκλεκτοί ακροατές της σημερινής εκδήλωσης,


 Είναι γενικά παραδεκτό ότι η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους την 29η Μαΐου 1453 υπήρξαν γεγονότα συνταρακτικά, τόσο για την Ελληνική όσο και για την παγκόσμια ιστορία. Τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτά και κυρίως η τραγική μορφή του τελευταίου αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δόνησαν τις ευαίσθητες καρδιές όλων των Ελλήνων, τόσο των απλών ανθρώπων όσο και των λογίων. Οι μεν πρώτοι, δηλαδή ο λαός, ο οποίος υπήρξε και το κυρίως θύμα της άλωσης, εξέφρασαν με δεκάδες παραδόσεις, θρύλους, τραγούδια και μοιρολόγια, τα συναισθήματα της απόγνωσης και της απελπισίας που ένιωσαν για την απώλεια της Πόλης και της Αγιασοφιάς, δηλαδή των δυο συμβόλων της πολιτικής και της θρησκευτικής τους ελευθερίας. Οι δεύτεροι, δηλαδή οι μορφωμένοι, οι πνευματικοί ηγέτες του Ελληνισμού, περιέγραψαν τα γεγονότα σε ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα, μέσω των οποίων διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας η τραγωδία της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα ένας από τους ιστορικούς της αλώσεως, ο Γεώργιος Σφραντζής, είχε σχέσεις με τη Λήμνο, αφού η μητέρα του ήταν από το νησί μας. Αξίζει εδώ να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση για να αναφέρουμε ότι ανάμεσα στα δεκάδες βυζαντινά ονόματα που ακούγονται μέχρι σήμερα στη Λήμνο υπάρχουν και τα βαφτιστικά ονόματα: Σφραντζής και Σφράντζενα, καθώς και το επώνυμο Σφραντζής στον Κοντιά.
 Η Μαρία Λαμπαδαρίδου, ως καταγόμενη από προσφυγική οικογένεια από τα νησιά του Μαρμαρά, υπήρξε από την παιδική της ηλικία, από τα γεννοφάσκια της θα λέγαμε, κοινωνός της πλούσιας λαϊκής παράδοσης γύρω από την πτώση της Πόλης και των θρύλων για την προσδοκώμενη απελευθέρωσή της. Το ίδιο το επώνυμό της, το οποίο παραπέμπει στους λαμπαδάριους αξιωματούχους των βυζαντινών ναών, την οδηγούσε νομοτελειακά θα λέγαμε στις βυζαντινές ρίζες της. Δεν είναι τυχαίο επομένως, που όλα τα μέχρι τώρα ιστορικά της μυθιστορήματα αναφέρονται στο Βυζάντιο. Όμως η συγγραφέας δεν αρκείται στην προφορική παράδοση. Αν και γνωρίζει καλά τους λαϊκούς θρύλους γύρω από το θέμα, δεν επαναπαύεται σ’ αυτούς. Αναζητά την ιστορική αλήθεια στις πηγές. Έχει μελετήσει με προσοχή τους ιστορικούς της εποχής: το Σφραντζή, τον Κριτόβουλο, τον Barbaro, το Δούκα και άλλους. Κι αφού συγκρατήσει την ουσία των έργων τους, μας δίνει με λυρικότητα τη δικιά της ιστορία, το δικό της μύθο.
 Το μυθιστόρημα «ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ...» τοποθετείται χρονικά στις τελευταίες 57 ημέρες πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά διαστέλλεται κι επεκτείνεται τόσο πριν, όσο και μετά από αυτή τη χρονική περίοδο, μ’ έναν έντεχνο τρόπο που η Μ. Λαμπαδαρίδου χρησιμοποιεί τέλεια. Όμως δεν πρόκειται για ένα χρονικό, για μια στεγνή περιγραφή των ιστορικών γεγονότων. Η συγγραφέας, με τη γνωστή κι από τα πιο παλιά έργα τεχνική της, εντάσσει μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και χώρο τους ήρωές της, ήρωες, που άλλοι απ’ αυτούς είναι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, τα οποία έζησαν τότε κι άλλοι φανταστικά πρόσωπα, δικά της δημιουργήματα, τα οποία όμως κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει εκείνη την εποχή. Σ’ αυτό το πλαίσιο στήνει την ιστορία της και δημιουργεί ένα σπουδαίο έργο, στο οποίο ο αναγνώστης ζει κυριολεκτικά μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματος τον ύστατο αγώνα των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας. Αγωνιά μαζί τους και πονά.
 Ναι! αγωνιά ο αναγνώστης, αν και είναι γνωστό το μοιραίο τέλος, δηλαδή η πτώση της Πόλης, αγωνιά. Γιατί η συγγραφέας δεν αποκαλύπτει τη μοίρα των ηρώων της μέχρι το τέλος. Η Πόλη αλώθηκε. Αυτό ήταν δεδομένο και ως δεδομένο το λαμβάνει και η συγγραφέας. Άλλωστε το έλεγαν οι προφητείες αιώνες πριν: «Κωνσταντίνος ήρξατο και Κωνσταντίνος απολέσει της Ανατολής το βυζαντινόν βασίλειον». Και μάλιστα: «Κωνσταντίνος υιός Ελένης!».
 Όμως οι ήρωες του μυθιστορήματος, που μετά την πτώση άλλοι σώζονται κι άλλοι αγνοούνται, προσπαθούν να ενώσουν το σπασμένο κρίκο, να δέσουν το κομμένο νήμα και να ξανασμίξουν ο ένας με τον άλλον, σε μια προσπάθεια που συμβολίζει τον αγώνα του γονατισμένου τότε Ελληνισμού να διασώσει ότι είναι δυνατόν και ν’ ανασυγκροτηθεί.
 Επίσης πονά ο αναγνώστης. Πονά γιατί γνωρίζει, ότι όπως και να εξελιχθεί ο μύθος στο βιβλίο, η παρακμή του Βυζαντίου είναι δεδομένη και οδηγεί μέρα με τη μέρα, νομοτελειακά θα λέγαμε στην άλωση. Όσο προχωρά η εξιστόρηση κι οι μέρες της πολιορκίας πληθαίνουν τόσο μεγαλώνει η οδύνη του αναγνώστη, που πλέον από παθητικός «θεατής» των γεγονότων, αρχίζει να ξαναθυμάται παλιές ιστορίες από τα σχολικά του βιβλία ή θύμησες της πληγωμένης γενιάς του είκοσι δύο και να «ζει» τα γεγονότα λεπτό προς λεπτό, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά η μοιραία Κερκόπορτα δεν θα ξεχαστεί ανοιχτή. Δεν θέλει ο αναγνώστης να πιστέψει ότι η Πόλη θα πέσει. Όπως εκείνος ο καλόγερος του λαϊκού θρύλου, που όταν του ανάγγειλαν την άλωση απάντησε ατάραχος:
 «Όσο μπορούν να ζωντανέψουν τα ψάρια πούχω στο τηγάνι, τόσο μπορεί να πέσει η Πόλη».
 Μα ω! του θαύματος τα μισοτηγανισμένα ψάρια ζωντάνεψαν και πήδηξαν στη γειτονική λιμνούλα και κολυμπούν από τότε, προσμένοντας να ρθεί πάλι ο καλόγερος να τ’ αποτηγανίσει.
 Αγωνία και οδύνη λοιπόν είναι τα συναισθήματα που κατακλύζουν όποιον διαβάζει το βιβλίο. Ομολογώ ότι πολλές φορές αναγκάστηκα να διακόψω το διάβασμα για να σκουπίσω τα βουρκωμένα μάτια. Ένας παμπάλαιος θρήνος μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό, ένα μοιρολόι που άκουγα μικρός από τη γιαγιά μου στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Μάνη, και επιτρέψτε μου να τον μοιραστώ μαζί σας:
 «Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
 θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
 Εχάσασιν το σπίτιν τους, την πόλην την αγία
 το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχή τους».
 Τα ίδια αισθήματα κατέκλυσαν και τη συγγραφέα όταν δημιουργούσε το μυθιστόρημα. Όπως μας εκμυστηρεύτηκε, ήταν τόσο έντονα μέσα της αυτά τα συναισθήματα, ώστε πολλές φορές διέκοψε τη συγγραφή του, φθάνοντας μάλιστα μέχρι το σημείο ν’ αναρωτηθεί αν θα καταφέρει κάποτε να το τελειώσει. Τελικά άντεξε, αλλά χρειάστηκε τρία χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο της. Και ευτυχώς που ήρθε τελικά στο προσκήνιο αυτή η κατάθεση της ψυχής σου, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, γιατί μας προσέφερες ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, γεμάτο πάθος, με ήρωες δυνατούς κι ευαίσθητους, αποφασισμένους αλλά και μοιραίους.
 Στις σελίδες του βιβλίου εμπλέκονται με θαυμαστό τρόπο το πραγματικό με το φανταστικό, το γεγονός με το όραμα, η ιστορία με το μύθο. Διαβάζουμε τα λόγια της συγγραφέως:
 «Σεβάστηκα όσο μπόρεσα τα ιστορικά γεγονότα. τα άγγιξα με δέος. Όμως εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα μένει έξω από την ιστορία: το πάθος, το θαύμα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος. Και το μεγαλείο εκείνων των τραγικών πολιορκημένων, που η θυσία τους, ο τιμημένος θάνατος που επέλεξαν, έγινε σύμβολο στη συνείδηση του Γένους...
 Άπλωσα το οδυνόμενο αυτό ιστορικό υλικό κάτω από το δικό μου μύθο, που είναι η ανθρώπινη περιπέτεια του ήρωά μου, δεμένη με τη μοίρα της Βασιλεύουσας.
 Μόνον έτσι η ιστορία μπόρεσε να γίνει προσωπική μου αλήθεια και να με πάει βαθιά, ίσαμε τις ρίζες μου και ίσαμε τα σύμβολα που έθρεψαν την ελληνικότητά μου.»
 Αυτά τα αιώνια σύμβολα του Ελληνισμού τ’ αγαπά και τα σέβεται η συγγραφέας, αλλά την πληγώνουν κιόλας. Αυτό φαίνεται από το ξεκίνημα του βιβλίου, από τον τίτλο ακόμα: «ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ...». Δανείζεται τον πρώτο στίχο από το γνωστό λαϊκό μοιρολόι, με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων, με το οποίο ο λαός μας θρήνησε την Πτώση της Βασιλεύουσας:
 «Πήραν την Πόλη, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκη!
πήραν και την Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι»
 Αλλά προσέξτε: η συγγραφέας δεν βάζει στο τέλος του τίτλου θαυμαστικό, όπως θα όφειλε, βάζει τρεις τελείες (αποσιωπητικά). Δεν είναι τυχαίο αυτό. Θέλει να μας θυμίσει ότι το μοιρολόι αυτό ξεκινά με θρήνο, αλλά συνεχίζεται και καταλήγει με την ελπίδα:
«Σώπα, κυρία-Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζης.
πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
 Γνωρίζει η συγγραφέας, ότι τίποτα δεν είναι οριστικό. Ο τιμημένος θάνατος των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας θα βρει επαλήθευση και δικαίωση. Θα πιάσει τόπο. Το αίμα τους θα ποτίσει το σπόρο, που κάποτε θα φέρει τη αναγέννηση. Αυτό άλλωστε είναι το μεγαλείο της θυσίας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο Παλαιολόγος δεν διατηρήθηκε στη μνήμη των Ελλήνων για τη χρηστή διοίκησή του ούτε για τις εξαίρετες πράξεις του, δεν είχε το χρόνο άλλωστε για κάτι τέτοιο. Η επιλογή του να μείνει και να αγωνιστεί για την τιμή της Πόλης, έχοντας πλήρη επίγνωση της τραγικής κατάστασης και η ηρωική θυσία του συνέβαλε όσο τίποτε άλλο στην ενίσχυση του φρονήματος των υπόδουλων Ελλήνων και γι’ αυτό τον θυμούνται και τον ηρωοποιούν. Ενώ πριν από την άλωση επικρατούσε ένα κλίμα μοιρολατρίας και απαισιοδοξίας και ο κόσμος βουβός άκουγε τους χρησμούς που προέβλεπαν το αναπόφευκτο της καταστροφής, μετά τον ηρωικό θάνατο των υπερασπιστών της Πόλης γεννιέται πάλι η αισιοδοξία και η ελπίδα του μαρμαρωμένου βασιλιά, που θα επιστρέψει κι αυτή τη φορά θα νικήσει τον εχθρό. Εξ άλλου η θυσία ποτέ δεν πάει χαμένη. Κάθε θάνατος προσδοκά μιαν ανάσταση. Το πιστεύει αυτό η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Διακρίνεται σ’ όλα τα έργα της και φυσικά και στο τελευταίο.
 Όπως σε όλα τα «βυζαντινά» μυθιστορήματα της συγγραφέως, έτσι κι εδώ η Λήμνος βρίσκεται στο επίκεντρο του μύθου. Ο κεντρικός ήρωας, που είναι και ο αφηγητής του μυθιστορήματος, ο Πορφύριος Σγουρομάλλης, έχει γεννηθεί στη Λήμνο, στον Άγιο Αλέξανδρο κοντά στο Κοντοπούλι. Οι αναγνώστες της «Δοξανιώς» και του «Νικηφόρου Φωκά» θα θυμούνται, ότι Θεοδόσιος Σγουρομάλλης ονομαζόταν ο κεντρικός ήρωας κι εκείνων των μυθιστορημάτων. Δεν είναι σύμπτωση. Ο Πορφύριος είναι απόγονός του, αλλά είναι ξεχωριστός, αφού είναι ο πρώτος μετά από πέντε αιώνες, που έχει το σημάδι της ώχρας στο μέτωπό του, το ξεχωριστό εκείνο σημάδι, που δείχνει ότι είναι προορισμένος να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Η μοίρα του είναι συνδεδεμένη με τις τύχες του έθνους. Μ’ αυτό το όμορφο εύρημα η Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου συνδέει το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα με τα δυο προηγούμενα, τα οποία αποτελούν πλέον μια τριλογία, στην οποία απεικονίζεται με γλαφυρότητα η πορεία του Ελληνισμού, σε δυο κορυφαίες ιστορικές περιόδους. Οι ένδοξες μέρες της μακεδονικής δυναστείας του Ι΄ και ΙΑ΄ αιώνα από τη μια κι οι οδυνηρές των Παλαιολόγων από την άλλη.
 Η προσωπική ιστορία του Πορφυρίου εξελίσσεται παράλληλα με την ιστορία του Βυζαντίου. Γίνεται στρατιώτης, έμπιστος κι ακόλουθος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Είναι κοντά του ως την τελευταία στιγμή. Σώζεται κι αποσύρεται σ’ ένα μοναστήρι, πάλι στη Λήμνο, όπου καταγράφει σε περγαμηνή την ιστορία της αλώσεως, αλλά και την προσωπική του ιστορία, για να την αφήσει στον αγνοούμενο γιο του. Ο μύθος αυτός θυμίζει λίγο τη ζωή ενός σπουδαίου άνδρα της εποχής εκείνης, του ιστορικού της αλώσεως, Γεωργίου Σφραντζή, ο οποίος όπως είπαμε καταγόταν από τη Λήμνο, υπήρξε έμπιστος του Κων/νου Παλαιολόγου, επέζησε της αλώσεως και τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε σε μοναστήρι της Κέρκυρας, για να συγγράψει το «Χρονικόν της Αλώσεως».
 Η Λήμνος, στενά συνδεδεμένη εκείνη την περίοδο με τη Βασιλεύουσα, αφού ήταν από τα λίγα νησιά ή εδάφη που κατείχαν οι Βυζαντινοί μέχρι το 1453, αποτελεί την αφετηρία του έργου. «Ες Λήμνον Φιλτάτην» τιτλοφορεί το πρώτο κεφάλαιο η συγγραφέας. Μα και στη Λήμνο, με την οποία είχαν στενούς δεσμούς, επανέρχονται συνέχεια οι ήρωές της. Συχνά στα χείλη τους η συγγραφέας βάζει φράσεις αγάπης ή νοσταλγίας για το νησί. Π.χ. ο Ιουστινιάνης ζητά από τον αυτοκράτορα:
 «Θα μου δώσεις την υψηλή αυθεντία της Λήμνου. Εκεί θα πάω να μείνω μετά τη νίκη μας, στην πατρίδα του Πορφύριου... Για να βγάζει τόσο σπουδαίους ανθρώπους, θα πρέπει να είναι ευλογημένο νησί».
 Γενικά το πατρογονικό νησί διαχέεται και σ’ αυτό το έργο της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Όμως είναι έντονη και η παρουσία της μικρασιατικής-βυζαντινής καταγωγής της. Θυμάται το «Σπίτι της Μικρασίας» η συγγραφέας και πονά, χωρίς να χάνει την ελπίδα της. Ελπίζει ότι «πάλε με χρόνια με καιρούς...». ελπίζει στο μαρμαρωμένο βασιλιά που θα ξυπνήσει και θα πάρει πάλι το σπαθί του, όταν έρθει η ώρα. ελπίζει ότι θα βγουν αληθινοί οι θρύλοι που έθρεψαν το Γένος για αιώνες.
 Το βιβλίο δεν είναι μια ιστορία των γεγονότων της αλώσεως, αν και θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν τέτοια. Περιέχει αυτά τα γεγονότα σ’ ένα κύκλο μαρτυρίου και λύτρωσης, αλήθειας και θρύλου, πραγματικότητας και προφητείας. Σ’ ένα κύκλο θανάτου και γέννησης. Το μήνυμα που μας στέλνει η συγγραφέας είναι ότι η άλωση δεν ήταν το τέλος. Δεν μπορούσε να είναι το τέλος. Ήταν μόνο ένα τμήμα του αιώνιου κύκλου, ο οποίος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, παρά μόνο συνεχείς εναλλαγές χαράς και λύπης. Γράφει χαρακτηριστικά:
 «Αναστρέφω και πάλι τη ροή του χρόνου, προσπαθώντας να σημαδέψω τον κύκλο. Ιστορώ τα γεγονότα από την αρχή, τα ιστορώ και από το τέλος. Όμως δεν υπάρχει αρχή, ούτε τέλος. Είναι ο κύκλος. Αυτός που ακυρώνει το αίμα, ακυρώνει το μαρτυρικό τέλος, γίνεται λευκό περιστέρι της προφητείας. Ο κύκλος ο μυστικός με περιέχει πια. Και βαδίζω στα ίχνη ενός πεπρωμένου, που το έπλασαν τα σύμβολα του γένους μου. Είμαι ο μάρτυρας των ερειπίων».
 Μέσω του Λήμνιου ήρωά της, του Πορφύριου, η συγγραφέας γίνεται πράγματι μάρτυρας των ερειπίων. Γράφει στον επίλογο:
 «Τώρα λέω, μπορεί να μην έγραψα ένα μυθιστόρημα των ιστορικών γεγονότων, αλλά της Μιας Συνείδησης, της μιας μοναχικής κραυγής, αυτής του ήρωά μου του σημαδεμένου, του ευλογημένου, που έζησε μέρα τη μέρα και λεπτό το λεπτό τα οδυνηρά γεγονότα, τα κατέγραψε με το μυαλό και με το σώμα του, έγινε ο μάρτυρας των ερειπίων».
 Όπως είπαμε το βιβλίο αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας, που άρχισε με τη Δοξανιώ και συνεχίστηκε με το Νικηφόρο Φωκά και είναι το τελευταίο αυτής της σειράς, αφού όπως δήλωσε η ίδια η συγγραφέας: «Όσα είχα να πω περιέχονται στις σελίδες του». Δηλώνει η συγγραφέας ότι δεν έχει να πει τίποτε άλλο πλέον. Ο βυζαντινός κύκλος έχει κλείσει γι’ αυτήν. Το «Εάλω η Πόλις» που την βασανίζει, και μας βασανίζει όλους πέντε αιώνες τώρα, στέκει εμπόδιο σε κάθε προσπάθειά της. Γράφει:
 «Δεν μπορώ, δεν μπορώ πια να γράψω άλλο για τη μέρα εκείνη του ολέθρου, για τη μέρα του αίματος και της σπαραχτικής κραυγής, δεν μπορώ, όχι».
 Μα κατά βάθος και η ίδια, και όλοι μας, πιστεύει ότι θα ’ρθεί η στιγμή που θα συνεχίσει την ιστορία της. Κάποιος απόγονος του Σγουρομάλλη - πεντακόσια-χίλια χρόνια μετά, ποιός ξέρει; - θα γεννηθεί με το ευλογημένο σημάδι της ώχρας στο πρόσωπο και θα οδηγήσει το ποτάμι της ιστορίας στην παλιά του κοίτη, τη βυζαντινή. Το οραματίζεται αυτό η συγγραφέας, μέσω του ήρωά της, του Πορφύριου, που αποσυρμένος σ’ ένα μοναστήρι της Λήμνου, βιώνει εκείνη την ονειρεμένη μέρα:
 «Ξαφνικά, το χέρι μου τρέμει. Ορθρίζει η μέρα η λουλουδιασμένη, εδώ, στο λόφο μου επάνω. Η μέρα η ευλογημένη. Γλαυκές ανάσες στον ορίζοντα. Και η γη σύγκορμη σκιρτά. Σκιρτούνε και αναρριγούνε τα βουνά και οι λόγκοι, γιατί ένας καβαλάρης έρχεται, ακούω τον καλπασμό του αλόγου του, το χορό των όπλων, κλόου κλοπ, σάμπως να χορεύει απάνω στο κρύσταλλο του σμαραγδένιου όρθρου. Και η καρδιά μου χτυπάει ξετρελαμένη, χτυπάει, θα σπάσει, λέω, θα ξεκολλήσει.».
 Εδώ θα κλείσουμε και μεις τον κύκλο της ομιλίας μας με την ευχή: «Γένοιτο».

Θοδωρής Μπελίτσος


Η ομιλία βασίστηκε στο δημοσιευμένο βιβλιοκριτικό άρθρο του Θ. Μπελίτσου: 
«‘‘Πήραν την Πόλην, πήραν την...’’, το νέο ιστορικό μυθιστόρημα της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου», εφ. Λημνιακοί Παλμοί 8 (Δεκέμβριος 1996) και περιοδικό Ελίτροχος 12 (άνοιξη-καλοκαίρι 1997), σσ. 218-222.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου